Η ιστορία του Έντουαρτ είναι αληθινή και συναντάται σπάνια στην εγκληματολογία – η ειλικρινής μεταμέλεια και παράδοση στις αρχές ενός ενόχου χωρίς να έχει διωχθεί ποινικά. Πρόκειται για την περιπέτεια ενός Κοσοβάρου (ωραίο κινηματογραφικό πρόσωπο ο Ντουρμίσι) που έφυγε από τη μιζέρια της οικογένειάς του και της Αλβανίας, ήρθε στην Ελλάδα με το όνειρο να γίνει ροκ σταρ, και επέστρεψε ηττημένος στη χώρα του, έχοντας διαπράξει ένα στυγερό έγκλημα. Εκεί συνελήφθη για μια προηγούμενη ληστεία – καταδομένος από τον μπρουτάλ πατέρα του –, καταδικάστηκε σε πενταετή κάθειρξη και κλείστηκε στις φυλακές. Μετά από σφοδρή σύγκρουση με τους συγκρατούμενούς του βιάζεται και ξυλοκοπείται άγρια, καταλήγοντας στο νοσοκομείο της φυλακής. Εκεί γνωρίζεται με τον λιγομίλητο γερμανό γιατρό, τον Κριστόφ, και σταδιακά γίνεται βοηθός του. Η σχέση τους αλλάζει τη στάση του και μαλακώνει τον ατίθασο χαρακτήρα του. Μετά από την πολιτικοκοινωνική κατάρρευση και τα άγρια γεγονότα που οδήγησαν, ανάμεσα στα άλλα, στη δραπέτευση των κρατουμένων στην Αλβανία, ο Έντουαρτ έρχεται αντιμέτωπος με τη δική του αλήθεια. Στην Ελλάδα έχει πάντα μια σημαντική εκκρεμότητα, από την οποία διέφυγε ατιμώρητος. Ενώ δεν έχει εντοπιστεί ή κατηγορηθεί ως δράστης του φόνου ενός άντρα, το θέμα γι’ αυτόν είναι ηθικό, και η μόνη οδός της επιστροφής προϋποθέτει την παραδοχή. Σε ένα από τα καλύτερα σενάρια των τελευταίων ετών, η Αγγελική Αντωνίου εξετάζει με λεπτομέρειες το χρονικό της σύγκρουσης ανάμεσα στο προσωπικό αίτιο και το κοινωνικό αποτέλεσμα, την πάλη ενός φτωχόπαιδου που δεν έχει στον ήλιο μοίρα με τους δαίμονες που του δίνουν ορμή, όνειρα αλλά και ένα σωρό στραβές κινήσεις. Επειδή ο Έντουαρτ δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να συνδιαλλαγεί με τον εαυτό του, δεν απέκτησε ποτέ την ποιοτική αίσθηση του χρόνου που θα τον βοηθούσε να κατανοήσει τις πραγματικές ανάγκες αλλά και τις συνθήκες που τον περιβάλλουν. Μέσα στον χειρότερο χώρο που θα μπορούσε να φανταστεί, το μπουντρούμι της χώρας που ήθελε να αποφύγει από τότε που γεννήθηκε, κατάφερε να συνειδητοποιήσει ποιος είναι και τι έχει κάνει. Η ειρωνεία για μας είναι πως η Ελλάδα ισοδυναμεί με την Αμερική των ευκαιριών και της καλής ζωής για τους Αλβανούς – κάτι που είχαν θίξει πιο φλου στο «Μιρουπάφσιμ» οι Κόρρας και Βούπουρας. Όπως συνήθως συμβαίνει, η γη της επαγγελίας υπάρχει μόνο στα παραμύθια, και η Αθήνα του Έντουαρτ λειτουργεί αποκλειστικά ως τόπος συμβιβασμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας – υπάρχει ακόμη κάποιος που διατείνεται πως θα νοίκιαζε με ευχαρίστηση τον κάτω όροφο της προαστιακής πολυκατοικίας του σε έναν μαύρο ή έναν Αλβανό μετανάστη πρώτης γενιάς, αν δεν έχει πρώτα του κόσμου τα εχέγγυα; Η Αντωνίου όμως δεν μένει εκεί. Επικεντρώνεται στο δράμα και το πάει καλά, μέχρι το σημείο που χτίζει –αφαιρετικά και κάπως τραβηγμένα– τη σχέση του Έντουαρτ με τον γιατρό. Προσπαθώντας να συντονίσει την ποιητικότητα στη διαφορά των δύο ανδρών, κάνει ένα άλμα στο νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο του Έντουαρτ και εγκαθιστά μια επαφή σχεδόν μυθολογική και ελαφρώς περισπούδαστη. Συνολικά, πάντως, έχουμε μπροστά μας μια αρτιότατη ταινία για τα δεδομένα παραγωγής, που αφηγείται στρογγυλά μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και καταφέρνει να ρίξει τη ματιά της και στον τρόπο που βίωσε την ελληνική του εμπειρία ένας σύγχρονος και πολύ υπαρκτός μετανάστης, αλλά και στον τρόπο που καθρεφτιζόμαστε εμείς στα μάτια ενός πολύ διπλανού μας ξένου.