Διερευνώντας τους λόγους της αρρώστιας του, ο Θείος Μπούνμι κατευθύνεται στη ζούγκλα μαζί με την οικογένειά του, έχοντας ως προορισμό μια μυστηριώδη σπηλιά στην οποία πιστεύει ότι γεννήθηκε και πέρασε τις προηγούμενες ζωές του. Kάπου εκεί υπάρχει και η περίφημη πλέον σκηνή όπου ένα χρυσόψαρο φέρνει σε οργασμό μια πριγκίπισσα. Και είναι ενδεικτική της ταινίας του Ταϊλανδού που έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα από το πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, καθώς για να φτάσει ως εκεί διασχίζει με δικό του τρόπο τους θρύλους, τις δοξασίες, τα τοπικά παραμύθια της βορειοανατολικής Ταϊλάνδης και της αφηγήσεις ανθρώπων που μπλέκουν ανεξίτηλα τον ρεαλισμό με το μεταφυσικό, εισάγοντας επίσης αυτοβιογραφικά στοιχεία - ο πατέρας του είχε πεθάνει από νεφρική ανεπάρκεια και όλος ο νοσοκομειακός εξοπλισμός στο κρεβάτι του είναι μια μίμηση του πραγματικού .

Ο Βερεσεθάκουλ έχει την ικανότητα να λέει τα πιο απίθανα πράγματα με υπνωτική ηρεμία και μια νοσταλγική αχλύ που απορροφά τον θεατή, με την προϋπόθεση αυτός να αφεθεί στο παράδοξο, σχεδόν παράλογο των ιστοριών. Ενώ κρατάει τους ρυθμούς και τις καταστάσεις (όπως την αρρώστια του Μπούνμι) σε ένα ανθρώπινο (φυσικό περισσότερο) τέμπο, τις διανθίζει με ξαφνικές εμφανίσεις άκακων φαντασμάτων και τις τέμνει με τον ανιμισμό και το φανταστικό, δημιουργώντας ένα αφαιρετικό, εναλλακτικό σύμπαν και αφήνοντας τη φαντασία του θεατή να κινηθεί αυτοβούλως. Είναι σαν να βλέπουμε μια βιβλική παραγωγή, όπου ο Μωϋσής μεριάζει τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας ή παραλαμβάνει τις Εντολές από το χέρι του Θεού ακούγοντας τη φωνή του, χωρίς όμως τα εφέ και τη συνεπαγόμενη υπερβολή.

Σίγουρα η αφηγηματική ροή της ταινίας δεν υπακούει τους δυτικούς κανόνες, γι' αυτό και μπορεί να ξενίσει. Οι σιωπηλές σκηνές υπερτερούν των διαλόγων. Η εξωτική αλλά όχι φολκλορική υποβλητικότητα του Θείου Μπούνμι στέκει ψηλά ως ένα πρωτότυπο δημιούργημα που αποτελεί την επιτομή της μέχρι τώρα πορείας του Βερεσεθάκουλ, με αυτό το μοναδικό φιλμικό μπέρδεμα μετεμψύχωσης και παραμυθιού. Η ορολογία της ταινίας τού ανήκει ολοκληρωτικά και μέσω αυτής απευθύνει μια πρόσκληση για ένα ταξίδι σε έναν αόρατο κόσμο, διαθέτοντας το ταλέντο να χειριστεί τα κλειδιά για την περιοχή εκείνη όπου οι ψυχές πετάνε ανάμεσά μας. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια, η αίσθηση παραμένει ατόφια.