Χέρμαν Μπροχ
Ο θάνατος του Βιργιλίου
Μτφρ. Σοφία Αυγερινού, Έρμα
Πραγματικά δεν θα μπορούσε να γραφτεί πιο επίκαιρο βιβλίο για να αποδείξει την αντοχή των κλασικών αριστουργημάτων στον χρόνο από τον Θάνατο του Βιργιλίου, που ταυτόχρονα είναι ένα μεταφραστικό επίτευγμα της Σοφίας Αυγερινού. Η επικαιρότητα του βιβλίου συνίσταται κυρίως στην απόγνωση που προκαλεί η βαρβαρότητα της εποχής στον ποιητή Βιργίλιο, ο οποίος φτάνει να υποφέρει σωματικά από την ακραία βία της εποχής του, τον μαρασμό των αξιών και την κατάπτωση. Αποφασίζει, επομένως, σε αυτήν τη συνθήκη επιβολής της δύναμης –αριστουργηματικοί στο σημείο αυτό είναι οι διάλογοι Βιργιλίου - Αυγούστου–, και αφού οι άνθρωποι δεν είναι άξιοι να τιμήσουν το βάρος που έχουν οι λέξεις, να καταστρέψει το χειρόγραφο της Αινειάδας, κλείνοντάς το σε ένα κιβώτιο, που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την Κιβωτό του Πνεύματος και του Λόγου – ο ποιητής θεωρεί ότι σώζει το πιο εκφραστικό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ποίησης από τον κίνδυνο να περιπέσει στην πιο ακραία μορφή βαρβαρότητας. Άλλωστε, ο ποιητής είναι ο μόνος αρμόδιος να φέρει το βάρος της σωτηρίας ή της καταστροφής της ανθρωπότητας, γιατί είναι ο μόνος που μπορεί συμβολικά και λεκτικά να αποτυπώσει με τον σωστό τρόπο τις σκέψεις, τις επιθυμίες και την αγωνία της.
Είναι ο μόνος, επίσης, που μπορεί να δει ενορατικά, από την εποχή του Ομήρου, τις εσωτερικές ανάγκες των ανθρώπων, καταυγάζοντας τις αρχές της γέννησης και της καταγωγής του κόσμου, όπως ακριβώς οι προσωκρατικοί ποιητές που ήταν ταυτόχρονα και φιλόσοφοι. Γι’ αυτό και ο Θάνατος του Βιργιλίου χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες («Ύδωρ», «Πυρ», «Γη» και «Αιθέρας») που αντιστοιχούν στα τέσσερα στοιχεία τα οποία εξηγούν, σύμφωνα με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, τη δημιουργία του κόσμου. Ο Μπροχ ξεκίνησε να γράφει το έργο τον Μάρτιο του 1936 στην Αυστρία και συνέχισε τη συγγραφή του μετά τη φυλάκισή του από το χιτλερικό καθεστώς, για να το ολοκληρώσει τελικά το 1944 στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα καταστατικά έργα της λογοτεχνίας της Ευρώπης, του μεγαλύτερου, σύμφωνα με τον Στάινερ, μυθιστοριογράφου της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας μετά τον Τζόις.
Λάσλο Κρασναχορκάι
Πάει και το Φραντζολάκι
Μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, Πόλις
Δεν θέλει και πολύ ο Λάσλο Κρασναχορκάι για να στήσει ένα σατιρικό μυθιστόρημα για τα χαμένα μεγαλεία της Ευρώπης, τις δονκιχωτικές εμμονές και τα σαθρά θεμέλια της Γηραιάς Ηπείρου, κατοικώντας, πραγματικά, στο κέντρο της. Χρησιμοποιεί την ειρωνεία και το χιούμορ, χωρίς να φοβάται, ως καταστατικές, αν και αδιόρατες, αρχές του μυθιστορήματος, όπως ακριβώς ο Κεντροευρωπαίος Κάφκα χλευάζει την ανώτερη εξουσία, τις μεγάλες αφηγήσεις και τα επιβλητικά οράματα. Για μια ακόμα φορά, όπως συνηθίζει να κάνει με τα περισσότερα βιβλία του, τα οποία μετέρχονται το πλέον κρίσιμο θέμα της ταυτότητας, ο νομπελίστας συγγραφέας στήνει ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα έναν άνδρα που αγωνίζεται να βρει το χαμένο κέντρο και την παλιά κυριαρχία ενός κόσμου σε κατάρρευση. Το αποτέλεσμα είναι ο 91χρονος θείος Γιόζι να βουλιάζει ακόμα περισσότερο σε τέλμα, σε έναν κόσμο χωρίς νόημα, αφού δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ τις εθνικές αφηγήσεις, τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τον μεγαλοϊδεατισμό.
Ζώντας σε αυτήν τη συνθήκη, αναρωτιέται γιατί δεν ακολούθησε το ακραίο παράδειγμα πολλών ανώτερων παραφρόνων εκπρόσωπων που έχουν καταλάβει την εξουσία και να γίνει βασιλιάς – τι άλλο είναι ο Όρμπαν, τον οποίο ο Κρασναχορκάι αναφέρει αρκετές φορές στο βιβλίο, πέρα από έναν μεγαλοϊδεάτη που κομπορρημονεί; Καθώς πιστεύει ότι είναι απόγονος του βασιλιά Μπέλα Δ' του οίκου των Άρμπαντ, άρα ότι προέρχεται από το ίδιο γενεαλογικό δέντρο με τον Τζένγκις Χαν, ο θείος Γιόζι θα μπορούσε δικαιωματικά να βρίσκεται αυτός στον θρόνο. Το αστείο είναι ότι δεν είναι ακριβώς ο ίδιος που τρέφει αυτήν τη μεγαλομανία αλλά όλο αυτό το καρναβάλι από διάφορους γραφικούς που τον επισκέπτονται, από παλιούς φιλομοναρχικούς μέχρι ακροδεξιούς και φανατικούς με τη θρησκεία, οι οποίοι συνασπίζονται γύρω του αναζητώντας τον ιδανικό ηγέτη.
Θεωρούν, μάλιστα, ότι οι υφιστάμενοι πολιτικοί σχηματισμοί δεν είναι αρκετά ακραίοι, δηλαδή ικανοί να στηρίξουν την εθνική κυριαρχία, και διαβάζοντας τις γελοίες πεποιθήσεις τους δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί συνειρμικά τους δικούς μας ακροδεξιούς, οι οποίοι χρησιμοποιούν ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα. Είμαστε εξάλλου όλοι στην ίδια παραληρηματική συνθήκη, την οποία αφουγκράζεται ο Ούγγρος νομπελίστας με το υψηλό του λογοτεχνικό αισθητήριο αλλά και με μια γλυκιά τρυφερότητα που δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου, ο οποίος αναφέρεται στον πιστό φίλο του Γιόζι, το Φραντζολάκι, που επιτείνει ακόμα περισσότερο τη δραματική αρχή, η οποία είναι ταυτοχρόνως και το τραγικό τέλος. Αν, όμως, ο θείος Γιόζι είναι τυχερός που έχει τουλάχιστον αγκαλιά τον σκύλο του –όσο τον έχει–, εμείς είμαστε εξαιρετικά τυχεροί που είμαστε από τους πρώτους που έχουμε το βιβλίο στα ελληνικά, και μάλιστα σε απευθείας μετάφραση από την ουγγρική γλώσσα, από τη Μανουέλα Μπέρκι και τις εκδόσεις Πόλις.
Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ
Μεσούγκα
Μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Δώμα
Το τρίτο μυθιστόρημα που γράφει ο Σίνγκερ και εκδίδεται μετά τον θάνατό του είναι από τα πιο εκφραστικά και ίσως από τα πιο ζωντανά έργα του Πολωνοεβραίου συγγραφέα, και ταιριάζει με την τρέλα της εποχής, τη δυσκολία προσαρμογής αλλά και τη συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα τραγικός, δραματικός και γελοίος. Κεντρικός αφηγητής του Μεσούγκα –που στα γίντις, τη γλώσσα του Σίνγκερ, σημαίνει τρέλα– είναι ο Πολωνός εξόριστος στην Αμερική, Άαρον Γκράιτινγκερ, ο οποίος, ως άλτερ έγκο του συγγραφέα, καταπιάνεται ταυτόχρονα με πολλές πνευματικές ενασχολήσεις, από τις ραδιοφωνικές εκπομπές μέχρι τη δημοσιογραφία και το μυθιστόρημα. Χαμένος στις πολλαπλές και διαρκείς απαιτήσεις της πρωτεύουσας και του νέου κόσμου, σε αντίθεση με την παλιά τάξη πραγμάτων, δείχνει να παρασύρεται από τους εφήμερους έρωτες και τη χαρά της ζωής και να εμπλέκεται σε ευτράπελες καταστάσεις που καθιστούν ακόμα πιο πολύπλοκη την ήδη χαοτική ζωή του.
Ενδεχομένως η τρέλα της μεγαλούπολης να μην είναι παρά άλλη μια λεπτομέρεια στον πολυσύνθετο καμβά πάνω στον οποίο ζωγραφίζει ο Σίνγκερ τις απολαυστικές λεπτομέρειες της αφήγησης με τα διάφορα ευτράπελα και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, πολύ πιο ενδιαφέρουσα, ωστόσο, και πολυδιάστατη από τη μονολιθική αλήθεια των αρτηριοσκληρωτικών φανατικών: έχει, εν προκειμένω, ενδιαφέρον η αντίθεση με τους αντίστοιχους χαρακτήρες που τυγχάνει να βρίσκονται στο Ισραήλ, κάτι στο οποίο επανέρχονται συχνά οι Εβραίοι Νεοϋορκέζοι συγγραφείς όπως ο Σίνγκερ. Ακόμα κι αν ο ίδιος αναφέρεται σε μια διαφορετική πραγματικότητα, βγαλμένη από άλλους καιρούς, ακατανόητη πολλές φορές στην Ελλάδα του σήμερα, η εκφραστική γραφή του και η αλήθεια του είναι ένα πολύτιμο κεφάλαιο όχι μόνο για την ιστορία της λογοτεχνίας αλλά και για τους εξίσου πολυτάραχους καιρούς που ζούμε.
Γκιγιόμ Απολλιναίρ
Calligrammes/Καλλιγράμματα - Ποιήματα της ειρήνης και του πολέμου 1913-1916
Μτφρ. Ροδάνθη Βαρδούλη, Καστανιώτης
Ο Πικάσο επέμενε να τον ζωγραφίζει ως αρχιεπίσκοπο με ιερατικά άμφια, ποιμαντορική ράβδο, μίτρα και αρχιεπισκοπικό δαχτυλίδι, κάτι που προφανώς συνετέλεσε στην επικράτηση της φήμης ότι υπήρξε νόθος γιος κάποιου αρχιεπισκόπου, ακόμα και του ίδιου του Πάπα. Ο Γκιγιόμ Απολλιναίρ, εξοικειωμένος με τα μεγάλα σχέδια που έτρεφε από μικρός για τον εαυτό του, διατεινόταν ότι ήταν γιος ενός Ιταλο-ελβετού αριστοκράτη, ενώ όταν ήταν έφηβος υποκρινόταν πως πατέρας του ήταν ένας Ρώσος πρίγκιπας. Όλα αυτά, ωστόσο, όσο τραυματικά και εξωφρενικά αν ακούγονταν, δεν ήταν παρά μέρη της παιγνιώδους διάθεσης που χαρακτήριζε ακόμα και τα δραματικότερα κείμενά του, αν και στις στιβαρές λογοτεχνικές του κριτικές διατηρούσε ένα άκρως σοβαρό προφίλ.
Το 1903 ίδρυσε τη λογοτεχνική επιθεώρηση «La revue immoraliste», η οποία σφράγισε τη δημιουργική ανατροπή που έφερνε ο Απολλιναίρ μέσω της φαντασίας και του συμβολισμού με το έργο του και τη ζωή του. Ακόμα και η φυλάκισή του για την κλοπή της Μόνα Λίζα (!) από το Λούβρο, μια κατηγορία που φυσικά καταρρίφθηκε σχεδόν αμέσως –μια άκρως τραυματική εμπειρία γι’ αυτόν–, ουσιαστικά φάνταζε σαν μια ακόμα καλοστημένη ιστορία όπως αυτές που αφηγούνταν ο ίδιος σχεδόν αυτοσχεδιαστικά στις λογοτεχνικές παρέες που όριζαν την ευρωπαϊκή πρωτοπορία στις αρχές του 20ού αιώνα – από τα κινήματα του σουρεαλισμού και του κυβισμού μέχρι και του ορφισμού, των οποίων υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος.
Μια από τις πιο πρωτοποριακές του καταθέσεις στον χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας, πέρα από τις διάσημες απαγορευμένες Έντεκα χιλιάδες βέργες, είναι τα Καλλιγράμματα, που αποτελούν κάτι παραπάνω από μια ποιητική συλλογή, αφού καθιέρωσαν λογοτεχνικά ένα νέο είδος. Πρόκειται για μια συλλογή 84 ποιημάτων οργανωμένων σε 6 ντοσιέ που εκδόθηκαν για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1918 από τη Mercure de France, λίγους μήνες μετά τον πρόωρο θάνατο του ποιητή από την ισπανική γρίπη και δύο χρόνια μετά τον σοβαρό τραυματισμό του στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από σφαίρα στον κρόταφο. Τα διαρκή, εξωτερικά και εσωτερικά, τραύματα του Απολλιναίρ είναι εκείνα που καθιστούν τόσο ισχυρή τη δύναμη της γραφής και της ποίησής του, η οποία στην ιδεογραμματική διάταξη των Καλλιγραμμάτων απέκτησε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, γεννώντας νέους κόσμους και αστερισμούς. Ουσιαστικά διαμόρφωσαν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη οπτικοποιημένης ποίησης, αναδεικνύοντας την τυπογραφία σε υψηλή τέχνη, αφού πλέον τα ποιήματά του δεν συνιστούσαν μόνο υπόθεση περιεχομένου αλλά και μορφής. Η ποίηση δεν θα είναι ποτέ ίδια μετά την έκδοση των Καλλιγραμμάτων και η παρούσα έκδοση είναι ιδιαιτέρως σημαντική γιατί ακολουθεί τον σχεδιασμό του πρωτότυπου τόμου, που μεταφράζεται για πρώτη φορά στο σύνολό του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.