TO «ΨΩΜΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ» («Bread of Angels»), το συναρπαστικό νέο βιβλίο απομνημονευμάτων της Πάτι Σμιθ, εντείνει το μυστήριο γύρω από το ποια είναι αυτή η εμβληματική καλλιτέχνιδα και από πού προήλθε το μοναδικό της όραμα. Έχει μια υπερφυσική πίστη στα ένστικτά της και μια αστείρευτη περιέργεια που βοηθούν να εξηγηθεί η εξαιρετικά πλούσια ζωή και το έργο της. Αυτή η υπερβατική και κατά περιόδους τρομακτική καταγραφή της πορείας της εμπλουτίζει την αντίληψη αυτή. Κι όμως, η προσωπικότητα της Smith παραμένει κρυμμένη σαν σφίγγα: μια αιθέρια παρουσία, η πορεία της οποίας προς τη φήμη τροφοδοτήθηκε από το περιπετειώδες της πνεύμα και αργότερα σημαδεύτηκε από την τραγωδία.
Η ιστορία της ξεκινά με μια δύσκολη παιδική ηλικία την οποία περιγράφει σαν να αφηγείται ένα παραμύθι του Ντίκενς. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής της, η οικογένειά της μετακόμισε έντεκα φορές, μένοντας σε συγγενείς μετά από εξώσεις ή σε διαμερίσματα στη Φιλαδέλφεια που ήταν γεμάτα ποντίκια. Η μητέρα της ήταν σερβιτόρα και ο πατέρας της, βετεράνος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με ψυχικά τραύματα από την εμπειρία του αυτή, ήταν εργάτης σε εργοστάσιο. Και οι δυο τους, όμως, μοιράζονταν την αγάπη τους για την ποίηση, τα βιβλία και την κλασική μουσική με την κόρη τους, η οποία διάβαζε τα ποιήματα του Γέιτς από το νηπιαγωγείο.
Ακόμη και στις στερήσεις που περιγράφει η Σμιθ, υπάρχει μια ρομαντική χροιά, η οποία ενισχύεται από τα στοιχεία που επιλέγει να τονίσει ή να παραλείψει.
Η μικρή Πάτι, που γεννήθηκε το 1946, ήταν συχνά κλινήρης, καθώς έπασχε από φυματίωση και οστρακιά, μαζί με όλες τις συνήθεις παιδικές ασθένειες. Γράφει στο βιβλίο: «Η παιδική μου ηλικία ήταν σαν από έργο του Προυστ, μια διαρκής αλληλουχία καραντίνας και ανάρρωσης». Όταν προσβλήθηκε από ασιατική γρίπη, ο ιός την παρέλυσε με «έναν καταιγισμό από ημικρανίες». Η ίδια αποδίδει την ανάρρωσή της στην ακρόαση μιας ανθολογίας με ηχογραφήσεις της «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ» του Πουτσίνι που της είχε αγοράσει η μητέρα της με τα φιλοδωρήματα που κέρδιζε.
Θυμάται επίσης ότι σε ηλικία 3 ετών απασχολούσε επίμονα τη μητέρα της κατά τη διάρκεια της βραδινής προσευχής, θέτοντας μεταφυσικά ερωτήματα για τον Ιησού και την ψυχή, βυθιζόταν στη μελέτη της Βίβλου και αργότερα ακολούθησε τη μητέρα της ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο σε μια θρησκευτική πρακτική. Ενώ ήταν ακόμα μικρή, γοητεύτηκε από το Θιβέτ και τις διδασκαλίες του βουδισμού – «μια συνειδητοποίηση της αλληλεξάρτησης όλων των πραγμάτων».
Ακόμη και στις στερήσεις που περιγράφει η Σμιθ, υπάρχει μια ρομαντική χροιά, η οποία ενισχύεται από τα στοιχεία που επιλέγει να τονίσει ή να παραλείψει. Με λίγα χρήματα για παιχνίδια, εκείνη και τα αδέλφια της διασκέδαζαν χρησιμοποιώντας τα πόμολα μιας ντουλάπας ως όργανα πλοήγησης σε ένα πλοίο που ταξίδευε σε μακρινές θάλασσες. Αυτή και τα μικρότερα αδέλφια της πήγαιναν τακτικά με τη μητέρα τους στις κοντινές σιδηροδρομικές γραμμές, όπου μάζευαν κάρβουνο για να τροφοδοτήσουν τη σόμπα τους, τη μοναδική πηγή θέρμανσης του διαμερίσματος. Κάτω από τις σανίδες του δαπέδου της ντουλάπας της, η Σμιθ κρύβει «αστραφτερά απορρίμματα που είχα μαζέψει από τους κάδους σκουπιδιών, σπαράγματα κοσμημάτων, κομποσκοίνια», μαζί με μια μπλε οδοντόβουρτσα στην οποία έχει αποδώσει μαγικές δυνάμεις.
Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αν η Σμιθ ήταν πραγματικά τόσο συγκροτημένη και στοχαστική ως παιδί ή αν η νοσταλγία έχει αλλοιώσει την οπτική της. Αυτό που είναι αναμφισβήτητο, όμως, είναι ότι το εξαιρετικό καλλιτεχνικό της μάτι και η ευαίσθητη φύση της αναδείχθηκαν σε μια ηλικία που οι περισσότεροι από εμάς ικανοποιούμασταν παίζοντας απλώς στη γειτονική αλάνα. Θυμάται ότι σε ηλικία 6 ετών ανέσυρε τεύχη της «Vogue» από τους κάδους απορριμμάτων και ένιωθε «μια βαθιά συγγένεια» με τις εικόνες που έβλεπε στις σελίδες τους. Κατά την πρώτη της επίσκεψη σε ένα μουσείο, ένα έργο του Πικάσο τής προκάλεσε μια επιφοίτηση: είχε γεννηθεί για να γίνει καλλιτέχνιδα. Μια δεκαετία αργότερα, επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο με προορισμό τη Νέα Υόρκη.
Σε αυτό το σημείο, περίπου στο ένα τρίτο του βιβλίου, ο ρυθμός των αναμνήσεων επιταχύνεται. Μια αλχημεία διαποτίζει κάθε τυχαία συνάντηση. Οι ευκαιρίες αφθονούν. Όπου κι αν γυρίσει, υπάρχουν ταλαντούχοι φωτογράφοι, ποιητές, θεατρικοί συγγραφείς και μουσικοί που την ενθαρρύνουν και την υποστηρίζουν. Γράφει ποίηση και βρίσκει την αδελφή ψυχή της στο πρόσωπο του φωτογράφου Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Γνωρίζει τον Σαμ Σέπαρντ, ο οποίος χρησιμοποιεί ποίημά της σε ένα θεατρικό έργο που γράφει. Γνωρίζει τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, κάνει μια ποιητική ανάγνωση με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, ξεκινά μια μουσική συνεργασία με τον Λένι Κέι και παρουσιάζει την ποίησή της, με πνευματικό καθοδηγητή τον Γάλλο ποιητή του 19ο αιώνα Αρθούρο Ρεμπό.
Η ιστορία της Πάτι Σμιθ ξετυλίγεται σαν ένα μποέμ παραμύθι. Η τύχη είναι με το μέρος της, ενισχυμένη από μια σθεναρή πεποίθηση στο δικό της όραμα. «Δεν υπήρχε πλάνο, δεν υπήρχε σχεδιασμός», γράφει για εκείνη την εποχή, «απλώς μια οργανική αναταραχή που με οδήγησε από τον γραπτό στον προφορικό λόγο». Ο Μπομπ Ντίλαν γίνεται μέντοράς της. Η φήμη της φτάνει στο ζενίθ με την κυκλοφορία του άλμπουμ «Horses» το 1975 και τη διεθνή περιοδεία που ακολουθεί, αλλά η ίδια διατηρεί την ασκητική της στάση. «Δεν κάναμε τον δίσκο για να αποκτήσουμε φήμη και πλούτο», γράφει. «Τον κάναμε για τους γνωστούς και άγνωστους μύστες της τέχνης, τους περιθωριοποιημένους, τους απομονωμένους, τους αποκηρυγμένους».
Η πορεία της ως ροκ σταρ παρεκκλίνει λόγω της ερωτικής της σχέσης με τον Φρεντ Σόνικ Σμιθ, για τον οποίο εγκαταλείπει την καριέρα της στο αποκορύφωμά της, παρά τις συμβουλές πολλών από τους πιο κοντινούς της ανθρώπους. Αλλά, όπως και με κάθε απόφασή της, κανείς δεν μπορεί να τη μεταπείσει. Σε αυτό το πιο προσωπικό τμήμα του βιβλίου, παίρνουμε μια γεύση από δυο παθιασμένους καλλιτέχνες που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη, ερωτευμένοι. Παντρεύονται, κάνουν δυο παιδιά και καλλιεργούν μια εκκεντρική εκδοχή της οικογενειακής ευτυχίας. Παρεμβαίνει όμως η σκληρή πραγματικότητα και οι απώλειες αρχίζουν να συσσωρεύονται. Η Σμιθ χάνει τον έναν μετά τον άλλον τους άντρες που αγαπάει περισσότερο, τον Ρόμπερτ, τον Φρεντ και τέλος τον αγαπημένο της αδελφό, τον Τοντ. Αυτές οι απώλειες στοιχειώνουν τις αναμνήσεις της. Τις αντιμετωπίζει επιστρέφοντας στη σκηνή με μια νέα, έντονη δίψα.
Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου αποκαλύπτουν ότι η Σμιθ εξακολουθεί να πενθεί, θρηνώντας την απώλεια κι άλλων αγαπημένων προσώπων, των γονιών της, της Σούζαν Σόνταγκ, του Σαμ Σέπαρντ. Στα 79 της αναλογίζεται τη διαδικασία του «αποχωρισμού», την οποία περιγράφει ως ένα από τα πιο δύσκολα καθήκοντα της ζωής. «Βουτάμε ξανά στην άβυσσο από την οποία προσπαθήσαμε να βγούμε και βρισκόμαστε σε μια άλλη στροφή του τροχού», γράφει. «Και αφού βρούμε τη δύναμη να το κάνουμε, ξεκινάμε την οδυνηρή αλλά και εξαίσια διαδικασία του αποχωρισμού». Τι θα κρατήσει; «Θα κρατήσω το δαχτυλίδι του γάμου μου», γράφει, «και την αγάπη των παιδιών μου».
Με στοιχεία από τους «Los Angeles Times»