Από το 1993 μέχρι σήμερα, πάνω από 400 γυναίκες (300 παραδέχονται οι μεξικανικές αρχές), βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν στην πόλη Σιουδάδ Χουάρεζ, στα σύνορα του Μεξικό με την Αμερική. Η Διεθνής Αμνηστία και πολλές γυναικείες οργανώσεις φωνάζουν με όλη τους τη δύναμη. Το φαινόμενο όμως όχι μόνο δεν έχει σταματήσει, αλλά δεν έχει λάβει τη δέουσα έκταση στη δημοσιογραφική κάλυψη από τα αμερικανικά μίντια. Επίσης, οι μεξικανικές αρχές έχουν κατηγορηθεί επανειλημμένως για παθητικότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Έγιναν κάποιες συλλήψεις, ένας αμερικανός πολίτης καταδικάστηκε σε κάθειρξη, αλλά οι ψυχές δεν φαίνεται να έχουν ησυχάσει. Το θέμα παρακαλεί για μια ταινία στη φλέβα των περιπετειών με κοινωνικό περιεχόμενο και ανθρώπινη ευαισθησία- βλέπε, όχημα μιας ή ενός σταρ που πιστεύει πως θα σηκώσει επάξια το ανεπίλυτο ζήτημα στους ώμους του και, γιατί όχι, θα ανταμειφθεί στο τέλος της χρονιάς, αν όλα πάνε καλά. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά, ούτε για την ουσιαστική ευαισθητοποίηση γύρω από την πραγματικά σκανδαλιστική αδιαφορία για τον βίαιο θάνατο γυναικών ηλικίας 15 ως 20 ετών χωρίς λόγο, (πέρα από τη σχετική ενημέρωση που έγινε με την προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ Βερολίνου), ούτε το Bordertown ως ταινία καλύφθηκε καλλιτεχνικά σε σχέση με τις προθέσεις της και το στιλ που επέλεξε ο σκηνοθέτης Γκρέγκορι Νάβα για να απλώσει την ιστορία και το ιστορικό, ούτε η Τζένιφερ Λοπέζ στο ρόλο της ρεπόρτερ από το Σικάγο έπιασε την καλή- με την καλή έννοια. Με άψογο μακιγιάζ και κόμμωση που δεν τη σκιάζει ζέστη και φοβέρα καμιά, η δημοσιογράφος Λόρεν πηγαίνει στον τόπο των εγκλημάτων, έρχεται σε επαφή με την τοπική εφημερίδα, δέχεται τη βοήθεια ενός ρεπόρτερ (Μπαντέρας) και καταφέρνει να γίνει άτομο εμπιστοσύνης μιας γυναίκας που ξέρει λεπτομέρειες και πρόσωπα που σχετίζονται με την υπόθεση. Ο Γκρέγκορι Νάβα θέλει να αποδώσει το φόβο με κάμερα που κινείται και με εναλλαγή ψυχολογικών καταστάσεων, αλλά δεν γίνεται να κρύψει τη σύγχυσή του για ένα θέλω, λεπτομέρειες του οποίου δεν γνωρίζει και δεν είναι δέον να κατασκευάσει, διότι η αξιοπρέπειά του σαφώς και δεν του επιτρέπει να φαμπρικάρει καταστάσεις δραματική αδεία. Η αμηχανία γίνεται σύγχυση και καθρεφτίζεται στο όμορφο πρόσωπο της Λόπεζ, που με κινήσεις απελπισίας ψάχνει, ψάχνει αλλά πάλι στο μηδέν καταλήγει. Ο ρόλος του Μπαντέρας είναι εντελώς προβλέψιμος και το φινάλε απειλεί να αραιώσει το πυκνό μυστήριο που καλύπτει μια σειρά από δολοφονίες χωρίς πραγματικό ένοχο. Το Bordertown δεν είναι μια στιλάτη ταινία του Χόλιγουντ, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν παραλλαγή ενός θέματος με πολλαπλές ερμηνείες (σαν τη Μαύρη Ντάλια) αλλά μια βουτιά σε σκοτεινά και άγνωστα νερά, χωρίς απόκλιση προς ένα πιο συγκεκριμένο είδος, όπως το αστυνομικό μυστήριο, το ψυχολογικό δράμα, το πορτρέτο ή την κοινωνική καταγγελία. Από ένα άλυτο έγκλημα προέκυψε ένα ανούσιο ερωτηματικό.