Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το Έγκλημα και Τιμωρία αφού καταδικάστηκε σε φυλάκιση και κατανόησε εκ των έσω πόσο αποτυχημένη είναι η αναμόρφωση του έγκλειστου και η επανένταξή του στις κοινωνικές νόρμες. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Ρασκόλνικοφ, όντας το απόσταγμα της ανθρωπιστικής ματιάς του συγγραφέα στον ψυχισμό του παράνομου, είναι σίγουρος για τον εαυτό του, και απαντάει στον ανακριτή του Πορφύρη Πέτροβιτς πως ακολουθεί την κλίση του όταν συμπεριφέρεται εγκληματικά, γκρεμίζοντας και δημιουργώντας καινούργιο λόγο. Ο Μπρεσόν γράφει και σκηνοθετεί το πορτρέτο του δικού του Ρασκόλνικοφ ως πορτοφολά με το όνομα Μισέλ, κυνηγημένου και απόμακρου - η γειτόνισσα και εν δυνάμει αγαπημένη του Ζαν παρατηρεί πως ζει σε έναν κόσμο που δεν είναι πραγματικός. Οι σκηνές στο δρόμο και στα τρένα είναι μοναδικές τεχνικά, με τον Μπρεσόν να ενορχηστρώνει σαν επιτήδειος παραβάτης την τελειοποίηση της τεχνικής του pickpocketing από τον Μισέλ και τους συνεργάτες του. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον προκύπτει από το μεταφορικό και κυριολεκτικό εγκλεισμό του Μισέλ: κυκλοφορεί σε δωμάτια, χαμένος στις σκέψεις που ακούμε, στα κλεφτά του βλέμματα και τη χαμηλή του θωριά, στις επιστολές που ενισχύουν τα διλήμματά του, για να καταλήξει στη φυλακή της απελευθέρωση και της συνειδητοποίησης της πορείας του, σαν να παραδίδεται στη λύτρωση των βασανιστικών, μύχιων σκέψεών του.

Πιο πολύ από τη δράση ενός πορτοφολά, παρακολουθούμε την προσπάθειά του να βρει νόημα στις πράξεις του και να απαντήσει, μαζί με τον Μπρεσόν, στα ερωτήματα που ο Ρασκόλνικοφ (και ο Ντοστογιέφσκι) έχει ήδη δικαιολογήσει. Σφηνωμένο ανάμεσα στην κλασική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, το νέο υπαρξιακό μυθιστόρημα και το παλιό αμερικάνικο σινεμά, το φιλμ του Μπρεσόν είναι μια μοναδική περίπτωση του νέου γαλλικού κύματος στον κινηματογράφο, που συμπίπτει χρονικά με τα μεγάλα αστέρια του (το Με Κομμένη την Ανάσα και τα 400 Χτυπήματα) αλλά δεν τους κάνει τη χάρη να μοιραστεί το άγχος των Τριφό και Γκοντάρ να θαμπώσουν το νεανικό κοινό εκείνης της περιόδου με το ιλιγγιώδες ταλέντο τους και να σπάσει, με βία και εντυπωσιασμό, τα δεσμά με το ακαδημαϊκό παρελθόν. Υπάρχει μυστήριο, κρυφό πάθος, ανομολόγητο στα όρια του μαζοχισμού στον Πορτοφολά, αμφίσημη ηθική και μια σειρά από πρωτόγνωρες επιλογές από πλευράς του Μπρεσόν, από τον ερασιτέχνη πρωταγωνιστή που φαινομενικά παραπέμπει σε νεορεαλισμό, μέχρι την κλειστή, τεταμένη σκηνοθεσία, που επικεντρώνεται στα φωτισμένα πρόσωπα (όταν τα χέρια δεν χορεύουν σε ανύποπτες τσέπες) και ανατρέπουν σχεδόν θρησκευτικά το σινεμά του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι. Μια πλήρης και αξέχαστη ταινία.