«Μπάρμαν στη Μύκονο». Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη για τη LiFO

«Μπάρμαν στη Μύκονο». Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη για τη LiFO Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης / LIFO
0

Ξαναπήγα στη Μύκονο το 2009 - είχα να πάω από το 1973, το καλοκαίρι, που, όντας φοιτητής, δούλεψα μπάρμαν στο ξενοδοχείο «Άλκηστις» στον Άγιο Στέφανο.

Αναρωτιόμουνα πόσο θα έχει αλλάξει το ξενοδοχείο, η περιοχή, το αίσθημα. Τώρα θα ήταν εντελώς αγνώριστα. Είχα πάει εκεί πριν τριάντα έξι χρόνια, από πρόσκληση ενός φίλου, του Πάνου, που είχε πιάσει νωρίτερα δουλειά στη ρεσεψιόν. Φτάνοντας ξεκίνησα ως γκρουμ, κουβαλούσα βαλίτσες όσων έφταναν ή έφευγαν, αλλά επειδή ο μπάρμαν, ένα παιδί απ' τον Βόλο, για κάποιον λόγο έπρεπε να φύγει, μου προτάθηκε η θέση του. Πήγα με μεγάλη χαρά - ήταν η χρυσή εποχή της Μυκόνου: πρίγκιπες, πάμπλουτοι ξένοι, εξαίσιες καλλονές, μορφωμένοι και πανέμορφοι άνθρωποι γέμιζαν νυχθημερόν τον πάγκο του μπαρ, πίνοντας, κουβεντιάζοντας, φλερτάροντας.

Δούλευα απ' τις εννιά το πρωί ως τις έντεκα το βράδυ κι έκανα τα πάντα: σέρβιρα, κουβέντιαζα, έβαζα μουσική, καθάριζα τα τραπεζάκια, έπλενα τα ποτήρια, σκούπιζα τελειώνοντας.

Και μετά, μαζί με τον Πάνο, κατεβαίναμε και το ξενυχτούσαμε στη Μύκονο - με τρεις ώρες ύπνο ήμουνα μια χαρά. Ετών είκοσι.

Φτάνοντας τώρα, στα 2009, σκεφτόμουνα πως δεν θα αναγνωρίσω τίποτα από την παλιά κατάσταση: τη διάταξη του ξενοδοχείου, τη ρεσεψιόν, τα δωμάτια που ήταν χτισμένα σε μικρές ομάδες, σε μπλοκ, στην πλαγιά του λόφου, το μπαρ με τα τζαμωτά γύρω και τη βεράντα μπροστά που έβλεπε κάτω ιδανικά, πανοραμικά, στον κόλπο.

Μπαίνοντας, όμως, έμεινα άναυδος: όλα ήταν τα ίδια, απαράλλαχτα σχεδόν, σαν παγωμένα μέσα στον χρόνο, ανέγγιχτα απ' τη φθορά, απ' τις εποχές, απ' τις μόδες, απ' τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Όπως ακριβώς τότε. Σαν επινόηση της μνήμης. Μου φάνηκε περίεργο, σχεδόν εξωφρενικό, και μπήκα στη ρεσεψιόν και ρώτησα πού είναι το αφεντικό - εμφανίστηκε μια κυρία, γύρω στα εξήντα. Φαινότανε κουρασμένη περισσότερο, παρά γερασμένη - αλλά ευγενής.

Της είπα, αδέξια, γιατί είχα πάει εκεί και μετά τη ρώτησα, διακριτικά, πώς και δεν είχε αλλάξει τίποτα. Μου απάντησε πως το 1974, έναν χρόνο δηλαδή αφότου φύγαμε απ' τη Μύκονο, ο άντρας της και ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου έπαθε ανακοπή. Πέθανε ξαφνικά. Και παρότι είχε πάρει δάνεια γιατί σχεδίαζε μια γενική ανακαίνιση, αυτή, που τον διαδέχτηκε, τη ματαίωσε. Δεν είχε τις δυνάμεις, ούτε συγγενείς να τη βοηθήσουν. Και τα κράτησε αναγκαστικά όλα, όπως ήταν - ή σχεδόν, κάνοντας απλή συντήρηση στις φθορές.

Πήγαμε μαζί στο μπαρ. Ήταν πραγματικά ολόιδιο κι έσκασαν μέσα μου χιλιάδες εικόνες που συνωθούνταν, που είχαν κρατηθεί στη φραγή της μνήμης, ξεχασμένες - ήχοι από ποτήρια, φωνές, πρόσωπα φευγαλέα, μουσικές, μαλλιά γυναικών που έρχονταν το απόγευμα και μόλις είχαν λουστεί κι ετοιμαστεί για τη βραδινή διασκέδαση. Ο Βέλγος, για ένα κλάσμα, εργοστασιάρχης, που μια φορά μου ζήτησε ούζο με πορτοκαλάδα. Ο Μούντυ, ο Αιγύπτιος, που δούλευε στην κουζίνα κι έπαιζε τα πιο τέλεια κρουστά που άκουσα με τα τηγάνια και τις κατσαρόλες. Ο Ιταλός κοινωνιολόγος με την πανέμορφη γυναίκα, που μου μιλούσε συνέχεια για την Αναρχία - μπήκα για λίγο πίσω απ' τον πάγκο. Ένιωσα, αίφνης, είκοσι χρόνων - γύρισα πίσω κι είδα στον καθρέφτη: άσπρα μαλλιά, λίγα, ακατανόητη έκφραση.

Η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου με παρατηρούσε σιωπηλή. Βγήκα στη βεράντα - θυμήθηκα, ξαφνικά, εκείνο τον κολυμβητή που κάθε απόγευμα, στις έξι, έκανε τον διάπλου του μικρού κόλπου, πέρα-πέρα, και μετά επέστρεφε. Κατέβηκα απ' τις σκάλες και πλησίασα στο πρώτο μπλοκ δωματίων, στα δεξιά. Κοίταξα το γωνιακό, με το μικρό μπαλκονάκι. Γύρισα να δω, στην πόρτα. Είχε το ίδιο νούμερο, όπως τότε: 211.

Και ξαναείδα τη σκηνή: δυόμισι ή ώρα το πρωί, μέσα σ' αυτό το δωμάτιο, κι εγώ ξαπλωμένος, στο κρεβάτι, γυμνός, κάπνιζα. Η Χέλγκα, Γερμανίδα που σπούδαζε φαρμακοποιός, μόνο με το σλιπ του μαγιό, γονατιστή, στο πάτωμα, μέσα στο λοξό φως της σελήνης, ήθελε να κόψει ένα μεγάλο καρπούζι. Αλλά δεν έβρισκε μαχαίρι κι όλα στο ξενοδοχείο ήταν κλειστά. Πήγε στο μπάνιο κι έφερε ένα ξυραφάκι καινούργιο. Το ξεφλούδισε κι άρχισε να κόβει το καρπούζι προσεκτικά, λέγοντάς μου στα γαλλικά:

— Je suis une femme pratique.

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ