Ο Σον Έλις είχε κερδίσει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ με μια 19λεπτη μερικώς σουρεαλιστική κομεντί με τον τίτλο «Cashback». Φαντάζομαι όχι από τσιγκουνιά, αλλά από πίστη στην καλή του ιδέα και επιμονή στη σεναριακή δομή, ο Σκωτσέζος σκηνοθέτης μετέτρεψε τη μικρού σε μεγάλου μήκους ταινία με το ίδιο θέμα και τον ίδιο τίτλο, και φάνηκε να μην την ξεχειλώνει με την επιπρόσθετη ερωτική ιστορία, μέχρι το πολύ συμβατικό τελικό στάδιο (ειδικά εκεί που αναγνωρίζονται από έναν τρανό γκαλερίστα τα εμπνευσμένα σκιτσάκια του) στη μονότονη ζωή ενός νέου άντρα, που κάνει διάλειμμα στην απογοήτευσή του με τις παρεμβάσεις που επιχειρεί με το μυαλό του στον χρόνο. Ο Μπεν αναπτύσσει το χούι τού freeze frame και καταφέρνει να το σωματοποιήσει μονόδρομα, σταματώντας και επιταχύνοντας το χρόνο κατά βούληση, γεγονός που ισορροπεί την αδυναμία του να αντιδράσει στην επαγγελματική απάθεια και το ερωτικό του ναδίρ, μετά το χωρισμό του με τη Σούζι. Πιάνοντας δουλειά σε σουπερμάρκετ κάνει παρέα με ανθρώπους που δεν του μοιάζουν καθόλου, και γνωρίζει τη Σάρον. Μονίμως άυπνος και διστακτικός, ζει σε μια τεχνητή ονειροφαντασία, ένα προσωπικό καταφύγιο που διαρκεί ελάχιστα αλλά τον τροφοδοτεί με τη δύναμη της περίσκεψης και της παρέμβασης, έστω και προσωρινά, σε ένα σύμπαν που τον ξεπερνά και τον καταθλίβει ελαφρώς. Ο Έλις παίζει με τις δυνατότητες του χρόνου σε ανθρώπινα πλαίσια, αποφεύγοντας τα χρωματικά γκάζια της «Αμελί» και του «Αγάπα Με Αν Τολμάς» (γαλλική λέξη είναι το φαντεζί, με τα συν και τα πλην του). Η ταινία του είναι κάτι ανάμεσα σε εφευρετικό αστείο και μια κανονική ερωτική ιστορία, με κωμικές πινελιές. Δεν διανοείται καν να σκάψει στα κινηματογραφικά λαγούμια του Σπάικ Τζόουνζ και του Τσάρλι Κάουφμαν, γιατί σίγουρα θα καταπλακωνόταν από το σουρεαλιστικό χώμα τους. Εδώ δεν υπάρχει μισός όροφος, πολλαπλασιασμός και διχοτόμηση των εγώ, ούτε και βάθος στον πόνο και τις ανάγκες των χαρακτήρων. Απλώς ένας νεαρός με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ερωτική αμηχανία και παιχνιδιάρικη φαντασία. Στο τέλος γίνεται μαντάρα το εργάκι, και κάπου εκεί εγκατέλειψε τον Έλις η αντοχή για την ολοκλήρωση μιας ιδέας που προκαλεί χαμόγελο αλλά σβήνει με το που ανάβουν τα φώτα, σαν τις ναΐφ ζωγραφικές επιδόσεις του ήρωα.