ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΠΕΙΡΑ δημοσιεύματα που κατέκλυσαν σε χρόνο μηδέν το ελληνικό διαδίκτυο αμέσως μετά την αναγγελία θανάτου του Διονύση Σαββόπουλου, κάπου τον είδα να κοσμεί ένα εξώφυλλο του περιοδικού Επίκαιρα, τον Νοέμβριο του 1972. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα 28 (κι ας έμοιαζε μεγαλύτερος), είχε όμως προλάβει να κυκλοφορήσει τέσσερα μνημειώδη άλμπουμ: Φορτηγό, Το περιβόλι του τρελού, Μπάλος, Το βρώμικο ψωμί. Θα μπορούσε να μην έχει κάνει τίποτε άλλο μετά, θα μπορούσε να έχει εξαφανιστεί, και πάλι θα αρκούσαν και με το παραπάνω για κατοχυρώσουν, εκ των υστέρων έστω, τη θέση του ως όχι μόνο ως κορυφαίου σύγχρονου τραγουδοποιού (για κάποιο λόγο, η ιδιότητα «τραγουδοποιός» κλωτσάει πάνω του, παρότι μοιάζει ακριβής).
Ο τίτλος στο εξώφυλλο του περιοδικού τον συστήνει ως εξής: Αυτός ο «θεότρελλος» Σαββόπουλος! Και μ’ αυτό τον προσδιορισμό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) θυμάμαι πολύ μικρός να τον προσφωνούν οι γονείς μου – που σαφώς δεν ήταν το ακροατήριό του – όταν εμφανιζόταν στην τηλεόραση, παρότι τον έβλεπαν κυρίως ως μια μάλλον χαριτωμένη παραδοξότητα και όχι ως κάτι πραγματικά απειλητικό για τις συντηρητικές αξίες, τα ιερά και τα όσια. Οπότε μάλλον δεν τους ξένισε, ούτε τους συντάραξε, ούτε τους πρόδωσε η περίφημη «μεταστροφή» του μερικά χρόνια αργότερα, όπως άλλους, πιο προοδευτικούς και πιο έντονα συνδεμένους με το έργο του, ανθρώπους.
Είναι στατιστικά βέβαιο ότι ο θάνατός του θα παρουσιαστεί ως άλλο ένα – το ύστατο ίσως – «τέλος της μεταπολίτευσης», αλλά πιστεύω ότι είναι άδικο και εγωιστικό και μικρόψυχο να τον συνδέουμε έντονα, έτσι ή αλλιώς, με μια περίοδο ή με μια φάση, ακόμα κι αν αυτή κράτησε ως το τέλος.
Οι προδομένοι τραβάνε την γραμμή στη Ρεζέρβα, που κυκλοφόρησε πριν από 46 χρόνια, και στο εξώφυλλό της εικονίζεται ο Σαββόπουλος, με μουντή, ακόμη και post-punk θα μπορούσε να πει κανείς, αμφίεση (σκούρο σακάκι, μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο), να ποζάρει σκυθρωπός ενώ κάθεται σ’ ένα τραπέζι του μπαρ Decadence. Θυμάμαι στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το Decadence ήταν – ή φαινόταν να είναι – το μοναδικό μπαρ στην Αθήνα που έμενε ανοιχτό την Μεγάλη Παρασκευή, αψηφώντας το έθιμο που είχε γίνει νόμος (ακόμα και στην τηλεόραση, η μόνη μυθοπλασία που επιτρεπόταν εκείνη τη μέρα ήταν ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ»).
Για πολλούς και πολλές, οι μοναδικοί ελληνικοί δίσκοι που είχαν – που επέτρεπαν – στη δισκοθήκη τους ήταν εκείνοι του Σαββόπουλου. Όχι επειδή ήταν «ροκ» (δεν ήταν στην πραγματικότητα), αλλά επειδή λειτουργούσαν σε μια συναισθηματική συχνότητα και άγγιζαν ευαισθησίες που μόνο οι Ντίλαν και οι Κοέν αυτού του κόσμου μπορούσαν να μεταδώσουν. Και ήταν και στα ελληνικά. Σε υπέροχα, μελωδικά, ποιητικά, καίρια ελληνικά. Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα – και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα τις επόμενες ώρες και μέρες – για την υποβλητική πειθώ, την υψηλή διαισθητικότητα και την διαχρονική ισχύ των κορυφαίων τραγουδιών του, ώστε δεν ξέρει τι άλλο να προσθέσει κανείς για τον δεσμό που ένιωσε, σε πολύ τρυφερή ηλικία συχνά, με τον κόσμο ή με το μυαλό του Σαββόπουλου.
Είναι στατιστικά βέβαιο ότι ο θάνατός του θα παρουσιαστεί ως άλλο ένα – το ύστατο ίσως – «τέλος της μεταπολίτευσης», αλλά πιστεύω ότι είναι άδικο και εγωιστικό και μικρόψυχο να τον συνδέουμε έντονα, έτσι ή αλλιώς, με μια περίοδο ή με μια φάση, ακόμα κι αν αυτή κράτησε ως το τέλος. Φέρνει ένα μούδιασμα το να βλέπεις να οδύρονται για την απώλειά του κάποιες πολιτικές προσωπικότητες που δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να τους έχει αγγίξει ποτέ η ευαισθησία και η συναισθηματική ευφυία της μουσικής του Σαββόπουλου, σε οποιαδήποτε δημιουργική του περίοδο. Δεν πρέπει όμως να του το καταλογίζουμε. Συμβαίνουν και αυτά στους σημαντικούς δημιουργούς. Φτάνει εκείνη η στιγμή που θα σε διεκδικήσουν ακόμα και οι αχρείοι, αλλά εσύ θα έχεις φύγει.