Βασισμένη στα απομνημόνευματα του Κόλιν Κλαρκ, βοηθού σκηνοθέτη στην προβληματική παραγωγή Ο πρίγκηψ και η χορεύτρια, η ταινία επιχειρεί να προβάλει τον εύθραυστο μαγνητισμό της μεγαλύτερης σταρ εκείνης της εποχής, όπως τον βίωσε πλατωνικά ένας νέος άνδρας ανάμεσα στον μεγαλύτερο σαιξπηρικό ηθοποιό, έναν σύζυγο-θεατρικό συγγραφέα, παρατρεχάμενους, κόλακες και σπιούνους, και μαζί το κοινό για το οποίο η Μέριλιν φορούσε το γνωστό της πρόσωπο για να διατηρήσει την περσόνα της σέξι ενζενί. Στην ουσία, η όμορφη γυναίκα με τον καταρρέοντα ψυχισμό δεν είχε ιδέα από πραγματική υποκριτική, όσο κι αν κάποιοι της υπενθύμιζαν, για να την τονώσουν και να την ενθαρρύνουν, πως η σχέση με την κάμερα ήταν ενστικτώδης και μοναδική. Καθυστερώντας δραματικά τα γυρίσματα κι αδυνατώντας να καταλάβει τι ακριβώς της ζητούσε ο Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος σνόμπαρε την περίφημη Μέθοδο που της ψιθύριζε στο αυτί σαν mantra η δασκάλα της, Πόλα Στράσμπεργκ, η Μονρό βυθιζόταν σε μια λίμνη από χάπια και αλκοόλ, αναζητώντας μια αυθεντική φιλία στα έκθαμβα μάτια του Κόλιν Κλαρκ. Θαυμαστής και τελείως άπειρος, ο Κλαρκ αγνόησε τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις αυτών που τη γνώριζαν και που του έλεγαν πως θα του ραγίσει την καρδιά και θα τον πετάξει σαν στυμμένη λεμονόκουπα - πράγμα που συνήθιζε να κάνει με τους άνδρες που γοήτευε προσωρινά. Αυτό περίπου έγινε, αλλά μ’ έναν τρόπο μαγικό, που ο Κλαρκ προτιμά να σχηματίσει σαν αχλύ ανάμνησης και ο Σάιμον Κέρτις επιλέγει να υπηρετήσει στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Κατώτερη σε πολυπλοκότητα και βάθος, αλλά εξίσου ψυχαγωγική με την παρόμοια (χρονικά εντοπισμένη κι αυτή) κινηματογραφική βιογραφία Βασίλισσα, το Επτά μέρες με τη Μέριλιν κινείται με καταγεγραμμένα γεγονότα, την προσωπική τους ερμηνεία αλλά κυρίως με τη ματιά πάνω στη σχέση δυο εντελώς αντίθετων ηθοποιών, της Μονρό και του Ολίβιε, αφήνοντας τη Μισέλ Γουίλιαμς να δοκιμάσει να συλλάβει το πνεύμα ενός πολύ σέξι θηλυκού που συμπεριφερόταν σαν κακομαθημένο παιδί. Και τα καταφέρνει η Αμερικανίδα ηθοποιός, χωρίς να ποζάρει φωτογραφικά, σ’ έναν ρόλο επικίνδυνο σε βαθμό ισόβιου ρεζιλέματος. Όταν χάνεται στις σκέψεις της, το βλέμμα της μεταφέρει μια σκοτεινιά που παρακαλάει για συμπάθεια και κατανόηση, όπως συνέβαινε με τη Μέριλιν. Το μεγάλο ατού της Μονρό ήταν η ικανότητά της να ζωντανεύει στην οθόνη και να μονοπωλεί το βλέμμα του θεατή. Ως κι αυτό το έπιασε, σαν να βρήκε ένα μεταφυσικό κανάλι, αποδεικνύοντας πως η δυνατότητά της να δημιουργεί κάτι από το λίγο σε ταινίες όπως το Blue Valentine και το ωραιότατο Meek’s Cutoff, που δυστυχώς δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, δεν ήταν τυχαία. Και ο Κένεθ Μπράνα, που τόσα χρόνια ακολουθούσε κατά πόδας τις επιλογές του Ολίβιε, σαν να ήταν το εξουσιοδοτημένο του φάντασμα, εδώ αναμετριέται με τον μέντορα και τον κοιτάζει στα ίσια - τόσο πολύ, που σε μια αναπαράσταση σκηνής από την ταινία είναι ανατριχιαστικά ίδιος. Η μεγάλη του στιγμή είναι στον καθρέφτη, σ’ ένα soliloquy εξαιρετικά δύσκολο που παραπέμπει στον Σαίξπηρ, τον Ολίβιε και τον ίδιο. Είναι μακράν ο καλύτερος δεύτερος ρόλος της χρονιάς. Όσο για τη Γουίλιαμς, υπάρχει και η Μέριλ Στριπ ως Θάτσερ, στην άλλη αναμενόμενη φετινή βιογραφία.