«Kάθε φορά που μυρίζω ούζο, θυμάμαι την ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ»

Η Ταβέρνα «Πλάτων» στο Βούπερταλ Facebook Twitter
Οι φιλόξενοι ιδιοκτήτες που φροντίζουν σαν παιδιά τους τούς πελάτες τους. Φωτ.: M. Hulot.
0

Έχουμε αργήσει λίγο και οι γονείς του Πρόδρομου έχουν βγει στην πόρτα του μαγαζιού, στο ψιλόβροχο, να μας προϋπαντήσουν, σαν γονείς που περιμένουν τα παιδιά τους.

Φτάσαμε λοιπόν. Εδώ είναι ο «Πλάτων», ένα μέρος που μυρίζει Ελλάδα, γεμάτο χορτάτους θαμώνες που αποχαιρετούν με γέλια και χαρές τους ιδιοκτήτες. Μοσχοβολάει ξύλο, έχει ένα παλιό ξύλινο μπαρ κοντά στην είσοδο, ένα τζουκ μποξ, αγάλματα και αντικείμενα από την Ελλάδα. Μοιάζει σαν να μπαίνουμε σε σπίτι ελληνικό με μνήμες πολλών χρόνων και ανθρώπων.

Το μαγαζί είναι μεγάλο, μοιάζει με λαβύρινθο γεμάτο φυτά που αγκαλιάζουν κάθε κολόνα και γωνιά του και ο κήπος στην πίσω μεριά θυμίζει μικρή ζούγκλα. Είναι το πάθος της Ελένης τα φυτά, που έχουν γίνει δέντρα, και τα κλαδιά τους γέρνουν προστατευτικά στα τραπέζια∙ είναι το πάθος του Παύλου να σώζει τα παλιά έπιπλα που αφήνουν όσοι επιστρέφουν στην Ελλάδα ή βρίσκει σε παλαιοπωλεία. Μαγικοί μπουφέδες από καρυδιά με τα σερβίτσια τους μέσα –ο χρόνος, λες, δεν έχει περάσει από πάνω τους–, σερβάντες και παλιά υπέροχα βαριά τραπέζια, σαν να φυτεύτηκε μια ταβέρνα σε έναν κήπο-αντικερί. Κάθε σεπαρέ του μαγαζιού θυμίζει μια οικογενειακή τραπεζαρία σε κυριακάτικη γιορτή.

Έχει περάσει η ώρα και νομίζουμε ότι είμαστε στην τραπεζαρία του σπιτιού συγγενικών μας προσώπων. Από το βάθος κάπου φτάνει ένα τραγούδι του Χιώτη. Είναι σαν μια γλυκιά, γεμάτη θέρμη επιστροφή σε οικογενειακά τραπέζια άλλων δεκαετιών.

Η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται σε λίγα λεπτά από τους φιλόξενους ιδιοκτήτες που φροντίζουν σαν παιδιά τους τούς πελάτες τους. Αν και εστιάτορες, δεν πίνουν σταγόνα. Κάνουμε τις προπόσεις μας, με κρασί εμείς, με νερό εκείνοι.

Ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ Facebook Twitter
Φωτ.: M. Hulot

Ο Παύλος γεννήθηκε στο Κιλκίς, η Ελένη σε ένα χωριό της Κατερίνης. Οι οικογένειές τους ήταν κλασικό παράδειγμα όσων μετά τη διακρατική συμφωνία το 1960 μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης ως «φιλοξενούμενοι εργάτες» (Gastarbeiter) σε μια χώρα της οποίας το εγχώριο εργατικό δυναμικό δεν αρκούσε για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση λόγω της μεγάλης ανοικοδόμησης και της εξίσου μεγάλης βιομηχανικής ανάπτυξης. Έφτασαν στο Βούπερταλ, εκείνος στα 13, εκείνη στα 10, και πολύ σύντομα μπήκαν στη βιοπάλη. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν επέτρεψαν ποτέ στον Πρόδρομο και στη δίδυμη αδερφή του να δουλέψουν στην ταβέρνα. Ήθελαν να μορφωθούν τα παιδιά τους και να γυρίσουν στην Ελλάδα.

Γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, έφτιαξαν το δικό τους σπιτικό, έμαθαν να στύβουν την πέτρα για να κάνουν το βιός τους. Ο Παύλος ήταν «τυχερός», δεν δούλεψε σε εργοστάσιο, δούλεψε ως βοηθός ενός διακοσμητή εσωτερικών χώρων και στη συνέχεια στην εστίαση. Από την πρώτη δουλειά τού έμεινε το μεράκι, έτσι διακοσμεί την ταβέρνα με κέφι και τρέλα, ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και τις μεγάλες γιορτές. Η Ελένη δούλευε για χρόνια στην Johnson & Johnson, που το εργοστάσιό της καπνίζει και σήμερα στην άλλη άκρη της πόλης.

Το 1990 πήραν την απόφαση και αγόρασαν την ταβέρνα, που την είχε ένας Έλληνας ο οποίος μετακόμισε σε άλλη πόλη της Γερμανίας. Κράτησαν το όνομα, τη διαρρύθμιση και την πελατεία που έρχεται σταθερά εδώ και πολλές δεκαετίες. Αυτές τις τρεις δεκαετίες που είναι ιδιοκτήτες, και μέχρι τον κορωνοϊό, ο Πλάτων είχε μόνο ένα ρεπό τον χρόνο, στις 24 Δεκεμβρίου. Ήταν η μοναδική μέρα που η οικογένεια Τσινικόρη την περνούσε στο σπίτι, η μοναδική μέσα στις 365 του χρόνου που έφτιαχναν όλοι μαζί πρωινό και μεσημεριανό. Όλες τις υπόλοιπες η ταβέρνα δούλευε από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ. Με το take away και τις καραντίνες άλλαξαν τα ωράρια: ανοίγει το απόγευμα στις 5 και μένει μέχρι τις 12 το βράδυ, ενώ κάθε Δευτέρα είναι το πολυπόθητο ρεπό.

Ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ Facebook Twitter
Μοσχάρι γιουβέτσι. Φωτ.: M. Hulot.

Οι πελάτες τους είναι σε ένα ποσοστό 90% Γερμανοί που έρχονται για να γευθούν ελληνική κουζίνα η οποία στη χώρα τους έχει ταυτιστεί με τα ψητά κρέατα. Αν και η κοινωνία έχει γίνει λιγότερο κρεατοφαγική, οι ιδιοκτήτες επιμένουν ευλαβικά στο μενού τους – θα πάνε σε άλλα εστιατόρια οι πελάτες να δοκιμάσουν χορτοφαγικά πιάτα, το μαγαζί είναι παλιάς κοπής και δεν σηκώνει πειραματισμούς.

Στην κουζίνα με την τεράστια ψησταριά και τους φούρνους όπου μαγειρεύονται τα κρέατα, ψήστης είναι ο Σταύρος, ο αδελφός του Παύλου. Οι γυναίκες τους, Ελένη και Ήρα, είναι επί ποδός στον μπουφέ, στο σέρβις ο Παύλος. Τίποτα δεν ξεφεύγει από τον παλιό κανόνα της ελληνικής κουζίνας. 

Εν τω μεταξύ, με τις ιστορίες να ξεδιπλώνονται στο τραπέζι έχει φτάσει ζεστό, ψημένο ψωμί, έχουν φτάσει τα ορεκτικά, μελιτζανοσαλάτα και τζατζίκι και τυροσαλάτα, φάβα και ταραμοσαλάτα χειροποίητες και μια χωριάτικη σαν περιβόλι, όλο χρώμα, με έξτρα γαρνιτούρα μικρές καρδιές μαρουλιών, όλα φρεσκοκομμένα και μυρωδάτα. Από δίπλα φρεσκοτηγανισμένες πατάτες κομμένες στο χέρι, με χοντρό αλάτι και ρίγανη. Το λάδι της σαλάτας μοσχοβολάει, η πικάντικη φέτα είναι ελληνική, όπως και τα περισσότερα προϊόντα.

Ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ Facebook Twitter
Το λάδι της σαλάτας μοσχοβολάει, η πικάντικη φέτα είναι ελληνική, όπως και τα περισσότερα προϊόντα. Φωτ.: M. Hulot.

Μια πιατέλα με ψητό κατσικάκι που λιώνει στο στόμα και μοσχοβολάει μυρωδικά και σκόρδο με πατάτες φούρνου φτάνει στο τραπέζι∙ το κρέας, αρνί ή κατσίκι, συνήθως «μπανιάρεται» σε μαρινάδα με σκόρδα κρυμμένα μέσα στην τρυφερή του σάρκα μία ολόκληρη μέρα προτού μπει στον φούρνο. Για να τα δοκιμάσουμε όλα μάς φέρνουν και χειροποίητα χοιρινά καλαμάκια και αφράτα, πλασμένα στο χέρι μοσχαρίσια μπιφτέκια. Μοσχοβολάνε ο μαϊντανός και το κρεμμυδάκι τους σε μερίδες τεράστιες που δοκιμάζουμε με σιγανά βογγητά ευχαρίστησης.

Από την πεντακάθαρη μεγάλη κουζίνα σε λίγη ώρα φτάνει το «κυρίως θέμα», μια πελώρια πιατέλα με φαρδιές φέτες καλοψημένο γύρο και φρεσκοκομμένες λεπτές φέτες κρεμμύδια. Μοσχοβολάει ο τόπος και δικαίως, αυτό το πιάτο είναι που έχει κάνει διάσημο το μαγαζί, είναι το μεγάλο σουξέ του: ο λεπτοκομμένος, χειροποίητος γύρος. 

Ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ Facebook Twitter
Aυτό το πιάτο είναι που έχει κάνει διάσημο το μαγαζί, είναι το μεγάλο σουξέ του: ο λεπτοκομμένος, χειροποίητος γύρος. Φωτ.: M. Hulot.

Το κρέας φιλετάρεται, αφού έχει μαριναριστεί σε μπαχάρια από την προηγούμενη, για να ποτίσει με τα αρώματα, και περνιέται φέτα-φέτα στο σουβλί. Αν ήταν όλο λίπος θα ψηνόταν γρήγορα, θα άρπαζε και θα έφτανε άψητος και άνοστος στο τραπέζι, τα καρυκεύματα θα είχαν καεί. Αυτός είναι ο πιο ωραίος γύρος που έχω φάει, δεν έχω θελήσει να ξαναφάω άλλον, κατεψυγμένο ή προψημένο, από τότε που γύρισα στην Ελλάδα. Είναι ένα πράγμα ατόφιο, σπιτικό, σαν τους γύρους που φτιάχνουν οι γιαγιάδες στη Φθιώτιδα σε αυτοσχέδιες ψησταριές και τρελαίνεσαι. Ό,τι έχουμε δοκιμάσει εδώ, σε αυτή την ελληνική ταβέρνα, αντιπροσωπεύει μια αυθεντική ελληνική κουζίνα με νόστιμα, απλά πιάτα.

Έχει περάσει η ώρα και νομίζουμε ότι είμαστε στην τραπεζαρία του σπιτιού συγγενικών μας προσώπων. Από το βάθος κάπου φτάνει ένα τραγούδι του Χιώτη. Είναι σαν μια γλυκιά, γεμάτη θέρμη επιστροφή σε οικογενειακά τραπέζια άλλων δεκαετιών. Οι οικοδεσπότες μας, που τα χέρια τους μάτωσαν στη δουλειά, έζησαν ανυπέρβλητες δυσκολίες και μπήκαν στη βιοπάλη από παιδιά, χαμογελάνε καλόκαρδα και επιμένουν να ονειρεύονται εκεί, στον «Πλάτωνα», που είναι μια συγκινητική προέκταση της πατρίδας, ότι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ Facebook Twitter
Το 1990 πήραν την απόφαση και αγόρασαν την ταβέρνα, που την είχε ένας Έλληνας ο οποίος μετακόμισε σε άλλη πόλη της Γερμανίας. Κράτησαν το όνομα, τη διαρρύθμιση και την πελατεία που έρχεται σταθερά εδώ και πολλές δεκαετίες. Φωτ.: M. Hulot.

Όπως σε όλα τα ελληνικά εστιατόρια της Γερμανίας, έτσι κι εδώ υπάρχει η παράδοση να σε κερνάνε, ως επιδόρπιο, ένα ποτηράκι ούζο στο τέλος της βραδιάς.

Πριν φύγουμε μας χαρίζουν ωραίες κούπες για τον καφέ. Έχουν βγει στην πόρτα και στέκονται κουνώντας μας το χέρι, μέχρι να χαθούν από τα μάτια μας, καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει τους έρημους δρόμους της πόλης και απομακρύνεται στην υγρή νύχτα. 

Για κάποιον παράξενο λόγο, από τότε, κάθε φορά που μυρίζω ούζο, σκέφτομαι το Βούπερταλ, τον Παύλο, την Ελένη και τώρα που γράφω αυτό το κομμάτι σηκώνω ένα φανταστικό ποτήρι και πίνω στην υγειά τους. Καλή πατρίδα, αγαπητοί φίλοι, καλή αντάμωση!

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στo φανζίν Ταβέρνα

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η αγκινάρα

Γεύση / «Ο καλύτερος μεζές είναι η κεφαλή της άγριας αγκινάρας»

Χοιρινό με αγκιναρόφυλλα κοκκινιστά στη Σητεία, κεφαλές αγκινάρας γεμιστές με ρύζι στην Κάσο και αγκινάρες-μουσακά στην Άνδρο: η αγκινάρα δίνει τόσο πολλά τη στιγμή που διεκδικεί μόνο το ελάχιστο.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Aspasia: Πώς η Σταυριανή Ζερβακάκου έστησε ένα εστιατόριο-προορισμό

Γεύση / Aspasia: Ένα εστιατόριο που ανταμείβει κάθε στροφή του δρόμου προς τη Μάνη

Στο απόγειο της φήμης της, η Σταυριανή Ζερβακάκου αποφάσισε να επιστρέψει σε έναν τραχύ τόπο και να στήσει ένα εστιατόριο-προορισμό σε έναν μικρό ορεινό οικισμό, αξιοποιώντας στην κουζίνα της όσα άγρια της δίνει το μέρος.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η άνοιξη και το καλοκαίρι της ρίγανης

Γεύση / H ρίγανη που δίνει γεύση στα καλοκαίρια μας

Είναι το πιο δημοφιλές μυριστικό της Aνατολικής Μεσογείου και δίνει ιδέες για μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά καλοκαιρινά εδέσματα, όπως η ριγανάδα, ο ντάκος, η χωριάτικη σαλάτα και οι ριγανάτες σαρδέλες.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Quinn’s: Γιατί όλοι πίνουν Dry Martini «στου Ηλία» Μαρινάκη 

Γεύση / Quinn’s: Γιατί όλοι πίνουν Dry Martini στου Ηλία Μαρινάκη 

Στην πιάτσα των Ιλισίων, σε ένα μέρος όπου όλα είναι μελετημένα, ένας πολύπειρος και προσγειωμένος μπάρμαν μας καλεί να χαθούμε στον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων», συζητώντας και πίνοντας κλασικά αλλά αναβαθμισμένα κοκτέιλ.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΠΑΚΑΛΙΚΑ, DELI

Γεύση / Ο μεγάλος οδηγός του Αθηναίου καλοφαγά: Τα 51 πιο νόστιμα σημεία της πόλης

Εξειδικευμένα παντοπωλεία, deli με αλλαντικά και τυριά από την Ελλάδα και τον κόσμο, χασάπικα για κρέατα άριστης ποιότητας, κάβες και φούρνοι με ψωμιά παραδοσιακά αλλά και νέας εποχής, σε μια λίστα που μπορεί να είναι ο παράδεισος του foodie.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Είναι η τούρτα αμυγδάλου του Μπόζα η πιο ωραία στην Αθήνα;

Γεύση / Είναι η τούρτα αμυγδάλου του Μπόζα η πιο ωραία τούρτα της Αθήνας;

Όσο και αν η τέχνη της ζαχαροπλαστικής έχει κάνει άλματα στη χώρα μας, δεν έχουμε πάψει ποτέ να αγαπάμε τα «παλιά γλυκά» που μας θυμίζουν παιδικά χρόνια, οικογενειακές συγκεντρώσεις, γενέθλια και γιορτές.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ωδή στην pure σεβεντίλα: Ένα σπίτι που μοιάζει με μικροοργανισμό.

Γεύση / Ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο που αποθεώνει τα απίθανα '70s

Το σπίτι του Γιώργου Κελέφη, εκδότη του περιοδικού ΟΖΟΝ, στο Παλαιό Φάληρο ‒σχεδιασμένο από τους σπουδαίους αρχιτέκτονες Δημήτρη και Σουζάνα Αντωνακάκη‒ μοιάζει με χρονοκάψουλα που σε μεταφέρει στη δεκαετία του ’70.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Τα κρασιά της Κεφαλονιάς: Ρομπόλα, Μαυροδάφνη και άλλες εξαιρετικές ποικιλίες

Το κρασί με απλά λόγια / Τα κρασιά της Κεφαλονιάς: Ρομπόλα, Μαυροδάφνη και άλλες εξαιρετικές ποικιλίες

Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης ταξιδεύουν στους αμπελώνες της Κεφαλονιάς, με οδηγό τον οινοποιό Ευρυβιάδη Σκλάβο. Μαθαίνουμε για τις γνωστές, αλλά και τις πιο σπάνιες ποικιλίες του νησιού, καθώς και για τον ρόλο που παίζει το βουνό Αίνος στην αμπελουργία του.
THE LIFO TEAM