ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1978, η Όντρι Λορντ, ύστερα από μια συνηθισμένη αυτοεξέταση, ανακαλύπτει έναν όγκο στον δεξιό μαστό, ο οποίος θα αποδειχτεί κακοήθης. Θα υποβληθεί σε ριζική μαστεκτομή. Λίγο καιρό μετά τη διάγνωση, θα ξεκινήσει να καταγράφει στο ημερολόγιό της όλα τα επώδυνα στάδια αυτής της διαδικασίας και το πώς ενέταξε την κρίση αυτή στη ζωή της. Πώς διαχειρίζεσαι την άφατη απελπισία, τον πόνο και την οργή; Πώς ζεις με την επίγνωση του θανάτου σε κάθε ανάσα σου; Και πώς βγαίνεις ζωντανή από την απόγνωση;
Η Όντρι Λορντ (Audre Lorde, 1934-1992) είναι «μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια», όπως αυτοπροσδιοριζόταν, η διάσημη μαχητική συγγραφέας, φεμινίστρια και ακτιβίστρια που μεγάλωσε στο Χάρλεμ και συντάραξε με την οργισμένη ποίησή της και τα εξομολογητικά βιβλία της την Αμερική των δεκαετιών 1970-1980. Η ζωή και το έργο της ήταν αφιερωμένα στη μάχη κατά του ρατσισμού, της ομοφοβίας, του σεξισμού, των διακρίσεων και των ταξικών ανισοτήτων.
Ποια είναι η απάντηση στην απελπισία; Μα η ύπαρξη της αγάπης, λέει η Όντρι Λορντ, τονίζοντας την ανάγκη για κοινότητα και αλληλεγγύη. «Η αγάπη των γυναικών με θεράπευσε», γράφει.
Μια εξαιρετικά διαυγής και συνταρακτική μαρτυρία για την περιπέτειά της με τον καρκίνο του μαστού είναι τα «Ημερολόγια Καρκίνου» («The Cancer Journals») που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1980 στην Αμερική και πλέον κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κείμενα, σε μετάφραση της Ισμήνης Θεοδωροπούλου και πρόλογο της Αμερικανίδας ποιήτριας Tracy K. Smith. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε πριν από δυο χρόνια και το πιο γνωστό βιβλίο της Λορντ, το «Sister Outsider» (1984), μια συλλογή δοκιμίων και ομιλιών για τις έμφυλες διακρίσεις και τον ρατσισμό, που θεωρήθηκε εμβληματική για τον φεμινισμό και την queer θεωρία.
Τα «Ημερολόγια Καρκίνου» αποτελούνται από ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές αφηγήσεις και κριτικά κείμενά της, συνδυάζοντας αυτοβιογραφικό, δοκιμιακό αλλά και ποιητικό λόγο. Τα λυρικά, μεγάλης συγκινησιακής δύναμης και πυκνότητας αποσπάσματα από το ημερολόγιό της («Είναι κάποιες μέρες που, αν η πίκρα ήταν πέτρα ακονίσματος, θα ήμουν κοφτερή σαν θλίψη») διαδέχονται κρίσεις και απόψεις για την ιατρική βιομηχανία, για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στις γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή, για τη βιομηχανία της μόδας και τα αισθητικά στερεότυπα που επιβάλλει: «Όταν το επιφανειακό είναι μείζον, η ιδέα ότι μια γυναίκα μπορεί να είναι όμορφη έχοντας ένα στήθος θεωρείται διεστραμμένη ή, στην καλύτερη περίπτωση, αλλόκοτη, μια απειλή για το “ηθικό”».
 Παρά το ετερόκλητο υλικό του, το βιβλίο διατηρεί τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της οδυνηρής ατομικής εμπειρίας και μιας ανυποχώρητης συλλογικότητας, και είναι γραμμένο με σπάνια νηφαλιότητα, διορατικότητα και κρυστάλλινη διαύγεια.
Ωστόσο, τα «Ημερολόγια καρκίνου» δεν προσφέρουν απλώς παρηγοριά και ενθάρρυνση στις γυναίκες που βγήκαν ζωντανές από τη δοκιμασία. Η Λορντ δεν παραλείπει να τονίσει συχνά πως είναι «πολεμίστρια» –ταυτίζεται με τις Αμαζόνες– και πως εδώ μιλάμε για πόλεμο. Δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο πόνου και απόγνωσης. Δεν είναι «μια καταγραφή πένθους μόνο», ούτε μια «καταγραφή δακρύων μόνο», αναφέρει. Είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Είναι ταυτόχρονα και μια κραυγή οργής για κάθε είδους βία που υφίστανται διαχρονικά οι θηλυκότητες, ειδικά οι Μαύρες και queer, καθώς και εναντίον της καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες προκειμένου να συμμορφωθούν με τα αισθητικά πρότυπα. Είναι και ένας οδηγός για τη μετάβαση από το εγώ στην αλληλεγγύη και στη συλλογικότητα. Η μάχη με την απελπισία δεν την παρασύρει μακριά από τον ακτιβισμό, το αντίθετο. Πάνω απ’ όλα, όμως, το βιβλίο είναι ένα παράδειγμα για το πώς μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τη θνητότητα και την ευαλωτότητά μας. Η συγγραφέας δεν καταγράφει τα συναισθήματά της μόνο για θεραπευτικούς σκοπούς αλλά παλεύει συνεχώς να τα μετουσιώσει σε δύναμη.
Η οργή γίνεται δημιουργική δύναμη και αφετηρία για μια νέα αρχή για την Όντρι Λορντ. Είναι το καύσιμο που τροφοδοτεί την ανάγκη της για ορατότητα και την ωθεί να μη μένει σιωπηλή. «Η σιωπή ποτέ δεν μας έφερε τίποτα της προκοπής», δηλώνει. Εξηγεί ότι η σιωπή έχει γίνει εργαλείο διακρίσεων εις βάρος των αδύναμων, ενώ επισημαίνει και την ταξική και ρατσιστική διάσταση στην αντιμετώπιση των ασθενών. Η σιωπή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη γυναίκα, όπως εξάλλου και ο φόβος, αλλά μπορούμε να μετατρέψουμε τη σιωπή σε δράση.
 Όσες επέζησαν από τον πόλεμο με τον καρκίνο του μαστού γνωρίζουν καλά πως η πορεία δεν είναι ποτέ ευθεία. Η Όντρι Λορντ αρχικά νιώθει πως βρίσκεται μέσα σε όνειρο, σε έναν εφιάλτη που θα τελειώσει, αλλά γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση της σκληρής πραγματικότητας, για να μεταβεί ύστερα στον θυμό, στη θλίψη, στην απελπισία αλλά και στη δίψα για ζωή –δεν είναι λίγες και οι ενδιάμεσες στιγμές ανάτασης και ομορφιάς– και από τις πολλές μορφές του σωματικού πόνου στον ψυχικό πόνο και στον μόνιμο τρόμο που θα τη συνοδεύει ότι ο καρκίνος θα επανέλθει. Υπάρχουν και οι στιγμές στις οποίες μια νέα επίγνωση και μια διευρυμένη γνώση για τη ζωή έρχονται στην επιφάνεια. Η συγγραφέας δεν ωραιοποιεί και δεν στρογγυλεύει, ενώ καταρρίπτει και διάφορες εξιδανικεύσεις και κοινοτοπίες: «Καμία όρεξη δεν έχω να είμαι δυνατή, έχω όμως άλλη επιλογή;» και «ο πόνος δεν σε μαλακώνει, ούτε σε εξευγενίζει, από την εμπειρία μου». Όλα είναι τόσο αληθινά αλλά και τόσο στέρεα σε αυτή την καταγραφή, σαν να βλέπεις μια τομή σε χειρουργικό τραπέζι. Τίποτε δεν περισσεύει σε δραματικότητα αλλά και τίποτε δεν υποκρύπτεται.
Ποια είναι η απάντηση στην απελπισία; Μα η ύπαρξη της αγάπης, λέει η Όντρι Λορντ, τονίζοντας την ανάγκη για κοινότητα και αλληλεγγύη. «Η αγάπη των γυναικών με θεράπευσε», γράφει. Ένα δίκτυο γυναικείας αλληλεγγύης την τύλιξε από την πρώτη στιγμή και την προστάτευσε, ενώ και η γραφή υπήρξε σανίδα σωτηρίας γι’ αυτήν.
Παρ’ όλο που «δεν ξεχνάει τον καρκίνο για πολύ, ποτέ», η Λορντ επανεξετάζει και αναμορφώνει τη ζωή της υπό το φως της νέας γνώσης που έχει πλέον κατακτήσει. Επαναξιολογεί τις προτεραιότητές της και προσπαθεί να ορίσει η ίδια τη νέα της ταυτότητα, μην επιτρέποντας να την ορίσει η κοινωνία, δίνοντας έτσι κι ένα παράδειγμα γυναικείας ενδυνάμωσης: «Κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα να ορίζει τις δικές της επιθυμίες, να κάνει τις δικές της επιλογές».
Έχει σημασία το πλαίσιο της εποχής για την κατανόηση και αξιολόγηση όσων γράφει. Θέσεις που σήμερα ακούγονται πολύ πιο εύκολα και θεωρούνται αποδεκτές, όπως σχετικά με την ορατότητα και την πρόληψη, εκείνη την εποχή, τέλη της δεκαετίας του 1970 με αρχές του 1980, που επικρατούσε το στίγμα και ένα πέπλο ένοχης σιωπής, απαιτούσαν τεράστια παρρησία για να ειπωθούν: «Ακόμα και μπροστά στον ίδιο μας τον θάνατο και την αξιοπρέπεια, δεν μας επιτρέπουν να καθορίσουμε εμείς τις ανάγκες μας, ούτε τα συναισθήματά μας, ούτε τις ζωές μας».
 Σε μια Αμερική που απαιτεί από τις γυναίκες που νόσησαν από καρκίνο του μαστού να κρύβονται σαν να είναι υπόλογες για κάτι και αποστρέφεται τη διαφορετικότητα, ενώ τα μέσα αντικειμενοποιούν κατά κόρον το γυναικείο σώμα, η Όντρι Λορντ απορρίπτει τον προσθετικό μαστό και μάχεται για την επιλογή της να μην τον φορέσει: «Είτε θα αγαπούσα το σώμα μου, μονόστηθο πια, είτε θα ήμουν πάντα μια ξένη για τον ίδιο μου τον εαυτό». «Αρνούμαι να κρύψω τις ουλές μου […] Αρνούμαι να κρύψω το σώμα μου μόνο και μόνο για να μη χαλάσω τη βολή ενός γυναικοφοβικού κόσμου».
Τι απομένει όταν έχουμε αντιμετωπίσει τον θάνατο και έχουμε βγει ζωντανοί; «Μόλις αποδεχτώ την ύπαρξη του θανάτου ως διεργασία της ζωής, ποιος θα μπορέσει να ασκήσει ποτέ ξανά πάνω μου εξουσία;», γράφει σε μια από τις πιο συνταρακτικές φράσεις του βιβλίου. Ποια εξουσία μπορεί να νικήσει την Όντρι Λορντ όταν έχει κοιτάξει κατάματα τον θάνατο και όταν έχει αγκαλιάσει και αποδεχτεί τη θνητότητά της; Η σιωπή μεταμορφώνεται σε δράση, ο τρόμος σε επίγνωση, ο φόβος σε δύναμη και η απώλεια γίνεται το εισιτήριο για μια ζωή με μεγαλύτερη πληρότητα.
Έξι χρόνια μετά τη μαστεκτομή ο καρκίνος κάνει μετάσταση στο συκώτι και δεκατέσσερα χρόνια μετά, το 1992, η Όντρι Λορντ πεθαίνει. Πριν από αυτό το γεγονός, όμως, πρόλαβε να δώσει ένα απαράμιλλο παράδειγμα θάρρους, αυτογνωσίας, ενδυνάμωσης και αλληλεγγύης σε εκατομμύρια γυναίκες και συνεχίζει να εμπνέει και μετά τον θάνατό της. Στα «Ημερολόγια Καρκίνου» γράφε: «Αν ζούσα τώρα, θα ζούσα καλά». Και έζησε καλά. Γιατί δεν μπορεί παρά να έζησε καλά μια γυναίκα που δήλωνε: «Ποτέ μου δεν θα είχα διαλέξει αυτό το μονοπάτι, αλλά είμαι χαρούμενη που είμαι αυτή που είμαι, εδώ».