ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ για την προώθηση του βιβλίου μου «Οι διαθήκες» στο Λονδίνο, όταν ο Γκρέαμ ξύπνησε μέσα στη νύχτα με τρομερό πονοκέφαλο. Στις έξι το πρωί δεν μπορούσε να μιλήσει, να κινήσει τα μάτια του, το ένα του χέρι και το ένα του πόδι. Κάλεσα ασθενοφόρο. Επειδή το ξενοδοχείο ήταν πολύ παλιό, οι ανελκυστήρες ήταν πολύ μικροί για να χωρέσει το φορείο, οπότε έφεραν ένα αναπηρικό καρότσι. Αρχικά ο Γκρέαμ αρνήθηκε να λυγίσει τα πόδια του για να μπορέσει να κάτσει στο αμαξίδιο. Φοβόταν ότι θα τον πήγαιναν στο νοσοκομείο και θα προσπαθούσαν να τον σώσουν με χειρουργική επέμβαση. Αλλά εγώ είχα ορκιστεί ότι δεν θα το επέτρεπα. Του είπα ότι όλα θα πήγαιναν καλά και τελικά τον βάλαμε στο ασθενοφόρο. Του υποσχέθηκα ότι θα σεβόμουν την επιθυμία του και μόνο τότε ηρέμησε. Ενώσαμε τα χέρια μας, όπως κάναμε συχνά τον τελευταίο χρόνο.
Τηλεφώνησα στην πολύτιμη συνεργάτιδά μου, τη Λουτσία Τσίνο, η οποία, ευτυχώς, είχε έρθει μαζί μας από την Ιταλία. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη βοήθειά της. Μέσω τηλεφώνου και e-mail ενημέρωσε τους εκδότες και τους ατζέντηδες για το τι είχε συμβεί, εξηγώντας τους ότι η περιοδεία θα έπρεπε να αναβληθεί και ενδεχομένως να ακυρωθεί. Ενημερώθηκαν επίσης οι φίλοι και οι συγγενείς. Εν τω μεταξύ, το ασθενοφόρο μετέφερε τον Γκρέαμ κι εμένα στο νοσοκομείο, όπου εκείνος υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία. Μαζί με τους γιατρούς, κοίταξα τις μαγνητικές. Ο Γκρέαμ είχε υποστεί μαζική εγκεφαλική αιμορραγία. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», είπαν οι γιατροί.
Του βάζαμε να ακούει την αγαπημένη του μουσική, καθώς και καλέσματα πουλιών και ήχους της θάλασσας. Του μιλούσαμε. Του είπαμε ότι τον αγαπούσαμε. Μας άκουσε; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
«Το καταλαβαίνω», απάντησα.
«Σας ευχαριστούμε», είπαν. Πρέπει να είχαν αντιμετωπίσει πολλούς δακρυσμένους ανθρώπους που τους ικέτευαν να επαναφέρουν τους καταδικασμένους αγαπημένους τους.
 Είχα πει στην Τζες (σ.σ. η κόρη του ζεύγους) και στον Μάθιου (σ.σ. γιος του Γκρέαμ Γκίμπσον από τον πρώτο του γάμο) ότι ίσως δεν θα έπρεπε να έρθουν, καθώς ο Γκρέαμ δεν θα διατηρούσε τις αισθήσεις του για πολύ – η αιμορραγία στον εγκέφαλο ήταν κάθετη και προχωρούσε προς τα κάτω, και σύντομα θα έφτανε στο εγκεφαλικό στέλεχος, που θα σταματούσε την αναπνοή του. Φυσικά, ήρθαν έτσι κι αλλιώς. Έφτασαν εγκαίρως για ένα χαμόγελο κι ένα σφίξιμο του χεριού από τον Γκρέαμ. Ήξερε ότι ήταν εκεί.
Νωρίτερα μέσα στη χρονιά είχε μιλήσει σε όλα τα παιδιά γι' αυτό όλοι ξέραμε ότι θα συνέβαινε. «Μην ανησυχείτε για μένα, θα είμαι καλά», τους είχε πει. «Αλλά θα είναι δύσκολο για εκείνη». Με το «εκείνη» εννοούσε εμένα. Και είχε δίκιο.
«Να τη, λοιπόν, επιτέλους, η μεγάλη στιγμή», είπε ο Χένρι Τζέιμς καθώς πέθαινε. Η Έμιλι Ντίκινσον είπε: «Η ομίχλη ανεβαίνει». Ο Όσκαρ Ουάιλντ είπε: «Η ταπετσαρία μου κι εγώ παλεύουμε σε μια μονομαχία μέχρι θανάτου. Ο ένας από τους δύο πρέπει να φύγει». Ο Πρόσπερο του Σαίξπηρ είπε: «Είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων, και η μικρή μας ζωή περιστοιχίζεται από τον ύπνο». Είναι παρήγορο να ξέρεις ότι τόσοι άλλοι έχουν περάσει από αυτές τις πόρτες –την πόρτα του θανάτου, την πόρτα του πένθους– αλλά υπάρχουν και τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι ασήμαντες λεπτομέρειες προτού ανοίξουν αυτές οι πόρτες. Ο Γκρέιαμ είχε δυνατή καρδιά. Θα χρειαζόταν ώρα για να σταματήσει.
Το νοσοκομείο αποφάσισε να του προσφέρει παρηγορητική φροντίδα και μας έδωσε ένα στρώμα για το πάτωμα πλάι στο κρεβάτι του. Τα δυο παιδιά κι εγώ κοιμόμασταν εκ περιτροπής στο στρώμα, ενώ πηγαινοερχόμασταν στο Primrose Hill, στο bed and breakfast που μας είχε βρει η συγγραφέας Ζάντρα Μπίνγκλεϊ. Τρώγαμε σε καφετέριες, θολωμένοι από την έλλειψη ύπνου. Πίναμε διαρκώς καφέ. Πώς ήταν δυνατό τα πρωινά να είναι τόσο δροσερά και όμορφα; Πώς ήταν δυνατό τα δειλινά να είναι τόσο ροζ και γαλήνια;
Του βάζαμε να ακούει την αγαπημένη του μουσική, καθώς και καλέσματα πουλιών και ήχους της θάλασσας. Του μιλούσαμε. Του είπαμε ότι τον αγαπούσαμε. Μας άκουσε; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
 Ο Γκρέαμ έπαθε εγκεφαλικό στις 13 Σεπτεμβρίου και πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου, το μεσημέρι. Όλες αυτές τις μέρες λέγαμε στην κυρία του νοσοκομείου που έφερνε τη σούπα με ένα καροτσάκι την ώρα του μεσημεριανού ότι, όχι, δεν θέλαμε σούπα. Σκεφτήκαμε ότι η καημένη η κυρία μπορεί να έρθει στο δωμάτιο, να μπει μέσα και να βρει ένα πτώμα, οπότε η Τζες πήγε στη γραμματεία, έδωσε τον αριθμό του δωματίου και είπε: «Δεν θα χρειαστεί σούπα». Παύση. «Επειδή είναι νεκρός».
Στη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε προς τον ανελκυστήρα, γελώντας μηχανικά. Μας είχε καταλάβει μια περίεργη ευφορία, όπως συμβαίνει συχνά σε τόσο σοβαρές στιγμές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απελευθέρωση της έντασης – της έντασης της αναμονής; Η τάση για γέλιο που μας πιάνει στην εκκλησία; Η άρνηση; Δεν είναι δυνατό να έχει έτσι απλά… φύγει. Όλοι μπορούμε να πιστέψουμε τρία πράγματα ταυτόχρονα: ότι ο άνθρωπός μας βρίσκεται στο χώμα. Ότι βρίσκεται στη μετά θάνατον ζωή. Ότι βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Περιμένεις διαρκώς να τον δεις.
Ακόμα και όταν ξέρεις ότι θα συμβεί, ο θάνατος είναι ένα σοκ. Σοκ όπως το ηλεκτροσόκ. Στέκεις έκθαμβος, δεν μπορείς να βρεις τη θέση σου στον χώρο. Περιπλανιέσαι στο διάστημα, μπορεί να μοιάζεις συγκεντρωμένος, αλλά δεν είσαι απολύτως εκεί. Μετά, δεν θα θυμάσαι ακριβώς τι συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Γι' αυτό οι φίλοι και οι γείτονες μαζεύονται και φέρνουν φαγητό: ξέρουν ότι δεν είσαι πλήρως παρών.
Πολλοί έχουν βαδίσει σ’ αυτό το μονοπάτι, εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Πολλοί περισσότεροι θα το περπατήσουν στο μέλλον. Ωστόσο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου παραμένει πάντα κάτι που είναι δύσκολο να το συλλάβουμε.
To βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα εντός του 2026 από τις εκδόσεις Ψυχογιός