Η Τζούλιαν Μουρ υποδύεται μια διακεκριμένη γλωσσολόγο που προσβάλλεται στα 50 της από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και χάνει πολύ γρήγορα τη μνήμη, τις νοητικές δυνατότητες και την ικανότητα της επεξεργασίας και έκφρασης του λόγου, που αποτέλεσε το πεδίο που λάτρεψε και στο οποίο αφιέρωσε τη ζωή της και αρίστευσε ως καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέας. Το θάρρος με το οποίο αντιμετωπίζει την ασθένεια μια διανοούμενη, το κουράγιο να εκτεθεί στην οικογένειά της, ο πόνος της σοβαρής πιθανότητας κληρονομικής μετάδοσης της σπάνιας παραλλαγής του Αλτσχάϊμερ που έχει σε ένα από τα τρία παιδιά της, η ντροπή της επικοινωνίας μιας άλλοτε κραταιάς γυναίκας στον έξω κόσμο, η απώλεια της αξιοπρέπειας, ο σταδιακός εγκλεισμός της σε ένα καβούκι μοναξιάς και παραίσθησης, το άδειασμα της εξυπνάδας και της ζωτικότητας από το πρόσωπό της, αποτυπώνονται με υπέρτατη δεξιοτεχνία και αυθεντική πειστικότητα από τη Μουρ. Μετά από τέσσερις άσφαιρες υποψηφιότητες για Όσκαρ, αυτή είναι η χρονιά της: εκτός από το Still Alice (σπουδαίος τίτλος, αφού σημαίνει πως η Alice έχει ακινητοποιηθεί, αλλά παραμένει ακόμη η ίδια), η Τζουλιάν Μουρ απέσπασε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών για το Maps to the Stars, έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στο Hunger Games αλλά και την κακιά μάγισσα στον Έβδομο Γιο, δύο ταινίες που την έφεραν κοντά σε ένα νεανικό κοινό που προφανώς δεν την έχει δει, ούτε στις ταινίες του Πολ Τόμας Άντερσον ούτε σε αυτές του Τοντ Χέινς. Η Alice της είναι μαεστρική και συγκινητική. Η ταινία δεν ξεπερνά τα στεγανά του ευαίσθητου κοινωνικού δράματος και σίγουρα δεν είναι καλύτερη από το Away from her, με την Τζούλι Κρίστι πάλι σε ρόλο ασθενούς με Αλτσχάϊμερ (υποψήφια κι εκείνη για Όσκαρ). Όλο το καστ, από τον Άλεκ Μπάλντουιν στον ρόλο του συζύγου, μέχρι την Κρίστεν Στιούαρτ, που παίζει την κόρη που τη συμπονά περισσότερο, δρα υποστηρικτικά προς τη Μουρ και η φράση της «θα προτιμούσα να είχα καρκίνο» δίνει έμφαση στον σκοπό του φιλμ, δηλαδή να φωτίσει μια νόσο που δεν ηρωοποιεί τον άρρωστο με τα εμφανή σημάδια της σωματικής παρακμής, αλλά φθάνει στο σημείο να τον γελοιοποιεί στα μάτια των φίλων και συγγενών που δεν αναγνωρίζουν το πρόσωπο που πλέον δεν τους αναγνωρίζει.