Τα έργα και οι ημέρες ενός πρωτοπόρου, αλλά αμφιλεγόμενου διασκεδαστή στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα, του Φίνεας Μπάρνουμ, μετατρέπονται σε ένα φαντασμαγορικό θέαμα που λόγω εορταστικής περιόδου φροντίζει να πετάξει στην άκρη ό,τι ρέπει προς το αμφιλεγόμενο και να κρατήσει τη θετική πλευρά της εικόνας του.

 

Ο άνθρωπος που ονειρεύτηκε πρωτίστως να αλλάξει κοινωνική τάξη και για να το κάνει παρουσίασε το ψέμα ως αλήθεια και μετέτρεψε απόκληρους της πόλης του σε θέαμα (άρα στα χέρια ικανότερου σκηνοθέτη θα αποτελούσε «χρυσό» υλικό για πολιτικές προεκτάσεις) έχει το μόνιμο χαμόγελο της επιτυχίας του Χιου Τζάκμαν, που φροντίζει να δείξει τις ικανότητές του στο μιούζικαλ, μοιάζοντας αεικίνητος, όπως όσοι σχεδόν τον συνοδεύουν.

 

Σκηνοθετημένο από τον Μάικλ Γκρέισι, που έχει θητεία ως τώρα κυρίως στη διαφήμιση, το φιλμ μοιάζει ακριβώς σαν διαφήμιση της ταινίας που δεν βλέπουμε ποτέ, ένα διαρκές best of πλημμυρισμένο από φαντεζί χορογραφίες και σύγχρονα ποπ ακούσματα, ερμηνευμένα κυρίως από τα «φρικιά» του Μπάρνουμ, που λειτουργούν ως μανιφέστο για την αυτοεκτίμηση, αλλά η εξαντλητική επανάληψή τους τα οδηγεί στην αυτοπαρωδία. Ο Τζάκμαν, η Γουίλιαμς, ο Έφρον και ο υπόλοιπος θίασος λειτουργούν ως μικρά πιόνια ενός θορυβώδους show, με τους χαρακτήρες τους γραμμένους στο πόδι, ώστε να αφαιρείται οποιοδήποτε σοβαρό δραματουργικό στοιχείο για χάρη της βιτρίνας που μοιάζει με μια δίωρη ενιαία σκηνή, η οποία δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα.

 

Η όλη παραγωγή γλυκοκοιτάζει τις δουλειές του Λούρμαν και την πιο προφανή εξ αυτών, το «Moulin Rouge», όμως ούτε τα τραγούδια του δημιουργικού διδύμου του «La La Land» έχουν το αντίστοιχο βάρος ούτε η καλογυαλισμένη ιστορία μπορεί να πιάσει τα συναισθήματα που εκείνο προκαλούσε.