Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν, Αναστασία Βουτυρόπούλου

*Τα αποσπάσματα απ' την ΕΡΤ/ΝΕΤ προέρχονται απ' το Αρχείο της ΕΡΤ, το οποίο ευχαριστούμε θερμά για την άδεια χρήσης 

Από το άρθρο της Τίνας Μανδηλαρά στη LIFO για την αυτοβιογραφία του Σαββόπουλου:

Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης έλεγε ότι ζωγραφίζει τα γυμνά του ο Γιάννης Τσαρούχης στο κείμενό του «Για το ζεϊμπέκικο» το 1982, μετά αγάπης και ομολογίας μιας δικής του πίστεως, ελληνοθρεμμένης και ξέφρενης, ξεδιπλώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής και της καριέρας του στην αυτοβιογραφία του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα. Εδώ ο αφηγητής Σαββόπουλος γίνεται, για μία ακόμα φορά, ο γνωστός παραμυθάς της προφορικής μας παράδοσης όχι μόνο για να μας θυμίσει όλα όσα τον διαμόρφωσαν αλλά και για να ζητήσει συγγνώμη γιατί, όπως θα έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι, ήταν λειψός επειδή τίποτα ανθρώπινο δεν του ήταν ξένο.

Ως εκ τούτου, δεν μετανιώνει για τα σφάλματα και τις λοξοδρομήσεις στο πλαίσιο της συγκυρίας των ιστορικών ημερών αλλά εμφανίζεται πολύ έντονα απολογητικός στους δικούς του ανθρώπους και τους ομοτέχνους του, σαν ένας τρυφερός καλλιτέχνης που φοράει τον φθαρτό μανδύα της θνητότητας. Εκεί λέει ότι μετρήθηκε και βρέθηκε λειψός, καθώς, μεταξύ άλλων, φέρθηκε άδικα στον γιο του επειδή του έσπασε το ωραίο, καινούργιο ποδηλατάκι του, ζήλεψε και απομακρύνθηκε από τη συζυγική κλίνη, ήταν σκληρός με τους γονείς του και την οικογένειά του, φάνηκε παραδόπιστος και ενίοτε αλαζονικός προς φίλους και ομοτέχνους του, από τους οποίους ζητάει επίσης συγγνώμη, ειδικά από τους τεθνεώτες Μάνο Χατζιδάκι και Θάνο Μικρούτσικο – αυτή η αναγκαστική συνάφεια με τους ανθρώπους που αγαπούσε τον έφερε, όπως λέει, κοντά στο μέτρο των πραγμάτων. Από μια τέτοια συγγνώμη για τη στάση του προς τη Σοφία Βέμπο, που τον επισκέφθηκε μια φορά στο μαγαζί όπου εμφανιζόταν, και ως φόρος τιμής γράφτηκε το 1993 το «Ρεφραίν σ’ αγαπώ», όπου αναφέρεται «στον θείο Μίμη Τραϊφόρο» και «στη Βέμπο τη θεά», επικαλούμενος την ανατροπή του τραγουδιού που έρχεται στο ρεφραίν.

Είναι η ίδια αυτή η ιερή θνητότητα που τον έφερε στη ζωή, παραμονή του Εμφυλίου, στις 2 Δεκέμβρη του 1944, προδιαγράφοντας την έντονα ανήσυχη κλίση του και τον αποσυνάγωγο χαρακτήρα που τον έκανε να φαντάζεται στιχάκια μαζί με μουσικές, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, στο εφηβικό κρεβάτι και αργότερα στα κρατητήρια ή στον στρατό, όπου, για να μην τρελαθεί, μετέφρασε το «Wicked Messenger» του Ντίλαν, το οποίο έγινε ο γνωστός λειψός «Άγγελος Εξάγγελος». Είναι αυτός ο μαντατοφόρος Άγγελος, όπως γράφει, που «μας έλεγε μόνο ό,τι θέλαμε να ακούσουμε, και ποτέ την αλήθεια».

Το ειρωνικό στοιχείο που αμφισβητούσε την επιβολή μιας μόνης αλήθειας, είτε επρόκειτο για πολιτικές ιδεολογίες είτε για απηνή δόγματα, διαπέρασε τη μουσική και τους στίχους του Σαββόπουλου, μάλιστα ο ίδιος επιμένει ότι είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένα (όχι μόνο οι στίχοι αλλά και η μουσική είναι ολόκληρος χαρακτήρας στα τραγούδια του, όπως ο ρυθμός και ο τόνος). Ο ίδιος εξηγεί ότι η διαρκής λογοκρισία που υφίσταντο τα τραγούδια του την εποχή της χούντας προκάλεσε αλλαγές όχι μόνο στους τίτλους και τους στίχους αλλά και στον ρυθμό, μαζί και αναγκαστικές σιωπές στη θέση των κομμένων λέξεων. Μακριά από τη χώρα του, κατά τη διάρκεια της χούντας, στο Παρίσι, στο στέκι Σεν Κλοντ, έγραψε την «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα», που για να το περάσει από τη λογοκρισία το έκανε «Ωδή στον Καραϊσκάκη». Είναι το ίδιο στέκι όπου έπαιζε φλιπεράκια με τον «ασυναγώνιστο», όπως λέει, Φασιανό. «Πέντε μήνες στο Παρίσι τραγούδια έγραφα και έπαιζα φλιπεράκι».

Κράτησε και τις ωραίες εικόνες από τα πλήθη που παρατηρούσε, όπως πάντα, στον δρόμο ή στους στίχους του Ζακ Πρεβέρ, «όπου η όμορφη μέρα τραβάει τον εργάτη απ’ το ρούχο του», που ενέπνευσε το «Ήλιε κόκκινε αρχηγέ», απ’ όπου, όμως, αφαίρεσε, λόγω λογοκρισίας, το επαναστατικό κόκκινο, το οποίο είδαμε κατόπιν να γίνεται το κόμμα που τραβάει από το μανίκι, μια ειρωνική επισκόπηση του καταναγκασμού της αριστεράς, που τον έβαλε στα μαύρα κατάστιχα. Εξαιτίας αυτού του στίχου, μάλιστα, κάποια χρόνια αργότερα οι Κερκυραίοι κομματάρχες τού ζήτησαν να αναβάλει μια συναυλία στο νησί τους, ενώ και πάλι λόγω πολιτικής ορθότητας έφτασε να διαφωνήσει με τους υπεύθυνους της απόδοσης της μουσικής του στους Αχαρνής του Αριστοφάνη το 1976 στο Θέατρο Τέχνης· αποφάσισε τελικά να κάνει μια δική του παράσταση με τίτλο «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» σε υπόγειο της Πλάκας. Μαζί του τότε τραγουδούσαν, μεταξύ άλλων, οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας και Βαγγέλης Ξύδης, δηλαδή κάποιοι από τους συνενόχους σε αυτό το παράξενο μοναχικό κάστρο του τραγουδοποιού, το οποίο διαφύλαξε και τίμησε, με δονκιχοτική τρέλα, αριστοφανική χαρά και ανατρεπτική θυμοσοφία σε όλη τη ζωή του. «Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει», γράφει σε μία από τις πιο όμορφες στιγμές αυτού του γραμμένου σε πολυτονικό βιβλίου.