Με εμφανείς επιρροές από διανοητές όπως οι Μισέλ Φουκό, Πιερ Μπουρντιέ και Σιμόν Ντε Μποβουάρ αλλά και πολλές πρωτότυπες όσο και ρηξικέλευθες ιδέες, το έργο του Γάλλου φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Ντιντιέ Εριμπόν προσφέρεται για κριτική σκέψη, εμβάθυνση και πολιτικό αναστοχασμό.
Βρεθήκαμε σε κεντρικό καφέ λίγο πριν από την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» (εκδ. Νήσος), στο Ινστιτούτο Γκαίτε και με τη συνοδεία ζεστής σοκολάτας –«δεν περίμενα ότι τέλος Απριλίου στην Αθήνα θα έκανε περισσότερο κρύο από το Παρίσι!»– ξεκινήσαμε από το coming out του, τον ταξικό χαρακτήρα των ταυτοτικών πολιτικών, την ακροδεξιά μετατόπιση των λαϊκών στρωμάτων και την ανάγκη να ξανατεθεί το ταξικό ζήτημα στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και φτάσαμε να μιλάμε για ένα «κίνημα των ηλικιωμένων» και εναλλακτικούς τρόπους φροντίδας και στήριξης της τρίτης ηλικίας, η οποία στις σύγχρονες κοινωνίες περιθωριοποιείται διαρκώς: «Μιλάμε για ανθρώπους που άλλοι είναι ασθενείς, άλλοι καθηλωμένοι, άλλοι με κατάθλιψη ή άνοια και άρα ανήμποροι να οργανωθούν, να κινητοποιηθούν, να διαδηλώσουν, να συγκροτήσουν ομάδα πίεσης, χρειάζεται επομένως κάποιον να σταθεί στο πλευρό τους, να τους εκπροσωπήσει. Αν μιλώ τώρα δημόσια εκ μέρους της μητέρας μου, είναι επειδή εκείνη δεν μπορούσε πια να το κάνει», καθώς λέει.
— Η «Επιστροφή στη Ρενς» (2009) εστίαζε στη σχέση με τον πατέρα σας, το «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» στη σχέση με τη μητέρα σας, αμφότερα ωστόσο τα βιβλία πραγματεύονται ταυτόχρονα τον προσωπικό σας αγώνα για τη συνειδητοποίηση, την αποδοχή και την πρόσληψη της ομοφυλοφιλίας σας ως βιώματος και πολιτικού επιδίκου.
Ακριβώς. Ζώντας σε μια επαρχιακή πόλη και μεγαλώνοντας σε μια λαϊκή οικογένεια, δεν ήταν, όπως καταλαβαίνεις, εύκολο να «βγω προς τα έξω» ως γκέι, μόνη διέξοδος λοιπόν ήταν να «δραπετεύσω». Το να φύγω στο Παρίσι για σπουδές μετά το λύκειο ήταν ένα πρώτο βήμα για αυτή την ανεξαρτητοποίηση…
Δεν μπορείς να εστιάζεις στα έμφυλα ζητήματα και τις σεξουαλικές ταυτότητες χωρίς να υπολογίζεις τις ταξικές, οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που αφορούν καθέναν και καθεμιά μας· πρόκειται εξάλλου για θέματα αλληλένδετα.
— Σας φαντάζομαι να φεύγετε υπό τους ήχους του «Smalltown Boy» των Bronski Beat…
Α, δεν είχε βγει ακόμα αυτό το τραγούδι αλλά ναι, κάπως έτσι ένιωθα. Ήξερα άλλωστε ότι ούτε ο πατέρας μου, ούτε κανένας άλλος –τα τρία αδέλφια μου, από τα οποία το ένα δεν με αποδέχτηκε ουσιαστικά ποτέ, οι γείτονες, οι φίλοι, οι συμμαθητές, οι γονείς τους, όλοι αυτοί, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις– επρόκειτο να με αποδεχθεί ως ανοικτά ομοφυλόφιλο. Αν παρέμενα στη Ρενς, σίγουρα θα δυστυχούσα, εκτός κι αν αποφάσιζα να ζήσω μια κρυφή ζωή, με το ανάλογο κόστος. Όμως όχι, δεν ήταν σίγουρα αυτό που ονειρευόμουν, ούτε ταίριαζε με τις πεποιθήσεις μου. Δεν λέω βέβαια κάτι πρωτότυπο, χιλιάδες γκέι αγόρια και κορίτσια σε όλο τον κόσμο έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο.

— Είχατε βέβαια, διαβάζω, και στο Παρίσι δυσκολίες αρχικά.
Ναι, δυσκολίες που σχετίζονταν με την καταγωγή, το κοινωνικό υπόβαθρο, τους τρόπους, την προφορά μου που προσπαθούσα επιμελώς να αλλάξω. Όμως το ότι γνώρισα διαφορετικούς ανθρώπους και καταστάσεις, το ότι απέκτησα καινούργια ερεθίσματα και σημεία αναφοράς, συναναστρεφόμενος φοιτητές, καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημοσιογράφους, το ότι καταρχάς μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου ήταν σίγουρα μια απελευθερωτική εμπειρία που με ωρίμασε και με εξέλιξε ως άνθρωπο. Στη Ρενς γύρισα όταν πια πέθανε ο πατέρας μου για να δω τη μητέρα μου και να αναθερμάνω τις σχέσεις μας, να αναμετρηθώ με το παρελθόν που άφησα πίσω αλλά και να προσπαθήσω να περιγράψω μέσα από την προσωπική μου ιστορία τη δομή της γαλλικής κοινωνίας, την ταξική διαστρωμάτωση, τα ήθη, το εκπαιδευτικό της σύστημα, τις πολιτικές και πολιτισμικές της αντιθέσεις.
— Η μητέρα σας γνώριζε ήδη για σας;
Γνώριζε αλλά απέφευγε επιμελώς να αναφέρεται σε «αυτό το θέμα» ή το έκανε περιφραστικά. Με τα χρόνια το πήρε απόφαση ότι είμαι «σαν κι αυτούς» και εξαιτίας αυτού δεν έλεγε κακό λόγο για τους ομοφυλόφιλους, όπως δυστυχώς άρχισε να κάνει με τους ξένους και τους μετανάστες· ποια, αυτή, μια βιομηχανική εργάτρια με καταγωγή κατά ένα μέρος τσιγγάνικη, η οποία νεότερη ψήφιζε σταθερά ΚΚΓ κι ας μην ήταν μέλος του κόμματος, πρωτοστατούσε στις απεργίες που αποφάσιζε το συνδικάτο και δήλωνε φεμινίστρια. Όπως όμως η «Επιστροφή στη Ρενς» δεν ήταν μια απλή αυτοβιογραφική καταγραφή αλλά μια κοινωνικοπολιτική ανάλυση με αφετηρία τα προσωπικά μου βιώματα, έτσι και η «Ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για τη μητέρα μου αλλά για κάθε γυναίκα της εργατικής τάξης. Στην ουσία αμφότερα τα έγραψα ως μια κοινωνικοπολιτική παρέμβαση, μια συμβολή στην προσπάθεια που γίνεται στη Γαλλία και σε άλλες χώρες πια ώστε να επανέλθει το ταξικό ζήτημα στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Χαίρομαι που συμβαίνει αυτό.

— Είναι, θα λέγαμε, το προσωπικό που γίνεται πολιτικό;
Πολύ σωστά. Είναι, αν θέλετε, ο δικός μου τρόπος να εμβαθύνω σε όλη αυτήν τη μεταστροφή που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνει στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ, παντού σχεδόν, με την εργατική τάξη, που ήταν κάποτε προπύργιο της αριστεράς –κάτι αυτονόητο κάποτε ακόμα και για ανθρώπους που δεν είχαν διαβάσει ποτέ Μαρξ–, να στρέφεται όλο και περισσότερο προς τα δεξιά, ψηφίζοντας ανθρώπους και πολιτικές που δεν έχουν καμία σχέση με αυτή, όσο κι αν διατείνονται ότι μιλούν στο όνομά της.
— Πότε ξεκινά αυτή η «μεταστροφή» στην περίπτωση της μητέρας σας;
Αφότου συνταξιοδοτήθηκε, κλείστηκε σπίτι και άρχισε να χάνει την επαφή της με την κοινωνία – η κοινωνικοποίησή της γινόταν πλέον μέσω της τηλεόρασης κι εκεί κυριαρχούσαν μια ειδησεογραφία κι ένας δημόσιος λόγος που παρουσίαζαν μια Γαλλία σε διαρκή κίνδυνο από τους ξένους, τους μετανάστες, τους αλλόθρησκους και όλους όσοι απειλούν την «εθνική ταυτότητα», το μόνο που πίστευε ότι της είχε απομείνει. Άρχισε να ψηφίζει δεξιά, κατέληξε ψηφοφόρος της Μαρίν Λεπέν και του Εθνικού Μετώπου και στις ενστάσεις μου απαντούσε ότι «τουλάχιστον αυτοί νοιάζονται για μας».
— Γιατί όμως η αριστερά δεν πείθει πια αυτόν τον κόσμο;
Μα γιατί νιώθει ότι τον έχει εγκαταλείψει, ότι τον σνομπάρει και αδιαφορεί για τα προβλήματά του, υιοθετώντας πλέον σε μεγάλο βαθμό τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι της εργατικής τάξης, οι άνεργοι, οι μη προνομιούχοι στρέφονται σε άλλους πολιτικούς χώρους, που τους προσεταιρίζονται μιλώντας τους σε μια γλώσσα που, παρότι δεν είναι λαϊκή αλλά λαϊκίστικη, καταφέρνει να τους πείθει ότι είναι η δική τους γλώσσα, η δική τους θυμωμένη φωνή διαμαρτυρίας. Η ακροδεξιά προβάλλει ως ο νέος «αντισυστημισμός» κι αυτό πουλάει όσο η αριστερά δεν βρίσκει απαντήσεις και δεν ανταποκρίνεται στον ιστορικό της ρόλο.
— Τα είχαμε συζητήσει εκτενώς αυτά και με το «πνευματικό παιδί» σας, τον Εντουάρ Λουί, ο οποίος είχε καταλήξει σε ανάλογα συμπεράσματα.
Α, είναι εξαιρετικός ο Εντουάρ κι έχουμε πολλά κοινά βιώματα, ιδέες και θεματικές. Χρειαζόμαστε περισσότερους νέους συγγραφείς με ανάλογη αυτοσυνειδησία, καλλιέργεια, αμεσότητα και οξυδέρκεια.

— Δεν είναι, ωστόσο, μόνο οι μεγάλοι άνθρωποι που συντηρητικοποιούνται και φτάνουν να ψηφίζουν ακροδεξιά, το κάνουν και αρκετοί νεότεροι, που μάλιστα προέρχονται κυρίως από τα λαϊκά στρώματα.
Βεβαίως, και οι λόγοι που το κάνουν δεν διαφέρουν πολύ από των μεγαλύτερων: έλλειψη προοπτικών, εργασιακή και προσωπική ανασφάλεια, αίσθημα κοινωνικού «απόκληρου» και μιλώ βέβαια καταρχάς για τους νεαρούς λευκούς άντρες από τις κατώτερες τάξεις, οι οποίοι νιώθουν ότι τους έχουν όλοι «στη γωνία», ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, οι μετανάστες, ακόμα και οι πρόσφυγες απολαμβάνουν περισσότερα δικαιώματα και ευκαιρίες, ότι ο φεμινισμός ακυρώνει, επιπλέον, τον ίδιο τον ανδρισμό τους όπως τους έχει υπαγορευτεί. Πρόκειται φυσικά για παρανοήσεις, για «μαύρη» προπαγάνδα, δεν είναι όμως λύση να βάλεις αυτόν τον κόσμο αξιωματικά απέναντί σου χαρακτηρίζοντάς τον σκοταδιστή, ρατσιστή, ομοφοβικό, μισογύνη κ.λπ. Πρέπει να προσπαθήσεις να τον πείσεις ότι η αλήθεια είναι διαφορετική και ότι όλα τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων είναι εξίσου σημαντικά και αλληλοσυμπληρούμενα. Τα διέκρινα όλα αυτά πολύ νωρίς, ίσως γι' αυτό μια γερμανική εφημερίδα με χαρακτήρισε «προφήτη της καταστροφής»! Δεν είχα όμως κάποια «θεϊκή» επιφοίτηση, τα βίωσα καταρχάς μέσα στην ίδια την οικογένειά μου πολύ πριν το Εθνικό Μέτωπο φτάσει να διεκδικήσει τη γαλλική προεδρία, στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό στη λαϊκή ψήφο. Όταν είδα την προσφώνηση «εμείς, η εργατική τάξη», «εμείς, η αριστερά» να μεταλλάσσεται σε «εμείς, οι Γάλλοι». Οι οποίοι Γάλλοι «κινδυνεύουν» από τους ξένους που «έχουν πλημμυρίσει τη χώρα» και μας παίρνουν τις δουλειές, τα επιδόματα κ.λπ. με τη συνδρομή μιας «ελιτίστικης» αριστεράς που θέλει ανοικτά σύνορα και «ανθρώπους χωρίς φύλο», όπως διακηρύσσει η ακροδεξιά προπαγάνδα.
— Τα έμφυλα ζητήματα κυριάρχησαν και στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές.
Βέβαια, αναδείχθηκαν από τον Τραμπ σε κεντρικό επίδικο, είδαμε μάλιστα ακόμα και πολλούς νέους, λατινοαμερικανικής καταγωγής Αμερικανούς, μετανάστες δεύτερης γενιάς κυρίως, που παραδοσιακά ψήφιζαν Δημοκρατικούς, να στρέφονται στους Ρεπουμπλικανούς παρά την ξενοφοβική ρητορική τους, έχοντας πειστεί ότι η λεγόμενη woke ατζέντα απειλεί τις παραδοσιακές τους αξίες. Αυτό όμως συνέβη επειδή οι Δημοκρατικοί, όπως και η γαλλική αριστερά αντίστοιχα, αδιαφόρησε, όπως είπαμε, να προσεγγίσει αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορείς να εστιάζεις στα έμφυλα ζητήματα και στις σεξουαλικές ταυτότητες χωρίς να υπολογίζεις τις ταξικές, οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που αφορούν καθέναν και καθεμιά μας· πρόκειται εξάλλου για θέματα αλληλένδετα.
— Κάτι άλλο που ούτε αυτός ο κόσμος αλλά ούτε ένα κομμάτι της αριστεράς έχει, νομίζω, κατανοήσει είναι ότι τα έμφυλα και ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα που κάποιοι θεωρούν «νεοφιλελεύθερες επιταγές» έχουν επίσης ταξικό χαρακτήρα, γιατί αν κάποιοι τα χρειάζονται περισσότερο, είναι τα μη προνομιούχα άτομα.
Χρειάστηκε στο παρελθόν αγώνας και μέσα στην αριστερά για να γίνει κατανοητό ότι πρόκειται για ζωτικά δικαιώματα και όχι για «μικροαστικά αιτήματα». Η ίδια η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν από τον «ορθόδοξο» μαρξισμό συνέπεια της «αστικής διαφθοράς». Κάποιες από εκείνες τις εσφαλμένες αντιλήψεις επανέρχονται κατά καιρούς με άλλες μορφές, γι’ αυτό και πιστεύω ότι οι οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς οφείλουν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο όπου διαφορετικοί αγώνες, ανησυχίες και διεκδικήσεις, από τα εργατικά μέχρι τα τρανς δικαιώματα κι από την πάλη ενάντια στον ρατσισμό μέχρι εκείνη ενάντια στην κλιματική κρίση, να μπορούν να συνομιλήσουν και να δημιουργήσουν συμμαχίες.
«Το βιβλίο μου “Επιστροφή στη Ρενς” δεν ήταν μια απλή αυτοβιογραφική καταγραφή αλλά μια κοινωνικοπολιτική ανάλυση με αφετηρία τα προσωπικά μου βιώματα. Έτσι και το “Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού” δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για τη μητέρα μου αλλά για κάθε γυναίκα της εργατικής τάξης».
— Αυτά που περιγράψατε αφορούν το ένα κομμάτι του τελευταίου σας βιβλίου. Το άλλο εστιάζει στα προβλήματα αλλά και στα politics της τρίτης ηλικίας. Δεν είναι τα γηρατειά και ο θάνατος θέματα ταμπού στις σύγχρονες κοινωνίες;
Δεν είναι ακριβώς ταμπού, περιορίζονται όμως στον χώρο της τέχνης και της συγγραφής. Αλλά ακόμα και τότε τα αντιμετωπίζουμε ως απλοί παρατηρητές, δεν προσπαθούμε καν να ταυτιστούμε με τους ήρωες βιβλίων και ταινιών όπως οι «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ, «Ο βασιλιάς πεθαίνει» του Ιονέσκο, το «Straight Story» του Ντέιβιντ Λιντς, το «Η μητέρα μου» του Νάνι Μορέτι, το «Amour» του Μάικλ Χάνεκε, η «Misericórdia» της Lídia Jorge. Όσο κι αν επαινούμε τέτοια έργα, βλέπετε, δεν αλλάζουν τη γενική μας αντίληψη. Πράγματι, το βιβλίο μου ξεκινά από την είσοδο της μητέρας μου σε μια Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων που βρίσκεται σε ένα χωριό 30χλμ. από τη Ρενς, όπου κατέληξε επτά εβδομάδες μετά, όχι από κάποια σοβαρή πάθηση ή αυτό που λένε οι γιατροί «σύνδρομο διολίσθησης», αλλά επειδή είχε παραιτηθεί από κάθε επιθυμία να ζήσει περισσότερο.
— Σας τηλεφωνούσε συχνά από τη μονάδα αυτή η μητέρα σας, καθώς γράφετε.
Ναι, έπαιρνε καθημερινά δεκάδες τηλέφωνα, πρωί και βράδυ, εμένα και τα αδέλφια μου – εμένα περισσότερο, ίσως επειδή στο πατριαρχικό πλαίσιο η φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών θεωρείται ένα διά βίου καθήκον των κοριτσιών τους κι αν δεν υπάρχουν, του ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου της οικογένειας, είτε είναι αποδεκτό ως τέτοιο είτε όχι! Αν δεν μας έβρισκε, άφηνε μηνύματα στον τηλεφωνητή όπου παραπονιόταν για τις συνθήκες στη μονάδα κι ένα σωρό άλλα πράγματα που συνέβησαν στη ζωή της όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά μου ήταν δυστυχώς αδύνατο να πηγαινοέρχομαι καθημερινά από το Παρίσι για να τη βλέπω, ήταν επίσης αδύνατο –γιατί πολλοί με έχουν ρωτήσει σχετικά– να τη φιλοξενήσω, καθώς κατοικώ σε ένα μικρό δυάρι κι εκείνη χρειαζόταν επιπλέον μια νοσοκόμα διαρκώς δίπλα της. Ακόμα κι αν άντεχα το έξοδο, δεν ήταν καθόλου εύκολο να συγκατοικήσουμε όλοι μαζί, εκτός που έπρεπε ταυτόχρονα να δουλεύω, καθώς ο χώρος αυτός ήταν επίσης το γραφείο μου, αλλά και να λείπω κάθε τόσο για ομιλίες, παραδόσεις μαθημάτων, παρουσιάσεις βιβλίων κ.λπ. Εκείνο, όμως, που συνειδητοποίησα αφότου πέθανε ήταν ότι τα μηνύματα που άφηνε στον τηλεφωνητή σχετικά με το τι αντιμετώπιζε στη μονάδα ήταν πολιτικά, άσχετα που απευθύνονταν μόνο σε μένα. Διότι η ίδια η αντιμετώπιση των ηλικιωμένων τόσο από την πολιτεία όσο κι από αυτά τα ιδρύματα, για μια σειρά από τα οποία υπάρχουν εκτός από παράπονα και σοβαρές καταγγελίες, είναι πολιτικό ζήτημα. Η πανδημία του Covid επιβεβαίωσε πόσο ευάλωτη είναι αυτή η πληθυσμιακή ομάδα, όχι μόνο λόγω ηλικίας αλλά και λόγω συνθηκών διαβίωσης. Μιλάμε, έπειτα, για ανθρώπους που άλλοι είναι ασθενείς, άλλοι καθηλωμένοι, άλλοι με κατάθλιψη ή άνοια και άρα ανήμποροι να οργανωθούν, να κινητοποιηθούν, να διαδηλώσουν, να συγκροτήσουν ομάδα πίεσης, χρειάζεται επομένως κάποιον να σταθεί στο πλευρό τους, να τους εκπροσωπήσει. Αν μιλώ τώρα δημόσια εκ μέρους της μητέρας μου, είναι επειδή εκείνη δεν μπορούσε πια να το κάνει.
— Αναφέρεστε συχνά στα «Γηρατειά» της Σιμόν ντε Μποβουάρ, ένα βιβλίο μάλλον παραγνωρισμένο.
Είναι δεδομένο ότι αποτελεί ένα από τα λιγότερο διαβασμένα βιβλία της, μέχρι κι από ανθρώπους που έχουν εντρυφήσει στο έργο της. Δεν πρόκειται, βλέπετε, για ένα θέμα ελκυστικό· κανείς μας δεν θέλει να σκέφτεται τον εαυτό του γέρο ή γριά. Η Μποβουάρ ήταν η πρώτη που έθεσε επιτακτικά, ήδη από το 1970, τέτοιους προβληματισμούς αναφορικά με την τρίτη ηλικία. Τα «Γηρατειά» υπήρξαν για μένα βιβλίο αναφοράς και θα μπορούσαν να έχουν ανάλογη σημασία με αυτή που είχε το «Δεύτερο Φύλο» στο φεμινιστικό κίνημα για τη δημιουργία ενός κινήματος των ηλικιωμένων, ώστε να πάψουν να αντιμετωπίζονται ως κοινωνικοί παρίες.
— Τι αιτήματα θα έθετε ένα τέτοιο κίνημα;
Η ύπαρξη ισχυρών και αξιόπιστων δημόσιων υπηρεσιών που να φροντίζουν αυτούς τους ανθρώπους με αξιοπρέπεια είναι ένα πρώτο τέτοιο αίτημα. Διότι ναι, είναι προτιμότερο να τους αναλαμβάνουν οι οικείοι τους, όπως στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Mrs. Fang» του Wang Bing, όπου μια ηλικιωμένη με Αλτσχάιμερ σε ένα κινεζικό χωριό περνά τις τελευταίες της μέρες περιστοιχισμένη από την οικογένειά της. Πόσοι όμως μπορούν να πράξουν το ίδιο στις συνθήκες ζωής μιας σύγχρονης μεγαλούπολης; Πόσοι, έπειτα, έχουν τα μέσα ώστε να φροντίζουν επί μακρόν έναν ηλικιωμένο, ειδικά αν αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί; Γιατί και αυτό, όπως γενικότερα η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και υποστήριξης, είναι ένα ταξικό ζήτημα, όπως επίσης αυτό των νοσοκόμων και των φροντιστών, καθώς οι περισσότεροι-ες είναι μετανάστες-τριες, κάποιοι-ες δουλεύουν «μαύρα» με εξαντλητικά ωράρια και η πλειονότητα προέρχεται από φτωχά κοινωνικά στρώματα. Η απομόνωση, ωστόσο, σε έναν οίκο ευγηρίας πιθανό να είναι το ίδιο επώδυνη για μια αστή και για μια εργάτρια, κι ας έχει η πρώτη καλύτερες συνθήκες.

— Υπάρχουν, καθώς γράφετε, εναλλακτικές στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων.
Βεβαίως, και έχουν κατατεθεί από αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγους, γεροντολόγους και άλλους ειδικούς, όπως η ανέγερση φοιτητικών εστιών όπου δίπλα στα φοιτητικά διαμερίσματα θα υπάρχουν ειδικά διαμορφωμένα στούντιο για τους ηλικιωμένους και τους φροντιστές τους. Οι νεότεροι, αντί ενοικίου, θα συντροφεύουν δύο ώρες την ημέρα κάποιον-α ηλικιωμένο-η κι έτσι οι γηραιότεροι θα κοινωνικοποιούνται και θα παίρνουν ζωή από τους νεότερους, οι νεότεροι θα μαθαίνουν πράγματα από αυτούς, θα είναι λοιπόν μια αμοιβαία επωφελής διαγενεακή συνύπαρξη, όπως συνέβαινε σε παλιότερες εποχές και συμβαίνει ακόμα σε άλλες κουλτούρες. Δεν ξέρω γιατί δεν έχουμε ακόμα εφαρμόσει κάτι τόσο απλό! Η φροντίδα των ηλικιωμένων οφείλει να γίνει προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις και οι πολίτες να απαιτούν από τα κόμματα που ψηφίζουν να εντάσσουν στο πρόγραμμά τους μέτρα υπέρ τους.
— Δεν φαίνεται άσχημη ιδέα, όλοι εξάλλου είμαστε ευάλωτοι στα γηρατειά.
Φυσικά, βλέπεις όμως στη Γαλλία –και αλλού φαντάζομαι– γιατρούς, ειδικούς και κυβερνητικές επιτροπές να δίνουν συστάσεις και οδηγίες για τη φροντίδα της τρίτης ηλικίας προσανατολισμένες στη νεοφιλελεύθερη λογική της ατομικής ευθύνης εκείνων και των οικείων τους, όχι στο πώς θα μπορούσε και θα έπρεπε η πολιτεία να τους φροντίσει καλύτερα. Λύσεις υπάρχουν, αυτά που απουσιάζουν είναι η πολιτική βούληση και η κοινή λογική. Ναι, χρειάζεται να επενδυθούν περισσότερα χρήματα σε τέτοια προγράμματα, σε κατάλληλες δομές κ.λπ., είμαι όμως βέβαιος ότι μπορούν να βρεθούν. Έπειτα, και μόνο εγωιστικά να σκεφτούμε, θα καταλάβουμε ότι όλοι κάποτε θα καταλήξουμε ηλικιωμένοι. Ένα άλλο καλό παράδειγμα είναι κάποια φεμινιστικά εγχειρήματα δημιουργίας αυτοοργανωμένων, συμμετοχικών μονάδων φροντίδας για ηλικιωμένες γυναίκες.
— Τέτοια παραδείγματα έχουμε νομίζω και μέσα στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, υπάρχουν πλέον οργανώσεις που εστιάζουν στην τρίτη ηλικία, τουλάχιστον στο πεδίο της κοινωνικοποίησης και της ψυχολογικής στήριξης.
Ναι, το γνωρίζω και είναι σίγουρα ένα καλό παράδειγμα, πόσο μάλλον που τα περισσότερα ηλικιωμένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δεν έχουν οικογένειες ή έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους μαζί τους. Στον Καναδά, μάλιστα, έχει ιδρυθεί κανονική Μονάδα Φροντίδας για ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Αυτά, όμως, είναι ελάχιστα συγκριτικά με τον συνολικό πληθυσμό των ηλικιωμένων που διαρκώς μεγαλώνει, ιδίως στις ανεπτυγμένες χώρες.
— Αναφερθήκατε στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και τις σχέσεις με τις (στρέιτ) οικογένειές τους. Πιστεύετε ότι οι σχέσεις αυτές θα βελτιωθούν με την καθιέρωση του γάμου για όλους;
Οπωσδήποτε, αυτό ωστόσο δεν αλλάζει τις ανάγκες που θα έχουμε γερνώντας, στρέιτ και γκέι, παντρεμένοι και ανύπαντροι, πλούσιοι και φτωχοί. Όταν, π.χ., η μητέρα μου χρειάστηκε να εισαχθεί στη μονάδα φροντίδας, είχε συμφιλιωθεί πια με την ομοφυλοφιλία μου, αυτό όμως δεν βελτίωσε την καθημερινότητά της εκεί. Μιλάμε για ανάγκες που δεν γίνεται να καλύψει ικανοποιητικά ο ιδιωτικός τομέας, καθώς αποσκοπεί καταρχήν στο κέρδος. Γι' αυτό και επιμένω ότι το ζήτημα της φροντίδας για την τρίτη ηλικία οφείλει να μπει δυναμικά στον δημόσιο διάλογο και ελπίζω το τελευταίο μου βιβλίο να συμβάλει σε αυτήν τη συλλογική προσπάθεια.
— Τι ετοιμάζετε τώρα;
Μόλις κυκλοφόρησε στη Γαλλία το «Sociobiographie», ένα βιβλίο σε μορφή συνέντευξης που μου πήρε ένας νέος ιστορικός για τη ζωή, το έργο και τις ιδέες μου. Τρέχω επίσης ένα καινούργιο βιβλίο που θα εστιάζει στα πρώτα μου χρόνια στο Παρίσι και στο πώς βίωσα αυτή τη θεαματική σε πολλά επίπεδα αλλαγή περιβάλλοντος. Θα ονομάζεται, πιθανότατα, «Φτάνοντας στο Παρίσι», ελπίζω να σας αρέσει ως τίτλος.
— Μια χαρά μού ακούγεται. Είναι ευτύχημα που «θα έχουμε πάντα το Παρίσι», όπως λέει ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην «Καζαμπλάνκα».
Α, υπέροχος παραλληλισμός, μόνο μην μπερδέψουν οι αναγνώστες τη διάσημη αυτή κινηματογραφική ατάκα με τον τίτλο του βιβλίου μου!