Βουτηγμένο στην κορεσμένη, εκτυφλωτική σήψη του Μεσολογγίου, το Θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο εμβληματικό Zoo Palast του πάλαι ποτέ Δυτικού Βερολίνου. Αστυνομικό δράμα στο ξεκίνημα και στο φινάλε του, περικλείει το πορτρέτο μιας δυναμικής, ασυμβίβαστης, ασταθούς, αθυρόστομης, εκτροχιασμένης από αλκοόλ και ουσίες αστυνομικού, της Ελισάβετ, η οποία διαμένει με τον έφηβο γιο της στην πρωτεύουσα του αυγοτάραχου.

 

Δέκα χρόνια νωρίτερα είχε δεχτεί μια αυθαίρετη, δυσμενή μετάθεση από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία όπου υπηρετούσε και πλέον καταριέται την ώρα και τη στιγμή, και μαζί όποιον βρεθεί μπροστά της, σε έναν τόπο που δεν τη χωράει και, φυσικά, δεν τη χωνεύει. Ο θίασος που την περιβάλλει χτυπάει τα τύμπανα ενός ψυχεδελικού δράματος: οι συνάδελφοί της την τρέμουν και την υφίστανται οριακά, ο παντρεμένος γιατρός διατηρεί περιστασιακή σχέση μαζί της, ο αντιεισαγγελέας φαίνεται από την αρχή πως κρύβει πολλά πίσω από τη βιτρίνα του αξιοπρεπούς, μάτσο παράγοντα.

 

Μυστικά εμπλέκουν τον μοναχικό και αμίλητο αγρότη αδελφό του, μια μπαργούμαν με την απογοήτευση στην άκρη των ματιών της και, κυρίως, έναν επιδειξιομανή, φαντασμένο λαϊκό σταρ και διακινητή πάσης φύσεως ναρκωτικών και την αδελφή του, τη Ρίτα, μια πικραμένη γυναίκα που δουλεύει στην επεξεργασία των χελιών και καθαρίζει στο ρεπό της. Η Ελισάβετ και η Ρίτα ονειρεύονται βιβλικά και υποφέρουν από διαφορετικό σημείο εκκίνησης και συναντιούνται δυναμικά, υπερβατικά και λυτρωτικά σε ένα ιδιόμορφο θρίλερ. Οι φαντασίες τους σκάνε σαν υπέρλαμπρο, παζολινικό εκκλησίασμα στο καθημερινό ανάθεμα της ράθυμης επαρχιακής πόλης που βαλτώνει κάτω από το βάρος της ιστορίας και της παθογένειάς της.

 

Ο Σύλλας Τζουμέρκας μετατρέπει το γραφικό σε graphic, ανασύρει από την κόλαση δύο ασυνήθιστους για την ελληνική κινηματογραφία γυναικείους χαρακτήρες, με δυνατές, θαρραλέες ερμηνείες από την Αγγελική Παπούλια και τη Γιούλα Μπούνταλη, αναδεύει με συνεχή ένταση το πολυεπίπεδο υλικό του, συνθέτει έναν δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στη φύση και το θείο, αφήνει κάποια αναμμένα φιτίλια και φτιάχνει συνολικά την καλύτερη ταινία του, έντονη όπως και οι προηγούμενες, αλλά πιο στιλπνή και ελεγχόμενη στα πάθη της.