Ο Μιχάλης Παππάς, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, πέρασε τρεις μήνες στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε, την Κήρινθο στη Βόρεια Εύβοια. Ήταν αρκετός χρόνος για να θυμηθεί ξανά τις ρίζες του και τα προτερήματα του τόπου του σε σχέση με την Αθήνα, την οποία ολοένα περισσότερο τα τελευταία χρόνια δεν αντιμετώπιζε ως βάση αλλά ως σταθμό.
Ήθελε να επιστρέψει εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, να βρει ρυθμό και ισορροπία. Και τα κατάφερε. Η ηρεμία, ο χρόνος που «ανοίγει», η απόσταση από τον θόρυβο, όλα αυτά λειτούργησαν καταλυτικά στη δουλειά του. Δεν θεωρεί τυχαίο το γεγονός ότι οι σημαντικότερες διακρίσεις της πορείας του ως φωτογράφου ήρθαν μετά την επιστροφή στο χωριό. Ακολουθεί η ιστορία του Μιχάλη με τα δικά του λόγια.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κήρινθο, ένα χωριό στη Βόρεια Εύβοια. Εκεί τελείωσα το σχολείο, πήγα φαντάρος και το 2002 αποφάσισα να φύγω για την Αθήνα, όπου δούλευαν ήδη ο πατέρας μου και ο αδερφός μου, κι έτσι είπα να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου. Έκανα διάφορες δουλειές, άσχετες μεταξύ τους, μέχρι το 2010 που πέθανε ο πατέρας μου από καρδιά. Εκείνη η στιγμή με ταρακούνησε και άρχισα να βλέπω αλλιώς τα πράγματα, να σκέφτομαι τι πραγματικά θέλω να κάνω στη ζωή μου. Έτσι πήρα την απόφαση να αφήσω ό,τι έκανα μέχρι τότε και να σπουδάσω φωτογραφία.
«Αν βγούμε μπροστά και στήσουμε δράσεις, δημιουργήσουμε πράγματα που μας εκφράζουν, θα ξαναγίνει η ύπαιθρος όχι κάτι παλιό και κλειστό αλλά ένα ανοιχτό πεδίο δημιουργίας, τέχνης και ζωής».
Το 2012 τελείωσα τη σχολή και ήδη είχα αρχίσει να δουλεύω φωτογραφικά. Από τα πρώτα μου βήματα με τράβηξαν τα ελληνικά έθιμα και οι άνθρωποι της υπαίθρου. Άρχισα να ταξιδεύω σε όλη την Ελλάδα, φωτογραφίζοντας παραδόσεις, τελετές και τοπικές ιστορίες. Αυτή η δουλειά, με τίτλο Ethos / Another Side of Greece, κορυφώθηκε το 2018 με μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού στην Κουμπάρη.
Από εκεί ξεκίνησε και μια διεθνής πορεία. Την έκθεση είδαν οι υπεύθυνοι του Μουσείου Fragonard στη Γαλλία, οι οποίοι με κάλεσαν το 2019 να παρουσιάσω τη δουλειά μου εκεί. Εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από τις φωτογραφίες με τις ελληνικές γυναικείες φορεσιές κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα του Mitos / The Thread of Greece, ενός πρότζεκτ αφιερωμένου στη γυναικεία ενδυμασία και την πολιτιστική μνήμη σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, ξεκίνησαν συνεργασίες με περιοδικά και εφημερίδες, κάτι που με έκανε να ταξιδεύω συνέχεια. Το σπίτι μου στην Αθήνα είχε καταντήσει απλώς σταθμός. Γύριζα για δυο νύχτες και ξαναέφευγα.
Όταν ήρθε η πανδημία, επέστρεψα στο χωριό και έμεινα εκεί τρεις μήνες. Εκεί ξαναθυμήθηκα τι σημαίνει να έχεις ρίζες, να είσαι κοντά στη φύση και στους ανθρώπους σου. Όταν γύρισα στην Αθήνα, είχα ήδη πάρει την απόφαση να επιστρέψω οριστικά στην Κήρινθο.
Η απόφαση να γυρίσω πίσω δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη, ωρίμαζε μέσα μου καιρό. Όλα τα χρόνια που ταξίδευα για δουλειά, ένιωθα πως η βάση μου δεν ήταν πια στην Αθήνα αλλά στο χωριό, στους ανθρώπους και στους τόπους που φωτογράφιζα. Η πανδημία απλώς έκανε αυτό το συναίσθημα πιο ξεκάθαρο. Τους τρεις μήνες που έμεινα στην Κήρινθο τότε θυμήθηκα τι σημαίνει να ξυπνάς και να βλέπεις βουνό και θάλασσα, να περπατάς χωρίς άγχος, να έχεις πραγματική επαφή με τους ανθρώπους γύρω σου.
Η Αθήνα πλέον δεν με κάλυπτε, ούτε σε δουλειά ούτε σε ποιότητα ζωής. Όταν κατάλαβα ότι μπορώ να κάνω τη δουλειά μου από οπουδήποτε, ότι οι φωτογραφίες μου και οι συνεργασίες μου δεν εξαρτώνται από το να ζω στην πρωτεύουσα, τότε δεν υπήρχε πια δίλημμα. Ήθελα να επιστρέψω εκεί όπου όλα ξεκίνησαν, να ξαναβρώ ρυθμό και ισορροπία. Το χωριό δεν είναι για μένα «επιστροφή στα παλιά», είναι συνέχεια. Εδώ έχω τον χώρο και τον ρυθμό για να δημιουργώ. Είναι το μέρος που με γειώνει και, ταυτόχρονα, μου δίνει φτερά.
Η αλήθεια είναι πως τώρα που πηγαίνω στην Αθήνα για ραντεβού ή για φωτογραφίσεις βλέπω περισσότερο τους φίλους μου απ’ ό,τι τους έβλεπα όταν έμενα εκεί. Τότε όλοι ήμασταν μέσα στη ρουτίνα, ο καθένας στο πρόγραμμά του. Τώρα, όταν πηγαίνω, υπάρχει χαρά να βρεθούμε, να τα πούμε. Έχει άλλη ποιότητα η σχέση.
Η μετάβαση ήταν πιο ομαλή απ’ όσο περίμενα, κυρίως γιατί είχα τον δικό μου χώρο. Ένα μεγάλο σπίτι χωρισμένο στα δύο: στο ένα κομμάτι έχω το γραφείο και το στούντιό μου και στο άλλο μένω. Αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο γιατί μπορώ να δουλεύω χωρίς να με διακόπτει τίποτα, με ησυχία και ρυθμό.
Κάπου εκεί συνειδητοποίησα και κάτι άλλο, πόσο πολύ βοηθάει το καθαρό μυαλό που σου δίνει η επαρχία. Η ηρεμία, ο χρόνος που "ανοίγει", η απόσταση από τον θόρυβο, όλα αυτά λειτούργησαν καταλυτικά στη δουλειά μου.
Δεν θεωρώ τυχαίο ότι οι σημαντικότερες διακρίσεις της πορείας μου ήρθαν μετά την επιστροφή στο χωριό: η επιλογή μου ως Spotlighted Photographer στο VOGUE/PhotoVogue, η συνεργασία με την Oberwerth ως Brand Ambassador, τα βραβεία στο Istanbul Photo Awards, στο Independent Photographer, στο Life Framer, η διάκριση στα International Photoraphy Awards, ακόμη και η συνεργασία/συμμετοχή στην Balkan Erotik Epic με τη Mαρίνα Aμπράμοβιτς. Και τώρα η τιμητική συμμετοχή μου στην ομαδική έκθεση, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στο House of European History Museum στις Βρυξέλλες (Μάρτιος 2025-Ιανουάριος 2026), με φωτογράφους από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Το χωριό́ μου, η Κήρινθος, έχει περίπου 700 κατοίκους και φτιάχτηκε από πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μάκρη και το Λιβίσι της Μ. Ασίας, μια τοποθεσία απέναντι από τη Ρόδο. Είναι χτισμένο σε έναν μεγάλο κάμπο με ποτάμι και όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις βουνά και λόφους.
Η παραλία του χωριού είναι η Κρύα Βρύση, περίπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά. Για να τη δεις, πρέπει να ανέβεις τον λόφο γιατί δεν φαίνεται από το χωριό. Εκεί βρίσκεται και η Αρχαία Κήρινθος, που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα πως πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με τρεις τριήρεις. Η παραλία έχει μια άγρια, αυθεντική ομορφιά. Δύο ποτάμια, ένα στα αριστερά και ένα στα δεξιά, καταλήγουν στη θάλασσα και εκεί έχω παίξει άπειρες φορές μικρός και έχω ακούσει φοβερές ιστορίες.
Η Κρύα Βρύση βλέπει στο Αιγαίο και απέναντι φαίνονται η Σκόπελος και η Σκιάθος. Δίπλα, στο Μαντούδι, υπάρχει το λιμάνι που συνδέει την Εύβοια με τα νησιά. Από την άλλη πλευρά, ο Ευβοϊκός είναι μόλις 20 λεπτά δρόμος – άλλη θάλασσα, άλλη αίσθηση.
Σε κοντινή απόσταση υπάρχουν και λίμνες που δημιουργήθηκαν σε παλιά νταμάρια. Τόποι σχεδόν απόκοσμοι, με νερά που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το φως. Εκεί πήγαινα συχνά να φωτογραφίσω όταν ήμουν ακόμα αυτοδίδακτος· έχει μια ησυχία που σε βάζει να σκεφτείς.
Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έχουμε οινοποιό που φτιάχνει δικό του τσίπουρο και φίλους που κάνουν φυσικό χυμό από ρόδι. Υπάρχουν και καταλύματα, τόσο μέσα στο χωριό όσο και στην παραλία, για όσους θέλουν να μείνουν και να το γνωρίσουν καλύτερα.
Όσο βρίσκομαι στο χωριό –γιατί συνήθως ταξιδεύω για να φωτογραφίσω– οι ασχολίες μου, χειμώνα καλοκαίρι, περιστρέφονται γύρω από τη δουλειά μου και τον τρόπο ζωής που έχω επιλέξει εδώ. Μου αρέσει να περπατάω στη φύση, να παρατηρώ τα χρώματα, το φως, τις εποχές, τους ανθρώπους, να συμμετέχω στις θρησκευτικές γιορτές, στα πανηγύρια, να πηγαίνω στα ξωκλήσια. Όλα αυτά μπαίνουν μέσα στις φωτογραφίες μου.
Και φυσικά, χειμώνα καλοκαίρι, υπάρχει πάντα η "ψυχοθεραπεία" μας: βρισκόμαστε με φίλους στο καφενείο, πίνουμε ένα τσίπουρο, λέμε ιστορίες και γελάμε. Εκεί ισορροπούν όλα και, πολλές φορές, εκεί γεννιούνται και φωτογραφικές ιδέες. Το ωραίο είναι ότι δεν κανονίζεις τίποτα από πριν· απλώς πας στο καφενείο και κάποιον θα βρεις. Κι όταν έχει κόσμο, και ειδικά ανθρώπους που έχεις καιρό να δεις, υπάρχει μια μεγάλη χαρά, σχεδόν σαν γιορτή.
Η απόσταση δεν είναι απαγορευτική, είμαι μόλις δύο ώρες από την Αθήνα. Υπάρχουν φορές που με καλούν πελάτες για ραντεβού στο κέντρο και την επόμενη κιόλας μέρα είμαι εκεί. Δεν ξέρω αν γνωρίζουν ότι ζω στην επαρχία – και ειλικρινά, δεν τους το λέω γιατί ήταν δική μου απόφαση να φύγω, δεν έχει να κάνει με τη δουλειά. Πολλά ραντεβού γίνονται και διαδικτυακά πλέον, οπότε μπορώ να τα συνδυάζω εύκολα. Όταν πηγαίνω στην Αθήνα, φροντίζω να κάνω κι άλλες δουλειές, τα ψώνια μου ή να βρεθώ με φίλους.
Αυτό που μου δίνει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση στη δουλειά μου είναι η αίσθηση ότι, με έναν τρόπο, κάνω καλό. Θυμάμαι μια φράση του Ρόμπερτ Άνταμς που λέει πως η φόρμα σε μια φωτογραφία είναι ωραία γιατί μας βοηθά να αντιμετωπίζουμε τον χειρότερο φόβο μας, την υποψία ότι η ζωή μπορεί να είναι χάος και ότι, κατά συνέπεια, τα βάσανά μας δεν έχουν νόημα.
Προσπαθώ οι φωτογραφίες μου να στηρίζονται σ’ αυτό το σκεπτικό. Να δημιουργούν μια αίσθηση νοήματος και αρμονίας μέσα στο χάος. Κι όταν νιώθω ότι το καταφέρνω, έστω και λίγο, εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Γιατί, στο τέλος, θέλω οι φωτογραφίες μου να είναι σαν να κάνω μια καλή πράξη.
Τα μελλοντικά μου σχέδια έχουν να κάνουν με τη συνέχιση του ταξιδιού μου στην Ελλάδα και την καταγραφή των ελληνικών παραδοσιακών φορεσιών. Ήταν κι ένας από τους λόγους που έφυγα από την Αθήνα, για να μπορώ να ταξιδεύω πιο εύκολα, χωρίς να υπάρχει κάτι που να με κρατάει πίσω.
Έρχονται κάποιες διεθνείς εκθέσεις και συμμετοχές μου σε μεγάλα φεστιβάλ φωτογραφίας, όπου θέλω να παρουσιάσω δυνατό, ουσιαστικό υλικό. Παράλληλα, εδώ στο χωριό θέλω να ολοκληρώσω τον χώρο μου ώστε να γίνει επισκέψιμος: να λειτουργεί ως χώρος για σεμινάρια, workshops και masterclasses, όπου μπορεί να έρθει κόσμος από την Αθήνα ή αλλού για διήμερες δράσεις. Μπορεί να λειτουργήσει και ως μικρή γκαλερί και ως πωλητήριο με έργα μου σε διάφορες μορφές. Ένα "σπίτι του φωτογράφου", όπως το φαντάζομαι, φωτογραφία στο χωριό.
Μετά το Another Greece, το βιβλίο που εξέδωσα και βρίσκεται πλέον στη Royal Danish Library Collection, με φωτογραφίες από το πρώτο μου πρότζεκτ "Ήθος / Εικόνες από μια άλλη Ελλάδα" σχετικά με τα ελληνικά έθιμα, τώρα οργανώνω το υλικό μου για να εκδώσω το δεύτερο μεγάλο μου έργο, το Mitos Project / The Thread of Greece. Είναι η μελέτη μου πάνω στις γυναικείες παραδοσιακές φορεσιές της Ελλάδας, ένα ταξίδι που θέλω να ολοκληρώσω και να το δω να γίνεται βιβλίο.
Τον καιρό που μένω εδώ, κρατώ σημειώσεις για τη φωτογραφία και γράφω μικρά κείμενα. Μαζεύτηκαν αρκετά κι έτσι προχώρησα στη δημιουργία e-books, όπως το Πράσινο Τετράδιο, ο Φωτογράφος μεγαλοκτηματίας, ο Πιστός υπηρέτης γίνεται βασιλιάς, η Οδύσσεια του φωτογράφου και τα Βιβλία που διάβασα. Αυτά διατίθενται ήδη σε ψηφιακή μορφή, αλλά θα κυκλοφορήσουν και ως έντυπα βιβλία και τα χρησιμοποιώ και στα σεμινάρια. Είναι κομμάτι της ίδιας ανάγκης: να μοιράζομαι τη γνώση, την εμπειρία και την αγάπη μου για τη φωτογραφία με άλλους ανθρώπους.
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι στο χωριό, θα ήθελα να υπάρχει περισσότερη ενέργεια, περισσότερη πρωτοβουλία. Να σταματήσουμε να περιμένουμε "κάποιον άλλον" να κάνει κάτι και να πάρουμε οι ίδιοι τον τόπο στα χέρια μας. Ο καθένας στον τομέα του, με ό,τι ξέρει και ό,τι αγαπά, να συμβάλει με τον δικό του τρόπο στο συλλογικό καλό.
Πιστεύω πολύ στους νέους ανθρώπους και στις φρέσκιες ιδέες τους. Αν βγούμε μπροστά και στήσουμε δράσεις, δημιουργήσουμε πράγματα που μας εκφράζουν, θα ξαναγίνει η ύπαιθρος όχι κάτι παλιό και κλειστό αλλά ένα ανοιχτό πεδίο δημιουργίας, τέχνης και ζωής.
Η παράδοση δεν είναι μουσείο, είναι ζωντανό υλικό που μπορεί να μας εμπνεύσει να χτίσουμε το καινούργιο. Το χωριό δεν είναι απλώς ένας όμορφος τόπος να ζεις αλλά ένα σημείο εκκίνησης.
Νομίζω πως η μεγαλύτερη δυσκολία για να αναζωογονηθεί η ελληνική επαρχία δεν είναι η έλλειψη ευκαιριών αλλά η νοοτροπία μας. Έχουμε μάθει να περιμένουμε "απ’ έξω" τη λύση – από το κράτος, τον δήμο, τους άλλους. Περιμένουμε κάποιον να μας σώσει ή να μας καθοδηγήσει.
Η αλήθεια είναι πως η δύναμη βρίσκεται εδώ, μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους. Η επαρχία έχει τα πάντα: φύση, ιστορία, πολιτισμό, ανθρώπους με γνώση και διάθεση. Αυτό που χρειάζεται είναι σύνδεση, συνεργασία και η πίστη ότι μπορούμε να φτιάξουμε μόνοι μας κάτι νέο, χωρίς να περιμένουμε άδεια από κανέναν.
Η επαρχία δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να γίνει πόλη· όπως κι αν εξελιχθεί, θα παραμείνει αληθινή. Η αλλαγή ξεκινά από εμάς. Η αγάπη για τον τόπο μας και η πίστη ότι μπορούμε να τον κάνουμε καλύτερο με τα ίδια μας τα χέρια είναι ό,τι χρειάζεται για να ξαναζωντανέψει».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]