Ο σκοπός του Χάνεκε είναι δεδομένος, όχι όμως και διδακτικά διατυπωμένος: από την αρχή της καριέρας του, ασχολείται με τη βία και τον ρατσισμό, την κίβδηλη πλαστογράφηση των ιδανικών κάτω από τον επικίνδυνο μανδύα της εθνικής καταγωγής και, σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο φιλοσοφικής αναζήτησης, τα αίτια του Κακού στην ανθρώπινη φύση. Κάτω από αυτό το πολύπλευρο πρίσμα, οι ταινίες του είναι ανθρώπινες περιπέτειες, κοινωνικές/εθνογραφικές μελέτες, κινηματογραφικά δοκίμια και δραματικά θρίλερ.

Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει εμμονικό τον Χάνεκε, μπερδεύοντας τον άξονα της προβληματικής με τις ίδιες τις ταινίες του. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο συναρπαστικός κινηματογραφιστής είναι. Πόσο διαφορετικό είναι το ύφος και η υφή του Κρυμμένος από το Benny's Video και το Funny Games! Και τώρα η Λευκή Κορδέλα, ένα έργο ολοκληρωμένο, στεγνό και στυγνό, όπως και οι καταβολές του ναζισμού, μέσα από την αυστηρή ματιά του δημιουργού σε ένα γερμανικό χωριό, παραμονές του μεγάλου πολέμου. Όλοι είναι παρόντες στο ασπρόμαυρο (δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς) δράμα της σιγαλιάς: ο παπάς, ο γιατρός, ο βαρόνος, ο δάσκαλος.

Η εκκλησία με τη θρησκευτική υποκρισία, η επιστήμη με τη σκληρότητα και την απαξιωτική αναλγησία, η παραιτημένη αριστοκρατία σε απόσταση, η φιλελεύθερη παιδεία που σιωπά όταν ακυρώνεται από τις παγιωμένες περιστάσεις και αφηγείται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, υιοθετώντας τον τόνο της πικρής, ζωντανής ανάμνησης. Τα παιδιά του χωριού, πιεσμένα, εκρηκτικά, λυπημένα, άνανδρα κι αναιμικά ανδροειδή, είναι βγαλμένα από ένα θρίλερ απόκοσμο, σαν να συγκρούονται τα θρησκευτικά huit clos του Ντράγιερ και του Μπέργκμαν με ένα γοτθικό στυλιζάρισμα αλά Ρόμπερτ Γουάιζ, σε ένα φιλμ κλινικό και καθαρό, ποτέ προφανές.

Αν κάποια από τις ταινίες που είδα πρόσφατα συνορεύει με το αριστούργημα (δηλαδή, τι συνορεύει, είναι αριστούργημα), αυτή είναι η Λευκή Κορδέλα. Προλέγει τον ναζισμό, προφέρει τον φασισμό και με την εικαστική της σύνθεση εμβαθύνει και επεκτείνει τα θέματα που θίγει σαν νεκρική λειτουργία. Η Λευκή Κορδέλα είναι μακροσκελής και θα κουράσει όσους επιλέγουν θεατρινισμούς και ευκολίες στην αναπαράσταση εποχής.

Ο Χάνεκε διαθέτει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στον λόγο και την κάμερα, έτσι ώστε να φωτίσει ένα αργό έγκλημα, καθώς ο σπόρος της βίας γεννιέται από την άδηλη συμπεριφορά, τη συλλογική στάση στα πράγματα και όχι από την παράθεση των χειρονομιών. Με τον τρόπο του, και με πυξίδα μια σφιχτή αφήγηση απαιτήσεων, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε πέρα από την εθιμοτυπία των πρωταγωνιστών. Άλλωστε, ξεκινάει με την παρατήρηση πως κάποια από τα γεγονότα μπορεί και να μην υφίστανται. Τα εγκλήματα του χωριού δεν είναι μεμονωμένα, αλλά στοιχειοθετούνται από τη συνάθροισά τους και καλύπτονται από την επιβεβλημένη υποκρισία.

Ο κώδικας συμπεριφοράς υπαγορεύεται από τη θρησκευτική ανατροφή και τον ασφυκτικό συντηρητισμό. Γιατί θα διάλεγε, άλλωστε, ένα προτεσταντικό χωριό; Σύμφωνα με δική του δήλωση, το καθήκον της τέχνης είναι να ρωτά. Αν θέλετε απαντήσεις, αγοράστε εισιτήριο για άλλη ταινία. Και εδώ θέτει ερωτήματα χωρίς τη δυνατότητα υπεκφυγής. Φυσικά, δίνει το στίγμα του και την άποψή του, αλλά το κάνει μέσα από καλλιτεχνικές διεργασίες. Δικαιότατος ο Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες.