ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ της Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ είναι πολλαπλώς αποκαλυπτικά. Μόνο οι γάμοι (με πρόσωπα όπως ο Μάικλ Τζάκσον και ο Νίκολας Κέιτζ) και τα ναρκωτικά (μεταξύ άλλων, εθίστηκε αγρίως στα οπιοειδή μετά από την καισαρική τομή που έκανε για να γεννήσει τα δίδυμα παιδιά της) θα αρκούσαν ίσως, όλα αυτά καταγράφονται όμως πριν από τις ακόμα πιο ανατριχιαστικές αποκαλύψεις για την αυτοκτονία του γιου της Μπέν Κίου το 2020 (όπως γράφει, κράτησε το πτώμα του σε ξηρό πάγο στο σπίτι της στην Καλιφόρνια για δύο μήνες).
Όταν η ηθοποιός κόρη της, Ράιλι Κίου, γράφει ότι θέλει η μητέρα της να βγαίνει από τις σελίδες των απομνημονευμάτων ως ένας «τρισδιάστατος χαρακτήρας», είναι βέβαιο ότι το εννοεί.
Το βιβλίο, που έχει τίτλο From Here to the Great Unknown και συνυπογράφεται από την Κίου, προέκυψε από λεπτομερείς μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις που πήρε από τη μητέρα της λίγο πριν από τον θάνατό της σε ηλικία 54 ετών το 2023. Τα λόγια της ίδιας της Κίου εμφανίζονται (με διαφορετική γραμματοσειρά) σποραδικά στις σελίδες του βιβλίου, πιο συχνά προς το τέλος.
Μπορεί να ήταν πρόθυμη να τα πει όλα αυτά στο υλικό που συγκέντρωσε η κόρη της, είναι σίγουρο όμως ότι ήθελε να δημοσιευτούν όλα αυτά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Πριν από όλα αυτά, όμως, μεταφερόμαστε στην παιδική ηλικία της Πρίσλεϊ, της κακομαθημένης μικρής πριγκίπισσας της έπαυλης Graceland στο Μέμφις του Τενεσί, που κοιμόταν σ’ ένα κρεβάτι σε σχήμα χάμπουργκερ και ταξίδευε με ένα αεροπλάνο που έφερε το όνομά της.
Κλασικό κοριτσάκι του μπαμπά, ακόμη και μετά το διαζύγιο του Έλβις από τη μητέρα της, την Πρισίλα, η Λίζα Μαρί έκανε βόλτες στις απέραντες εγκαταστάσεις της Graceland με το δικό της αμαξάκι του γκολφ, ενώ κάθε τόσο απειλούσε ότι θα απολύσει και κάποιον από το προσωπικό.
Ο Έλβις αποτελεί την κυρίαρχη φιγούρα σ’ αυτά τα αποσπάσματα καθώς τον παρακολουθούμε να συνοδεύει την κόρη του στο τρενάκι του λούνα παρκ με ένα όπλο στη θήκη ή να πυροβολεί φίδια στο γρασίδι. Ήταν από καιρό εθισμένος σε διάφορα χάπια και η Λίζα Μαρί τον είχε βρει κάποιες φορές λιπόθυμο στο πάτωμα. Ήταν εκεί την ημέρα που πέθανε ο πατέρας της και τον είδε να μεταφέρεται έξω από την έπαυλη: «Είδα το κεφάλι του, είδα το σώμα του, είδα τις πιτζάμες του, είδα τις κάλτσες του στο κάτω μέρος του φορείου». Η Λίζα Μαρί ήταν τότε εννέα ετών.
Τι αντίκτυπο μπορεί να είχαν όλα αυτά σε ένα παιδί; Στα επόμενα χρόνια, έδωσε η ίδια την απάντηση με το συνηθισμένο εφηβικό κοκτέιλ κυνισμού και επαναστατικότητας: πολλά ναρκωτικά κάθε είδους, εκτός από ηρωίνη («οτιδήποτε μπορούσα να καταπιώ, να σνιφάρω, να φάω, να μυρίσω») και φριχτοί γκόμενοι, ένας από τους οποίους ενορχήστρωνε την παρουσία των παπαράτσι όποτε έβγαιναν.
Όπως γράφει, είχε τρομακτικές ανασφάλειες ως η κόρη του «βασιλιά». Όταν τελικά στράφηκε και η ίδια προς τη μουσική, έκανε τα πάντα για να μην ακούγεται σαν τον πατέρα της.
Ούτε και με τη μητέρα της ένιωθε κοντά. Ο Έλβις γνώρισε την Πρισίλα όταν εκείνη ήταν 14 ετών («ήταν μια διαφορετική εποχή», γράφει η Λίζα Μαρί, σημειώνοντας ότι δεν έκαναν σεξ μέχρι να γίνει 18 η μητέρα της).
Η Πρισίλα αναδύεται από αυτές τις σελίδες ως μια βασίλισσα των πάγων από τον αμερικανικό Νότο. Γράφει για τον θάνατο του Έλβις: «Ήταν ένα διπλό χτύπημα: εκείνος πέθανε κι εγώ ξέμεινα μαζί της».
Όταν εντάχθηκαν και οι δύο τους στη Σαϊεντολογία, η Λίζα Μαρί ένιωσε ότι η Πρισίλα την «εγκατέλειπε» εκεί. Αργότερα υπήρξε ανακωχή, αλλά, όπως λέει, ποτέ δεν ένιωσε πραγματική συμφιλίωση: «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι είμαι σκύλα γιατί δυστυχώς έχω κληρονομήσει την ψυχρότητα της μάνας μου».
Η πιο υγιής σχέση της ήταν με τον πατέρα της Ράιλι και του Μπεν (τον Ντάνι Κίου) με τον οποίον παρέμειναν φίλοι μέχρι το τέλος. Η σχέση της με τον Κέιτζ αντιμετωπίζεται με σύντομο και σχετικά διακριτικό και ευγενικό τρόπο στο βιβλίο, αντίθετα από τον γάμο της με τον Μάικλ Τζάκσον στα μέσα της δεκαετίας του '90.
Η ίδια παραμερίζει πάντως τις κατηγορίες περί παιδικής κακοποίησης («Δεν είδα ποτέ κάτι τέτοιο – εγώ προσωπικά θα τον είχα σκοτώσει αν τον είχα δει»). Εκείνος της είχε αποκαλύψει ότι ήταν παρθένος («μου είπε ότι η Μαντόνα είχε προσπαθήσει να τον φλερτάρει μια φορά, αλλά δεν έγινε τίποτα») και ότι ενδιαφερόταν για εκείνη σεξουαλικά.
Αργότερα όμως, η Λίζα Μαρί θα αρχίσει να αμφιβάλλει για τον Τζάκσον, ο οποίος είχε επίσης προβλήματα με τα ναρκωτικά. Είχε επίσης διαρκώς διαθέσιμο τον δικό του προσωπικό αναισθησιολόγο. Γράφει ότι υποπτευόταν επίσης πως θα την εγκατέλειπε μόλις του έκανε τα παιδιά που εκείνος τόσο ποθούσε: «Ήταν πολύ χειριστικός και υπολογιστικός».
Συμβαίνουν και άλλα πολλά τραγικά και ευτράπελα, καθώς υποκύπτει στα οπιοειδή και μπαινοβγαίνει σε κέντρα αποτοξίνωσης. Αλλά είναι τα αποσπάσματα για το πτώμα του γιου της που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν έχεις παραισθήσεις («Νομίζω ότι θα τρόμαζε πάρα πολύ οποιονδήποτε άλλον να διατηρεί τον γιο του έτσι κοντά του – αλλά όχι εμένα») – ειδικά στο σημείο που καλεί έναν tattoo artist να της κάνει τατουάζ και όταν εκείνος την ρωτάει «τι είδους», τον οδηγεί στο πτώμα του Μπεν και του δείχνει ένα τατουάζ στο νεκρό χέρι του.
Διαβάζοντας όλα αυτά, προκαλείται ίσως μια ανησυχητική σκέψη στον αναγνώστη. Μπορεί να ήταν πρόθυμη να τα πει όλα αυτά στο υλικό που συγκέντρωσε η κόρη της, είναι σίγουρο όμως ότι ήθελε να δημοσιευτούν όλα αυτά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Είναι επίσης εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο η Κίου μοιάζει σχεδόν να εκλιπαρεί τον αναγνώστη να κατανοήσει και να αγαπήσει τη μητέρα της, όσο και η ίδια. Τελικά, πρόκειται για ένα βιβλίο που βασίζεται στη θλίψη και στο πένθος: Της Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ για τον πατέρα και τον γιο της, αλλά και μιας κόρης (της Ράιλι Κίου) για τη μητέρα της.
Με στοιχεία από The Guardian