Ο Φίλιπ Ντικ χρησιμοποιεί συνήθως παράλληλους κόσμους και ομοιότητες (simulacra) στις ιστορίες του. Τις έχουμε απολαύσει κατά καιρούς και στο σινεμά, με πρώτο και καλύτερο το Blade Runner, αλλά και το Minority Report και το A scanner darkly. Από τους Ρυθμιστές λείπουν οι σωσίες, αλλά το παράλληλο σύμπαν είναι κυρίαρχο, ένα οργουελικό υποκατάστατο της θρησκείας, με γραφειοκρατική δομή, αυστηρή οργάνωση, νόμους και κανόνες, και γι' αυτό με παράθυρα, ένας «Μεγάλος Αδελφός» που βασιλεύει. Η βασική χαραμάδα στο κυβερνών σύστημα είναι η διαβρωτική σύγχυση της συνείδησης με το συναίσθημα, κάτι που εκφράζεται με την ελεύθερη βούληση στην οποία τόσο επιμένει ο Ντέιβιντ (πολιτικός στην ταινία, ενώ στη νουβέλα του Ντικ είναι ασφαλιστής).

Προερχόμενος από μια τραυματισμένη κοινωνία, μετά από πολέμους και Κραχ, έγραψε σε μια περίοδο που θα μπορούσε να είναι σημερινή, καθώς η αστάθεια και οι μόνιμες απειλές τροφοδοτούν τη φαντασία ενός συγγραφέα όσο και τις ανησυχίες ενός σκεπτόμενου πολίτη. Θεός γι' αυτόν είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε ένα νομοτελειακό σχέδιο, φαινομενικά κλειδωμένο, ωστόσο διαβλητό, καθώς η τύχη, το άλλο άκρο, είναι το spoiler της λογικής. Το έργο, παρά τις αφέλειες λόγω της ελλιπούς δικαιολόγησης των κινήτρων και της αφηρημένης Αρχής (πρέπει να είναι και λίγο ασαφές για να ενισχύει το μυστήριο και μια μεταφυσική συνωμοσιολογία αλλά και να παραπέμπει στα '50s), δουλεύει στην αφηγηματική του μηχανική, γιατί λειτουργεί σαν ζυμάρι για να αποφασίσει, με την ελεύθερη βούλησή του ο σκηνοθέτης, σε ποιον δρόμο να βαδίσει.

Χωρίς να προσβάλει ή να ακυρώσει τις παραμέτρους του Ντικ, ο σεναριογράφος του Bourne Identity, που γνωρίζει τι σημαίνει να σε κυνηγούν στο σινεμά και εδώ προάγεται σε σκηνοθέτη, επιλέγει το ρομαντικό δράμα, ή, αν θέλετε, το ερωτικό μελό, για να συνταιριάξει ένα ζευγάρι που έμελλε να είναι μαζί αλλά οι «Από Πάνω» είχαν διαφορετική γνώμη για το σενάριο της ζωής τους. Με λίγα λόγια, κρατάει το συναίσθημα για να τονίσει πως μέσα από αυτό ο Ντέιβιντ, ένα άτυχο αγόρι που έχασε νωρίς την οικογένειά του αλλά έχει αρετές και επικοινωνιακά χαρίσματα, θα βρει την ταυτότητά του στην προσωπική ευτυχία και όχι στα ανταποδοτικά οφέλη της πολιτικής.

Οι Ρυθμιστές δεν είναι κακοί τύποι και αυτό διαφοροποιεί την ιστορία από τον σωρό όπου τα εξωγήινα ή μη «όντα» που παρεμβαίνουν στο πεπρωμένο ενεργούν με πονηρό και μηδενιστικό σκοπό. Εδώ το κάνουν, ή τουλάχιστον το επιχειρούν, επειδή οι άνθρωποι τα σκάτωσαν τόσο πολλές φορές που δεν έχουν περιθώρια να αυτοκαταστραφούν. Επομένως, η αληθινή αγάπη είναι το φάρμακο, το τελικό σύνορο της δοκιμασίας. Πάντα συμβαίνει κάτι παρόμοιο στις σκληρές και άραχλες αλληγορίες του Ντικ, αλλά εδώ ο τόνος είναι επικεντρωμένος στο love story. Και θα κατέληγε σε μια γελοιότητα, αν δεν έσωναν το ανθρώπινο είδος και την ταινία δυο ταιριαστοί και αναμφισβήτητα καλοί ηθοποιοί, ο Ματ Ντέιμον και η Έμιλι Μπλαντ, που πιστεύουν στους ρόλους και μας κάνουν να τους πιστεύουμε κι εμείς. Οι φανατικοί του Ντικ και του Do androids dream of electris sheep ή του Total Recall μπορεί να κλοτσήσουν από την έλλειψη post apocalyptic κυνισμού, αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβαστεί αυτός ο συγγραφέας και οι Ρυθμιστές του Νόλφι προσφέρουν ένα εναλλακτικό σύμπαν, μέσα στο matrix της επιστημονικής φαντασίας.