Στις 16 Νοεμβρίου του 1922 γεννιέται στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας ο Ζοζέ ντε Σόζα. Το Σαραμάγκου –σημαίνει άγριο ραπανάκι στα πορτογαλικά– είναι το παρατσούκλι με το οποίο ήταν γνωστή η οικογένειά του. Μπήκε από λάθος δίπλα στο δικό του όνομα, όταν ο μεθυσμένος υπάλληλος του ληξιαρχείου το πρόσθεσε στο πιστοποιητικό γέννησης.
Το κωμικό γεγονός αποκαλύφθηκε επτά χρόνια αργότερα, το 1929, όταν ο Ζοζέ ξεκίνησε το δημοτικό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα τεράστιο γραφειοκρατικό μπέρδεμα, που οδήγησε στην αλλαγή του ονόματος του πατέρα του. Έτσι, ο Ζοζέ ντε Σόζα θα γίνει γνωστός ως Σαραμάγκου.
Ένα άλλο γεγονός που σχετίζεται με την ταυτότητά του είναι η ημερομηνία στη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Καθώς ο πατέρας του δούλευε έξω από το χωριό, αναγκάστηκε να δηλώσει τη γέννησή του όταν επέστρεψε σε αυτό, έναν μήνα αργότερα. Για να είναι μέσα στα όρια της προθεσμίας και να μην πληρώσει πρόστιμο, μετέφερε την ημερομηνία γέννησης του γιου του δύο μέρες αργότερα. Τα επίσημα πιστοποιητικά αναφέρουν –εσφαλμένα– αυτή την ημερομηνία.
Το 1998 η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε με το Βραβείο Νόμπελ για το έργο του, το οποίο «μέσα από τις παραβολές του, που συνδυάζουν φαντασία, συμπόνια και ειρωνεία, μας επιτρέπει διαρκώς να κατανοούμε την άπιαστη πραγματικότητα».
Οι γονείς του, όπως και οι παππούδες του, ήταν ακτήμονες αγρότες που ζούσαν φτωχικά στο χωριό Αζινιάγκα. Ο Σαραμάγκου πέρασε εκεί τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι το 1924, όταν μετακόμισαν οικογενειακώς στη Λισαβόνα, για να γίνει ο πατέρας του αστυφύλακας. Σύντομα πέθανε από βρογχοπνευμονία ο μεγαλύτερος αδελφός του, Φρανσίσκο, από τον οποίον διατήρησε μονάχα μια θολή ανάμνηση.
Η παιδική ηλικία του Ζοζέ συνδέεται με βιώματα από εκείνο το χωριό. Οι μνήμες από τους παππούδες του, τους γονείς της μητέρας του, που επισκεπτόταν κυρίως τα καλοκαίρια μέχρι και τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, του τον συντρόφευαν σε όλη του τη ζωή. Η Αζινιάγκα είναι ο τόπος που τον διαμόρφωσε «για να γίνει άνθρωπος σιωπηλός, μυστικός, αλληλέγγυος, αυτός που μπορούσε να γίνει», όπως θα ομολογήσει ο ίδιος αργότερα. Το σπίτι των θείων του στο Μουσάο ντε Μπάισο, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το ψάρεμα στον ποταμό Τάγο και οι βόλτες μέσα στους ελαιώνες είναι «μικρές αναμνήσεις» για τις ιστορίες που θα διηγηθεί αργότερα.
Όταν ο παππούς του, Ζερόνιμο, αρρώστησε, λίγο προτού φύγει για θεραπεία στη Λισαβόνα, πήγε στον κήπο του σπιτιού του και αγκάλιασε τους κορμούς όλων των δέντρων, γνωρίζοντας πως δεν θα επέστρεφε ξανά. Ο Σαραμάγκου θα πει: «Αν κάτι τέτοιο δεν σε σημαδεύει για το υπόλοιπο της ζωής σου, τότε δεν έχεις αισθήματα».
Ζοζέ Σαραμάγκου,
Χρονικό του μοναστηριού,
μτφρ.: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις
Καστανιώτης
Στα επτά του χρόνια παρακολούθησε την πρώτη τάξη στο σχολείο της Ρούα Μάρτενς Φεράο στη Λισαβόνα και την επόμενη χρονιά συνέχισε σε αυτό της πλατείας Λιάο. Αποδείχτηκε καλός και υπεύθυνος μαθητής. Ο δάσκαλος πρότεινε να κάνει σε μία χρονιά τις δύο επόμενες τάξεις του δημοτικού, προσφέροντάς του δωρεάν τα μαθήματα.
Μαθαίνει σταδιακά ανάγνωση μέσα από τα σχολικά βιβλία και εγχειρίδια. Στο σπίτι του δεν υπάρχουν βιβλία, καθώς αυτό θα ήταν πολυτέλεια για την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του. Ανακάλυψε όμως την εφημερίδα «Diario de Noticias» –αργότερα θα εργαζόταν σε αυτήν– και προσπάθησε να διαβάσει τις λέξεις που αναγνώριζε στα κείμενά της. Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασε είναι Ο μαυροτσιβοράκος του μύλου του Εμίλ Ρισμπούρ. Το βιβλίο ανήκε στην οικογένεια Μπαράτα, με την οποία η οικογένεια του Σαραμάγκου συγκατούσε στην οδό Πάδρε Σένα Φρέιτας.
Αρκετά συχνά ο μικρός Ζοζέ παρακολουθεί ταινίες στον κινηματογράφο. Η αρχή έγινε όταν ήταν περίπου πέντε χρονών, με τα τρομακτικά φιλμ του Σαλάο Λίσμποα στη Μοραρία αλλά και τις κωμικές ταινίες στο Σινεμά Ανιματόγκραφο. Στο γυμνάσιο πλέον, ο Ζοζέ, χαζεύοντας τις κινηματογραφικές αφίσες του Σαλάο Οριέντε και του Ρουαγιάλ Σινέ, επινοεί ιστορίες, τις οποίες μοιράζεται με τους συμμαθητές του, προσποιούμενος κάθε φορά ότι έχει παρακολουθήσει την αντίστοιχη ταινία. Αυτές οι ιστορίες μυθοπλασίας ίσως να είναι και η απαρχή των μυθιστορημάτων που θα αφηγηθεί αργότερα.
Το 1933 ο Ζοζέ πήγε στο γυμνάσιο Ζιλ Βισέντε, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δύο χρόνια αργότερα, λόγω οικονομικών δυσκολιών. Για πέντε χρόνια παρακολούθησε μαθήματα στην τεχνική σχολή Αφόνσο Ντομίνγκες, με ειδίκευση στη μηχανουργία. Στο πρόγραμμα σπουδών περιλαμβανόταν ένα μάθημα λογοτεχνίας και γαλλικών – με τη γλώσσα είχε έρθει σε επαφή αρκετά χρόνια νωρίτερα, χάρη σε έναν πορτογαλογαλλικό οδηγό με διαλόγους που είχε φέρει ο πατέρας του σπίτι.
Η οικογένεια Ντε Σόζα –o πατέρας του αρνείται πεισματικά να χρησιμοποιήσει το Σαραμάγκου– αντιμετωπίζει αρκετά οικονομικά προβλήματα, βιώνοντας τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής στη Λισαβόνα. Μετακομίζουν διαρκώς, και συγκατοικούν για να καλύψουν τα έξοδά τους. Το 1937 καταφέρνουν να εγκατασταθούν σε δικό τους σπίτι στην οδό Κάρλος Ριμπέιρο.
Έναν χρόνο νωρίτερα ξεσπά ο ισπανικός εμφύλιος και ο Ζοζέ χρησιμοποιεί έναν χάρτη για να παρακολουθήσει τις νίκες της μίας και της άλλης πλευράς, τοποθετώντας πάνω του τα αντίστοιχα χρωματιστά σημαιάκια. Λίγους μήνες αργότερα ανακαλύπτει τη λογοκρισία του Τύπου και ξεφορτώνεται τον παραποιημένο χάρτη. Είναι 15 χρονών περίπου και τότε διαμορφώνεται η πολιτική του συνείδηση.
Το 1940, ο Ζοζέ Σαραμάγκου τελειώνει την επαγγελματική σχολή μηχανουργίας και εργάζεται σε συνεργείο αυτοκινήτων. Τα βράδια συχνάζει στις δημόσιες βιβλιοθήκες της Λισαβόνας και διαβάζει αόριστα, «με την περιέργεια και τη θέληση για μάθηση» να τον οδηγεί σταδιακά στη διεθνή λογοτεχνία. Ανακαλύπτει την αδυναμία που έχει στο διάβασμα. Καταφέρνει να αγοράσει το πρώτο του βιβλίο γύρω στα 19, με χρήματα που του δανείζει ένας συνάδελφος.
Έπειτα από δύο χρόνια αλλάζει επαγγελματική κατεύθυνση, πιάνοντας δουλειά σε έναν οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης ως διοικητικός υπάλληλος. Το 1944 παντρεύεται την Ίλντα Ρέις και ζουν μαζί τα επόμενα είκοσι έξι χρόνια, μέχρι το διαζύγιο τους. Κατόπιν, ακολουθεί μια μακροχρόνια σχέση συμβίωσης με την Πορτογαλίδα συγγραφέα Ιζαμπέλ ντα Νόμπρεγκα.
Το 1947, εν μέσω της δικτατορίας του Σαλαζάρ, ο Σαραμάγκου κάνει την πρώτη του συγγραφική απόπειρα, εκδίδοντας το βιβλίο Γη της αμαρτίας. Το μυθιστόρημα, όμως, δεν βρίσκει ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό. Την ίδια χρονιά γεννιέται η κόρη του Βιολάντε. Εκείνος γράφει τον Φωταγωγό, που εκδίδεται μετά τον θάνατό του, ενώ σχεδιάζει να γράψει ένα ακόμα μυθιστόρημα, εγχείρημα το οποίο εγκαταλείπει λίγο μετά τις πρώτες σελίδες.
Ακολουθούν δεκαεννιά χρόνια συγγραφικής σιωπής, καθώς ο Σαραμάγκου ομολογεί: «Είχε αρχίσει να μου γίνεται σαφές ότι δεν είχα να πω κάτι που να άξιζε τον κόπο». Το 1949 μένει άνεργος για πολιτικούς λόγους, μέχρι να βρει δουλειά σε μια μεταλλουργική εταιρεία, με τη βοήθεια ενός καθηγητή του από την τεχνική σχολή.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ξεκινά να εργάζεται στον εκδοτικό οίκο Estudios Cor ως υπεύθυνος παραγωγής, γνωρίζοντας έτσι αρκετούς από τους σημαντικότερους Πορτογάλους συγγραφείς εκείνης της εποχής. Παράλληλα, ασχολείται με μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, ενώ από το 1967 εργάζεται και ως κριτικός λογοτεχνίας.
Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί τυφλότητος, μτφρ.: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτης
Το 1966 επανέρχεται συγγραφικά με τη συλλογή ποιημάτων Os Poemas Possiveis, ενώ μερικά χρόνια αργότερα ακολουθούν δύο συλλογές χρονογραφημάτων δημοσιευμένων στον Τύπο, που θεωρούνται σημεία αναφοράς για την κατανόηση του έργου του.
Στα τέλη του 1971, φεύγει από τον εκδοτικό οίκο και ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Γίνεται αρθρογράφος και συντονιστής του πολιτιστικού ένθετου της εφημερίδας «Diario de Lisboa». Τον Απρίλιο του 1975 αναλαμβάνει τη θέση του βοηθού αρχισυντάκτη στην εφημερίδα «Diario de Noticias». Ωστόσο απολύεται λίγους μήνες αργότερα λόγω της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί στην Πορτογαλία μετά την Επανάσταση των Γαρίφαλων. Ο Σαραμάγκου είχε συμμετάσχει ενεργά σε αυτήν, ενώ το 1979 δημοσιεύτηκε το θεατρικό έργο H νύχτα που αναφέρεται σε όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Τότε, αποφασίζει να ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με το γράψιμο, δοκιμάζοντας «τι στ’ αλήθεια μπορεί ν’ αξίζει ως συγγραφέας». Στις αρχές του 1976 μένει για κάποιες μέρες σε μια αγροτική κοινότητα στην επαρχία του Αλεντέζου. Εκεί, συζητώντας με τους απλούς ανθρώπους του τόπου, επινοεί έναν ελεύθερο τρόπο γραφής με αφηγηματικό ύφος. Αυτή θα είναι και η συγγραφική ιδιαιτερότητα των έργων του: το στοιχείο προφορικότητας, οι μακροσκελείς περίοδοι και η κατάργηση των εισαγωγικών στους διαλόγους. Το πρώτο του βιβλίο που έχει αυτήν τη μορφή είναι το μυθιστόρημα Αυτοί που σηκώθηκαν από τη γη, που εκδόθηκε το 1980.
Το 1986 γνωρίζει στη Σεβίλλη την Ισπανίδα δημοσιογράφο Πιλάρ ντελ Ρίο, την οποία παντρεύεται δυο χρόνια αργότερα. Παρά τη διαφορά ηλικίας, ο δεσμός τους εξελίσσεται σε μια βαθιά σχέση αγάπης και αμοιβαίας εξέλιξης. Η έντονη ερωτική έλξη που υπάρχει ανάμεσά τους, σε συνδυασμό με την πνευματική σύνδεση, γεμίζει έμπνευση τον Σαραμάγκου και τον οδηγεί σε έναν συγγραφικό οίστρο. Συζητούν καθημερινά για την πολιτική, τη θρησκεία και τη λογοτεχνία· η ιδεολογία τους συμπίπτει, συμμετέχουν σε αντίστοιχες πολιτικές δράσεις. Ο Σαραμάγκου θα γράψει για την Πιλάρ: «[...] χάρη στην ευφυΐα της, τη δημιουργική της ικανότητα, την ευαισθησία της και, επίσης, το πείσμα της, η ζωή τούτου εδώ του συγγραφέα έχει υπάρξει [...] η ζωή μιας διαρκούς ανθρώπινης ανόδου».
Ο Σαραμάγκου συχνάζει στο Martinho da Arcada, ένα ιστορικό καφέ στο κέντρο της Λισαβόνας, που φιλοξένησε αρκετές προσωπικότητες από τον χώρο του πολιτισμού στα χρόνια ίδρυσής του. Εκεί, ο συγγραφέας αποσυρόταν για να γράψει, επιλέγοντας τις περισσότερες φορές ένα συγκεκριμένο τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Μετά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ, το καφέ τού αφιέρωσε εκείνο το τραπέζι.
Ζοζέ Σαραμάγκου, Μικρές αναμνήσεις, μτφρ.: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτης
Το 1992, έναν χρόνο μετά την έκδοση του Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο, οι συντηρητικοί κύκλοι ξεσπούν εναντίον του. Η Καθολική Εκκλησία θεωρεί το βιβλίο βλάσφημο, ασκώντας πιέσεις στην κυβέρνηση της Πορτογαλίας. Το έργο λογοκρίνεται, με αποκορύφωμα την απόρριψη της υποψηφιότητάς του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, με τον υπουργό Πολιτισμού να δηλώνει πως το έργο προσβάλλει τη θρησκευτική συνείδηση των πιστών.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου απογοητεύεται από τη στάση της κυβέρνησης και τον Φεβρουάριο του 1993 αποφασίζει να εγκαταλείψει την Πορτογαλία. Μετακομίζει στην Ισπανία με τη γυναίκα του, σε μια μορφή αυτοεξορίας, επιλέγοντας το νησί Λανθαρότε στα Κανάρια Νησιά. Είχαν ταξιδέψει σε εκείνο το μέρος έναν χρόνο νωρίτερα και είχαν μαγευτεί από το τοπίο και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του. Η Πιλάρ πρότεινε να φτιάξουν εκεί ένα σπίτι, αλλά εκείνος αρχικά απέρριψε την ιδέα, μέχρι που τελικά συμφώνησε, δύο μέρες αργότερα. Θα γράψει: «Το Λανθαρότε, κι ας μην είναι η γη μου, είναι δική μου γη».
Το 1998 η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε με το Βραβείο Νόμπελ για το έργο του, το οποίο «μέσα από τις παραβολές του, που συνδυάζουν φαντασία, συμπόνια και ειρωνεία, μας επιτρέπει διαρκώς να κατανοούμε την άπιαστη πραγματικότητα». Ο Σαραμάγκου έμαθε για το βραβείο ενώ βρισκόταν στο αεροδρόμιο – αναχωρούσε από τη Φρανκφούρτη έπειτα από διάλεξη που είχε δώσει εκεί. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε είπε με απλότητα «δεν γεννήθηκα εγώ γι' αυτό», τονίζοντας τις ταπεινές καταβολές του.
Οι δρόμοι της Λισαβόνας γέμισαν με αφίσες που έγραφαν «Συγχαρητήρια, Ζοζέ Σαραμάγκου» και οι απλοί πολίτες τον πλησίαζαν και τον ευχαριστούσαν. Εκείνος δήλωσε πως αισθανόταν περισσότερο ικανοποιημένος που αναδείχθηκε η πορτογαλική γλώσσα μέσα από εκείνον και τα βιβλία του. Ακολούθησαν ταξίδια σε όλο τον κόσμο, πάντα μαζί με την αγαπημένη του Πιλάρ. Έδωσε διαλέξεις, συμμετείχε σε συνέδρια και έλαβε ακαδημαϊκούς τίτλους. Ενώ βίωνε όλη αυτή την επιτυχία, δεν δίσταζε να αυτοσαρκάζεται λέγοντας: «Υπάρχουν στιγμές πια που ούτε εγώ δεν μπορώ να με ακούω».
Ζοζέ Σαραμάγκου, Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις, μτφρ.: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτης
Το έργο του αναγνωρίζεται παγκοσμίως –είχε συμβάλει σε αυτό και η έκδοση του μυθιστορήματος Χρονικό του Μοναστηριού το 1982– και o ίδιος γίνεται ευρέως γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους και στο αναγνωστικό κοινό μέσα από τη διεθνή προβολή. Μετά το Βραβείο Νόμπελ, συνέχισε να γράφει και να εκδίδει μυθιστορήματα, ομολογώντας πως ήταν τυχερός που είχε φτάσει σε αυτή την ηλικία. Τότε, ήταν εβδομήντα έξι.
Παράλληλα, συμμετείχε σε δράσεις για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατάργηση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ ασκούσε κριτική σε πολιτικά πρόσωπα, καθεστώτα και θεσμούς, σχολιάζοντας σε άρθρα και συνεντεύξεις του τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Εξέφραζε ανοιχτά την αλληλεγγύη του προς τους λαούς που υφίσταντο οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης και εναντιωνόταν σε κάθε πρακτική που στρεφόταν εναντίον της ανθρωπότητας.
Ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας δήλωνε πως ο κομμουνισμός «κυλά στο αίμα του», εξηγώντας πως θα παρέμενε πιστός σε αυτή την ιδεολογία μέχρι το τέλος της ζωής του. Ωστόσο, δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με την αριστερά. Παραδεχόταν συχνά πως ήταν άθεος και σκεφτόταν πως «αν ήμασταν όλοι άθεοι, θα ζούσαμε σε μια πιο ειρηνική κοινωνία». Με αυτές τις αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις –και τόσες άλλες– προκάλεσε αντιδράσεις· θεωρούνταν δογματικός, χαρακτηρισμό που ο ίδιος αποποιήθηκε. Το 2009 έβαλε υποψηφιότητα στις ευρωεκλογές, αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί.
Από το 2008, το ιστορικό κτίριο Κάζα ντους Μπίκους στο κέντρο της Λισαβόνας στεγάζει το ίδρυμα Joje Saramago. Σκοπός της δημιουργίας του είναι η διάδοση της σύγχρονης λογοτεχνίας και η υπεράσπιση και απαίτηση της τήρησης του Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το ίδρυμα φιλοξενεί μια μόνιμη έκθεση για τη ζωή και το έργο του νομπελίστα συγγραφέα, ενώ, ως πολιτιστικός χώρος, διοργανώνει λογοτεχνικές κι άλλες κοινωνικές δράσεις.
Ο Σαραμάγκου πεθαίνει στις 18 Ιουνίου του 2010. Ήταν ένα παιδί συνεσταλμένο, ένας έφηβος σκεπτικός και μελαγχολικός, που έγινε ένας ενήλικας τρυφερός και ταυτόχρονα δυναμικός και ιδεολόγος. Μέσα σε ένα αβέβαιο περιβάλλον οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, κατάφερε να πετύχει το αδύνατο: να γίνει συγγραφέας. Σχεδόν αυτοδίδακτος, αναγνωρίζοντας μονάχα τα απλά ερεθίσματα γύρω του, μετέτρεπε καθετί που βίωνε σε λογοτεχνία. Με ένα αφηγηματικό στυλ γραφής και ένα ύφος απολαυστικά σαρκαστικό και ταυτόχρονα κωμικό, αποτύπωσε στα έργα του το προσωπικό του βίωμα, μετατρέποντάς το σε συλλογικό.
Όταν ήταν έφηβος είχε πει στους φίλους του πως ήθελε να γίνει συγγραφέας, χωρίς και ο ίδιος να μπορεί να εξηγήσει πώς είχε προκύψει αυτή η δήλωση. Αρκετά χρόνια αργότερα, σε μια συνάντηση με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, θυμήθηκε αυτήν τη δήλωση, για να καταλήξει αποφθεγματικά: «Πιστεύω πως ό,τι είναι να γίνει δικό μας, θα φτάσει τελικά στα χέρια μας». Κόντρα στις ματαιώσεις της ζωής, λοιπόν, εκείνος συνέχισε να γράφει και να αποκαλύπτει αυτό που ήταν ήδη δικό του – για να φτάσουν στα χέρια τα δικά μας τα βιβλία του.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ ΕΔΩ