Ο Χάρβεϊ (Ντάστιν Χόφμαν) ζει στη Νέα Υόρκη και εργάζεται ως συνθέτης μουσικής για διαφημιστικά στην τηλεόραση. Απειλείται όμως με απόλυση από το αφεντικό του (Ρίτσαρντ Σιφ), ο οποίος του δίνει μια τελευταία ευκαιρία για να τα καταφέρει εντός ορισμένης προθεσμίας. Μετά από αυτό, ο Χάρβεϊ ταξιδεύει στο Λονδίνο το Σαββατοκύριακο για να παραστεί στο γάμο της κόρης του (Λιάν Μπάλαμπαν), αλλά υπόσχεται να γυρίσει Δευτέρα πρωί για μια σημαντική συνάντηση. Φτάνοντας στο Λονδίνο, διαπιστώνει ότι η κόρη του επέλεξε τον πατριό της (Τζέιμς Μπρόλιν) ως το άτομο που θα τη συνοδέψει στην εκκλησία. Προσπαθεί να κρύψει την απογοήτευσή του και φεύγει για το αεροδρόμιο πριν από τη δεξίωση του γάμου. Χάνει όμως την πτήση του και ταυτόχρονα τη δουλειά του. Απελπισμένος, πλέον, καταλήγει στο μπαρ του αεροδρομίου, όπου συναντά την Κέιτ (Έμα Τόμπσον), μια 40χρονη υπάλληλο της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που είχε χαιρετήσει τυχαία, ενώ αποβιβαζόταν, και η οποία δεν έχει ελεύθερο χρόνο παρά για τα ατελείωτα τηλεφωνήματα που δέχεται από την μητέρα της (Αϊλίν Άτκινς).

 

Η Τόμπσον παίζει μια σβησμένη γυναίκα, που έχει πάρει απόφαση πως δεν είναι γραφτό της να κάνει οικογένεια. Αυτό δεν την εμποδίζει να εκδηλώνει τα στοιχεία του χαρακτήρα της που την κάνουν συμπαθή. Οι προσπάθειες των φίλων της να της κάνουν προξενιό και κυρίως η πίεση που δέχεται από τη μοναχική, σχεδόν φοβική μητέρα της τής προκαλούν θλίψη και ματαιώνουν το ελεύθερο πνεύμα της. Πρέπει να θυμηθεί ποια είναι πραγματικά - μια γυναίκα που μέσα της δεν θέλει να εξαρτάται και να μπορεί να επιλέξει, να ερωτευθεί, να ζήσει. Ο Ντάστιν Χόφμαν, από την άλλη, διακατέχεται από το ολοένα αυξανόμενα άγχος του αποτυχημένου - τζαζίστα, πατέρα, οικογενειάρχη. Το αφεντικό του τον απορρίπτει ως ξεπερασμένο, η κόρη του ως απόντα, η πρώην γυναίκα του ως κακό σύζυγο. Αναρωτιέται αν ήρθε η στιγμή να πληρώσει τον εγωισμό του, και αν αυτή η ώρα φέρνει μπροστά του, σαν τα φαντάσματα του Σκρουτζ, όλο το παρελθόν του σε μια κρίσιμη ευκαιρία ευτυχίας.

 

Η συνάντηση των δύο μεσήλικων είναι ένα μικρό θαύμα στην πλημμύρα του γρήγορου και προσχεδιασμένου χρόνου που υπαγορεύουν οι συνταγές της σύγχρονης ρομαντικής κομεντί. Οι πρωταγωνιστές δεν είναι όμορφοι, δεν είναι νέοι, δεν είναι επιτυχημένοι ή ισχυροί στον εργασιακό τους χώρο, άρα δεν μοιάζουν με τον Τζακ Νίκολσον και τη Νταϊάν Κίτον, τους δυο σταρ που με κάποιες από τις πρόσφατες ταινίες τους, χρύσωσαν με γοητεία και περισσευούμενο μπρίο ένα είδος που δημογραφικά σύντομα βρίσκει κοινό στις αίθουσες. Τα κουσούρια τους αναζητούν συμπλήρωμα: ο Χόφμαν είναι ένας αισιόδοξος άνδρας παρά τις απανωτές κατραπακιές, κατά βάθος ερωτιάρης, που ψάχνει τη μαγεία της στιγμής σαν ένα μουσικό που ενθουσιάζεται με ένα τζαμάρισμα όταν βρίσκει τον κατάλληλο παρτενέρ ή τη μεστή μελωδία στη μέση του πουθενά. Και η Τόμπσον θέλει σπρώξιμο, πολύ σπρώξιμο. Έχει συνηθίσει, μετά από χρόνια μοναχικής περιήγησης στον κόσμο των (άλλων) τυχερών, να είναι η καλή φίλη, η γυναίκα που θα ενθαρρύνει και θα παρηγορήσει - απλά κουράστηκε να μη βρίσκει και κάποιον να δει μέσα στην ψυχή της.

 

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται τετριμμένα, αλλά οι δυο ηθοποιοί, χωρίς να προδώσουν το ύφος με το οποίο τους έχουμε συνηθίσει, στις πάνω και στις κάτω στιγμές της πλούσιας καριέρας τους, σηκώνουν από τα πατώματα μια βραδυφλεγή ιστορία αγάπης και εμπιστοσύνης. Ευτυχώς, δεν την απογειώνουν, γιατί αν το έκαναν, θα έπαιζαν σε άλλη ταινία - και για να λέμε του στραβού το δίκιο, κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να γράψει ένα σενάριο με ένα ψώνιο 70άρη και μια τρελοπενηντάρα στις μέρες μας. Ανόμοιοι όσο δεν πάει, ο Αμερικανός Χόφμαν με τις σταμπιλαρισμένες μούτες και η Βρετανίδα Τόμπσον, με τη ζωγραφισμένη αμφιβολία στο πρόσωπό της, χορεύουν υπέροχα. Μου άρεσε όπως κοιτάζονταν, όπως δεν μιλούσαν, όπως φλέρταραν διαφορετικά, όπως παραδέχονταν σταδιακά τις αδυναμίες τους και συμφώνησαν στην επιθυμία (και όχι την ανάγκη τους) να είναι μαζί, ανατρέποντας τις αρνητικές πιθανότητες. Διαθέτουν αυξημένο E.Q. και αυθεντικό πόνο, που δεν πηγάζει από μια αποκαρδιωτική φιλοσοφία για τη ζωή αλλά από την ωριμότητα της αποτυχίας. Η Τελευταία Ευκαιρία σκηνοθετήθηκε με σιγουριά και ρευστότητα από τον Τζόελ Χόπκινς πάνω σε ένα υλικό που σαφώς δεν επινοεί κάτι καινούργιο και υπηρετείται με πίστη και σοφία από δυο ηθοποιούς που γνωρίζουν πώς να αναμείξουν τη λογική με την ευαισθησία.