Ο Μπάτμαν θα βάλει ψηλότερα τον πήχη στον αγώνα για την πάταξη του εγκλήματος. Με τη βοήθεια του υπαρχηγού Τζιμ Γκόρντον και του εισαγγελέα Χάρβεϊ Ντεντ θα επιχειρήσει να διαλύσει τις εναπομένουσες εγκληματικές οργανώσεις που μαστίζουν την πόλη. Η συνεργασία αποδεικνύεται αποτελεσματική, αλλά σύντομα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα ανερχόμενο εγκληματικό μυαλό, γνωστό στους τρομοκρατημένους κατοίκους της Γκόθαμ ως Τζόκερ.

Το νέο λανσάρισμα του τιμωρού με την πανοπλία νυχτόβιου θηλαστικού πριν από 3 χρόνια έδωσε ζωή σε μια σειρά που έμοιαζε καταδικασμένη. Με το Batman Beginsμάθαμε πώς και γιατί τα παιδικά τραύματα του Μπρους Γουέιν του έδωσαν το απαραίτητο μάθημα ώστε να διοχετεύει τον άσβεστο θυμό του προς μια ευεργετική για τη Νέα Υόρκη καταστολή κάθε σοβαρής εγκληματικής ενέργειας. Ουσιαστικά γίναμε μάρτυρες της γέννησης του Σκοτεινού Ιππότη, τίτλος της συνέχειας, πάντα με τον Κρίστοφερ Νόλαν στη σκηνοθεσία και τον Κρίστιαν Μπέιλ στο διττό ρόλο του εκατομμυριούχου εκδικητή. Το ύφος παραμένει το ίδιο. Ενώ ο Τιμ Μπέρτον ξεκίνησε τη μεταφορά του Μπάτμαν με έντονο κόμικ μπρίο και διαβρωτικά γοτθικό φόντο ποτίζοντας τους καλούς και τους κακούς με διαρκώς εναλλασσόμενη διάθεση, ο συνεχιστής Τζόελ Σουμάχερ, με μασκοφόρους πρωταγωνιστές τον Βαλ Κίλμερ και τον Τζόρτζ Κλούνι οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, μεταμορφώνοντας σε ελαφριά ποπ φαντασμαγορία μια λυπητερή όπερα. Ο Νόλαν επιμένει σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Η ταινία του είναι μια δραματική, σχεδόν ρεαλιστική, σοβαρή και αγέλαστη καταγραφή διαδοχικών καταστάσεων που βαδίζουν σε νουάρ μονοπάτια και θα κατέληγαν σε ένα καλογυρισμένο αλλά συνηθισμένο αποτέλεσμα, αν δεν υπήρχε ο... Μπάτμαν. Ο ήρωας είναι το μοτέρ αλλά και η τροχοπέδη της ταινίας. Διότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι ο Μπάτμαν δεν σκοτώνει και δεν πεθαίνει ποτέ. Όπως επίσης γνωρίζουμε από την πρώτη ταινία πως ο εχθρός του στην προκειμένη περίπτωση, ο Τζόκερ, θα προκαλέσει το χάος και την αναρχία και θα πατήσει τα κουμπιά του Γουέιν, απειλώντας τους αγαπημένους του ανθρώπους.

Ενώ το Batman Beginsεξερεύνησε την άνοδο της αμείλικτης τάξης επιχειρηματιών στο Gotham, ο Σκοτεινός Ιππότης τη θεωρεί δεδομένη και εγκλωβίζεται στο παιχνίδι του χαμογελαστού μπαλαντέρ και στη μεταμόρφωση του φερέλπιδος εισαγγελέα σε διπρόσωπο κακό (αυτόν που είχε παίξει παλιότερα ο Τόμι Λι Τζόουνς). Και ενώ η συνέχεια του Spidermanέδωσε λαβή, μαζί με την επιτυχημένη πρώτη του απόπειρα, στον Σαμ Ράιμι να ξεσκονίσει το γλωσσάρι της μεταμόρφωσης ενός ντροπαλού και αδύναμου εφήβου σε έναν οργισμένο υπερήρωα με απωθημένα και πολλαπλές βουτιές στο σκοτεινό κενό, ο Batmanτου Νόλαν παραμένει αδιάφορος, ψυχρός, μονοκόμματος, απαρασάλευτος στις διαδρομές και στις δυνατότητές του. Η πλοκή είναι πυκνή αλλά το περιεχόμενο αμφίβολο. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη μονόπλευρη διάσταση ενός μπουρλοτιέρη Τζόκερ σε αντίθεση με τον εισαγγελέα που υποκύπτει στο μεγαλοϊδεατισμό που τον διέκρινε από την αρχή. Ο Batman είναι αχνός καταλύτης για τη σπίθα αυτή και απλώς βρίσκεται ανάμεσα τους τις περισσότερες φορές.

Μεγάλη φήμη συνοδεύει την τελευταία ερμηνεία του Χιθ Λέτζερ, αλλά μετά από τις πρώτες σκηνές, το χαμόγελο όντως παγώνει και οι φοβέρες του δεν ακούγονται και τόσο φοβερές. Ο Λέτζερ αυτοσχεδιάζει με ατακαδόρικη ειρωνεία, όπως το διάσημο δάνειο «You Complete me» από τον Τζέρι Μαγκουάιρ, και κλείνει με κανονική ειρωνεία όταν λέει στον Μπάτμαν «Εμείς οι δυο θα μπορούσαμε να παίζουμε για πάντα αυτό το παιχνίδι». Η γενικότερη παρουσία του ωστόσο κλωτσάει, χωρίς να φταίει ο ίδιος - η κυριολεξία της ταινίας δεν αφήνει περιθώρια για διπλά νοήματα και αναθήματα για να ευαρεστηθεί κάποιος χαιρέκακος, κρυφός δαίμονας του χάους και της αναρχίας.

Όπως προανέφερα, ο ζόφος είναι νεκρικός και σχεδόν ισοπεδωτικός. Αφομοιώνει τον Μάικλ Κέιν και τον Μόργκαν Φρίμαν σαν να είναι αόρατοι. Ο Έκχαρτ, ένας καλιμπραρισμένος ηθοποιός που χρησιμοποιεί την Ρεντφορντ-ική του αύρα για πονηρούς σκοπούς, όπως είδαμε και στο Thank you for Smoking, στο ρόλο του εισαγγελέα Χάρβεϊ Ντεντ είναι πιο ανθρώπινος και εναρμονισμένος με το αχρονικό και ουδέτερο πνεύμα του Gotham. Αδέκαστος αλλά αρκετά βασανισμένος, φορέας της τυχαιότητας μιας ισόβιας επιλογής, ο «διπρόφιλος» στον οποίο τα δυο πρόσωπα είναι καθαρά θέμα (οπτικής και νοητικής) γωνίας. Για να δούμε μέχρι την επόμενη συνέχεια!