Η κυβέρνηση Τραμπ παρουσιάζει την Ευρώπη ως ήπειρο που βρίσκεται σε «τροχιά πολιτισμικής εξάλειψης» μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, αποδίδοντας την υποτιθέμενη παρακμή στη μετανάστευση και στη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Τα συμπεράσματα περιλαμβάνονται στη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ένα έγγραφο 33 σελίδων που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη και αποτυπώνει με καθαρό τρόπο το δόγμα «America First».
Το κείμενο εμφανίζεται ως «οδικός χάρτης» για να διατηρήσουν οι ΗΠΑ την ισχύ και το διεθνές τους κύρος, αλλά ταυτόχρονα διατυπώνει ευθεία πολιτική στήριξη σε εθνικιστικά, ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης. Σύμφωνα με τη Στρατηγική, η ήπειρος βρίσκεται σε οικονομική κάμψη, ωστόσο «το πραγματικό πρόβλημα» εντοπίζεται σε «δραστηριότητες της ΕΕ που περιορίζουν την πολιτική ελευθερία και την εθνική κυριαρχία», σε μεταναστευτικές πολιτικές που «μετασχηματίζουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα» και σε «μηχανισμούς λογοκρισίας και καταστολής της πολιτικής αντιπολίτευσης».
Αναπαραγωγή της ρητορικής περί «αλλαγής πληθυσμού»
Σε αρκετά σημεία, το έγγραφο υιοθετεί την επιχειρηματολογία της θεωρίας «μεγάλης αντικατάστασης», υποστηρίζοντας ότι ορισμένες χώρες «κινδυνεύουν να γίνουν κατά πλειονότητα μη ευρωπαϊκές» και ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει «τον υπαρκτό κίνδυνο πολιτισμικής εξάλειψης». Προσθέτει ότι, αν διατηρηθούν οι σημερινές τάσεις, «η ήπειρος θα είναι αγνώριστη σε λιγότερο από 20 χρόνια».
Με αυτό το σκεπτικό, το κείμενο θέτει ως αμερικανική προτεραιότητα την «καλλιέργεια αντίστασης» σε κράτη-μέλη της ΕΕ απέναντι στη «σημερινή πορεία» της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση της ανάληψης μεγαλύτερου μεριδίου ευθύνης για την ευρωπαϊκή άμυνα και την περαιτέρω πρόσβαση των αμερικανικών εταιρειών στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιοχάν Βάντεπουλ, σχολιάζοντας το έγγραφο την Παρασκευή, χαρακτήρισε τις ΗΠΑ αναντικατάστατο εταίρο στα ζητήματα ασφάλειας, αλλά διευκρίνισε ότι οι «ελευθερίες έκφρασης και ο τρόπος λειτουργίας των δημοκρατικών μας κοινωνιών» είναι ζητήματα που οι Ευρωπαίοι «θα συνεχίσουν να συζητούν μεταξύ τους, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις». «Δεν χρειαζόμαστε συμβουλές», είπε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, το έγγραφο δεν περιορίζεται σε γενικές κριτικές. Αντιθέτως, χαιρετίζει την άνοδο ακροδεξιών και εθνικιστικών σχημάτων στην Ευρώπη, τονίζοντας ότι η «διεύρυνση της επιρροής πατριωτικών κομμάτων» αποτελεί «σημάδι αισιοδοξίας». Υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να «υπερασπιστούν την ελευθερία έκφρασης» και να στηρίξουν «την αδιαπραγμάτευτη προβολή της ιδιαίτερης ιστορίας και ταυτότητας κάθε ευρωπαϊκού έθνους». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λευκός Οίκος έχει ενισχύσει τις επαφές του με κόμματα όπως η γερμανική AfD· τον Σεπτέμβριο, υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος είχε συναντήσεις με ανώτερους αξιωματούχους στην Ουάσινγκτον.
Επικρίσεις στην ευρωπαϊκή στάση για τη Ρωσία και τον πόλεμο στην Ουκρανία
Το κείμενο συνδέει την «έλλειψη ευρωπαϊκής αυτοπεποίθησης» με τη στάση της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρει, η Ευρώπη διαθέτει «σημαντικό πλεονέκτημα σκληρής ισχύος». Η κυβέρνηση Τραμπ υποστηρίζει ότι η Ουάσινγκτον έχει «βασικό συμφέρον» στη γρήγορη επίτευξη κατάπαυσης του πυρός, όμως βρίσκεται «σε αντίθεση με Ευρωπαίους αξιωματούχους που διατηρούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον πόλεμο», στηριζόμενοι «σε ασταθείς κυβερνήσεις μειοψηφίας» οι οποίες «καταπνίγουν την αντιπολίτευση».
Το έγγραφο υποστηρίζει ότι «η μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών επιθυμεί ειρήνη», αλλά αυτό δεν αποτυπώνεται σε πολιτικές λόγω «παρεμβάσεων που υπονομεύουν δημοκρατικές διαδικασίες». Η δημοσιοποίησή του συνέπεσε με δημοσίευμα που θέλει τον Εμανουέλ Μακρόν να έχει προειδοποιήσει τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι ότι οι ΗΠΑ μπορεί να «υποχωρήσουν στο ζήτημα των εδαφών χωρίς σαφή σχήματα ασφαλείας για την Ουκρανία».
Η Ευρώπη ως «ζωτικός» εταίρος
Παρά την οξεία ρητορική, η Στρατηγική αναγνωρίζει ότι η ήπειρος παραμένει «στρατηγικά και πολιτισμικά κρίσιμη» για την αμερικανική ισχύ. Τονίζει τη σημασία του διατλαντικού εμπορίου για την παγκόσμια οικονομία και σημειώνει ότι οι ΗΠΑ «χρειάζονται μια ισχυρή Ευρώπη» ώστε να αποτραπεί «οποιοσδήποτε αντίπαλος από το να κυριαρχήσει στην ήπειρο». Κλείνει με την επισήμανση ότι η Ουάσινγκτον επιδιώκει συνεργασία με κράτη «που επιθυμούν να ανακτήσουν το πρώην μεγαλείο τους».
Με πληροφορίες από Guardian