Όταν η πρώην φίλη του ιδιωτικού ντετέκτιβ Ντοκ Σπορτέλο εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά με μια ιστορία για τον νυν δισεκατομμυριούχο εργολάβο φίλο της –με τον οποίο είναι ερωτευμένη– και ένα σχέδιο της συζύγου του και του φίλου της να τον απαγάγουν και να τον κλείσουν σε ψυχιατρική κλινική... κάτι στην ιστορία της μάλλον πάει στραβά. Στα τέλη της ψυχεδελικής δεκαετίας του '60 η παράνοια κυβερνάει και ο Ντοκ ξέρει καλά πως η λέξη «αγάπη» είναι απλώς της μόδας, όπως οι λέξεις «τριπάκι» και «groovy», με τη διαφορά πως η συχνή της χρήση οδηγεί σε προβλήματα.


Φιλόδοξο και ψυχεδελικό, αστείο και παραισθητικά συναρπαστικό, το κινηματογραφικό ταξίδι του Πολ Τόμας Άντερσον στο κρίσιμο χρονικό μεταίχμιο της μετάβασης από τον ανέμελο ιδεαλισμό των '60s στην καχυποψία των '70s είναι μια εμπειρία απόλυτα σύμφωνη με το πνεύμα του μυθιστορήματος του Τόμας Πίντσον και, πολύ συχνά, ζαλιστικά προσκολλημένη στο γράμμα. Αλλά δεν γινόταν αλλιώς: όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το Έμφυτο Ελάττωμα είναι το πρώτο βιβλίο του θρυλικού ερημίτη Πίντσον που μεταφέρεται στο σινεμά. Κανείς δεν τόλμησε ή δεν μπόρεσε στο παρελθόν. Η γραφή του Πίντσον είναι αυτό που λένε μη κινηματογραφίσιμη και ο Άντερσον δείχνει ωριμότητα στη διασκευή αλλά και στην τήρηση των δικών του κανόνων, καθώς συνδυάζει το ηλιόλουστο και απατηλό περιβάλλον του Boogie Nights (ένα καλιφορνέζικο αμάλγαμα χαρακτήρων με χαλαρή συμπεριφορά και διαφορετικές προθέσεις) με την εξελιγμένη, ερευνητική και πιο περιπατητική φύση των πρόσφατων ταινιών του. Εκεί εμπίπτει το Ελάττωμα: είναι περιγραφικό και αφηρημένο ταυτόχρονα, μια abstrait καταλογοποίηση υπολογίσιμων τύπων και καταστάσεων από την περίοδο που έπεται του χιπισμού και προηγείται του καταναλωτισμού. Με την αίσθηση της ροής και της εσωτερικής ανατροπής που διαθέτει, ο Πολ Τόμας Άντερσον βεβαίως και δεν εκφωνεί τον τηλεφωνικό κατάλογο, ακόμη κι αν οι χαρακτήρες της ταινίας είναι αρκετοί για να τον γεμίσουν και εμφανίζονται εκεί που δεν τους περιμένει ούτε ο θεατής, ούτε και ο μονίμως φτιαγμένος πρωταγωνιστής, ο Ντοκ Σπορτέλο, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που του αρέσει να φοράει σανδάλια, όταν δεν κυκλοφορεί ξυπόλυτος – χίπης γαρ. Ο Ντοκ προσπαθεί να λύσει ένα αινιγματικό, δαιδαλώδες κουβάρι. Τον μπλέκει η πρώην του, η οποία ψάχνει τον νυν της, έναν πάμπλουτο εργολάβο, τον οποίο φέρεται να έχει απαγάγει η σύζυγός του και ο φίλος της. Ένας αστυνομικός επιθεωρητής και ο δικηγόρος του Ντοκ, ο οποίος ειδικεύεται στα ναυτιλιακά ( ο Τζος Μπρόλιν και ο Μπενίσιο ντελ Τόρο αντίστοιχα), τον εμποδίζουν και τον βοηθούν σε μια υπόθεση που δεν λύνεται με τίποτε. Ωστόσο, το ζητούμενο δεν είναι ακριβώς η διαλεύκανση, όσο η διαδρομή. Μέσα σε ένα σύννεφο ουσιών και κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της Δυτικής Ακτής, ο Ντοκ ξεκουνιέται μετά βίας από την αγαπημένη του παραλία για να γίνει μάρτυρας μιας πολιτιστικής τοιχογραφίας που αποτελεί έργο σε εξέλιξη. Η ημιτελής αίσθηση σε αυτήν τη νουάρ, αν και ευάερη ελεγεία, είναι σκόπιμη και εξυπηρετεί έναν βαθύτατο παραλογισμό που καταλήγει σε πολλές χιουμοριστικές σκηνές (σαν gags που αντίκεινται στη σοβαρή ιδιότητα των ψηφιδωτών/ηρώων) και επιτείνουν τη θολούρα. Ο Άντερσον, μέσω του ιδανικού στον ρόλο Χοακίν Φίνιξ, ξετυλίγει ένα νήμα σε ανοιχτό λαβύρινθο, αξιοποιώντας μια γενικότερη απογοήτευση που έπεσε σαν πέπλο στο πιο αισιόδοξο χρονικό σημείο της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας. Διότι, μετά την ευφορία του 1967 και το καλοκαίρι της αγάπης που έδωσε ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο, βγήκαν άλλου είδους όπλα, που κατέστρεψαν το ηθικό και διέψευσαν τις προσδοκίες. Ο Ντοκ φέρεται σαν ανέμελος εξερευνητής σε μια θάλασσα απατεώνων, με διάφορες στολές και προσωπεία. Ο σκοπός του Πίντσον είναι να μιλήσει αλληγορικά για μια χαοτική κοινότητα που αλλάζει ρότα, αλλά είναι πολύ φτιαγμένη για να το πάρει χαμπάρι. Αντίστοιχα, ο Άντερσον απεικονίζει ανθρώπους που, ενώ θα έπρεπε να είναι αναστατωμένοι με όλα αυτά που συμβαίνουν, γλιστράνε μέσα σε ένα absurdist μονοπάτι, χωρίς να βλέπουν το φως της λύτρωσης. Το μονοπάτι έχει σημασία στο Έμφυτο Ελάττωμα ή, καλύτερα, ο τρόπος, την ίδια στιγμή που ο ντετέκτιβ Ντοκ, με τις ανορθόδοξες μεθόδους και τη μηδενική αίσθηση του χρόνου, σπαζοκεφαλιάζει με το γιατί έγινε ό,τι έγινε, έχοντας ξεχάσει το τι έγινε. Το φιλμ, ως τριπάκι, σε χορταστικό σινεμασκόπ.