«Για μια στιγμή ανησύχησα» είπε ανακουφισμένος ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στο πόντιουμ, όταν ανέβηκε τρέχοντας για να παραλάβει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το πρώτο μέρος του Νονού. Ο λόγος ήταν η ποσοτική επικράτηση στα βραβεία, 8 τον αριθμό, του Καμπαρέ του Μπομπ Φόσι, ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε κερδίσει το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, ανατρέποντας τα προγνωστικά.

 

Χωρίς κανείς να θέλει να μειώσει την αξία μιας πραγματικά μεγάλης ταινίας όπως το Καμπαρέ, με την επαναστατική απεικόνιση των μουσικοχορευτικών τμημάτων (ο προπάτορας του σύγχρονου βιντεοκλίπ) και τη συμπαγή απόδοση του μεσοπολεμικού Βερολίνου σε μια «θεία παρακμή», συναρπαστική και πρωτότυπη, ο Κόπολα είχε απόλυτο δίκιο, προφητεύοντας, με κάποια δόση έπαρσης, πως ο Νονός δεν θα μπορούσε να μην ανακηρυχθεί και επίσημα από την κινηματογραφική βιομηχανία που τον γέννησε το κορυφαίο φιλμ του 1972, καθώς ο χρόνος τον έχει κατατάξει σε μία από τις κορυφαίες δημιουργίες όλων των εποχών.

 

Κι αν ακόμη οι λίστες πάνε κι έρχονται, σβήνονται και ξαναγράφονται, ο Νονός παραμένει ένα απαράμιλλο έπος για τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, το έγκλημα και τις ρίζες του, την οικογένεια και τη θυσία, το συλλογικό συμφέρον και την ατομική επιθυμία, το όνειδος της καταδίωξης του μεγάλου ονείρου. Μαζί με τον Πολίτη Κέιν, ένα από τα πιο «παρακολουθήσιμα» αριστουργήματα του σινεμά – για να είμαστε και ειλικρινείς...