1.
Οιδίποδας
Σε διασκευή και σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Άικ, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Ο γνωστός Άγγλος συγγραφέας και σκηνοθέτης, εμπνεόμενος από τον Σοφοκλή, πετυχαίνει μια εξαιρετικά γόνιμη εκ νέου ανάγνωση του μύθου του Οιδίποδα, από αυτές που σπάνια συναντούμε στο σύγχρονο θέατρο. Στη διασκευή του (που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018), ο τύραννος Οιδίπους μετατρέπεται σε επιφανή πολιτικό άνδρα που διεκδικεί την πρωθυπουργία της χώρας. Το αρχαίο θηβαϊκό παλάτι δίνει τη θέση του σ’ ένα λευκό εκλογικό στρατηγείο, με χάρτινες κούτες, γραφεία και τηλεοπτικές οθόνες. Η δολοφονία του Λάιου στο τρίστρατο μεταβαπτίζεται σε τροχαίο. Ο Βοσκός του Κιθαιρώνα γίνεται ο Οδηγός του μοιραίου οχήματος και ο Οιδίποδας εγκαινιάζει έρευνα υποσχόμενος να διαλευκάνει τον μυστηριώδη θάνατο του προκατόχου του (τον οποίο προκάλεσε ο ίδιος, επιταχύνοντας μανιασμένα στο αντίθετο ρεύμα).
Έξοχος ο Νίκος Κουρής, πυκνός, ευθύβολος, απόλυτος κυρίαρχος των εκφραστικών μέσων του, διατηρεί θερμό το ενδιαφέρον μας μέχρι τέλους: μας συναρπάζει. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ενσαρκώνει αριστοτεχνικά και αβίαστα τη σύγκρουση μητρικής σαγήνης και γυναικείας γοητείας, που προκαλεί στον εαυτό και στους άλλους ρωγμές θανάσιμες.
Ο μάντης Τειρεσίας καταφθάνει στο παρόν ως τυφλός νέος, μέλος μιας σέκτας που προβλέπει το μέλλον. Η Αντιγόνη εμφανίζεται ως επαναστατημένη έφηβη που τα βάζει με την πατριαρχία. Ο Πολυνείκης έχει ερωτευθεί ένα αγόρι και κάνει το coming out του. Η Ιοκάστη λάμπει, ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας. Ο Οιδίπους είναι ο ιδανικός πατέρας και σύζυγος: γεμάτος κατανόηση και αγάπη για τα παιδιά του, παίζει μαζί τους κυνηγητό στους διαδρόμους, ενώ, την επόμενη στιγμή, συνευρίσκεται ερωτικά με τη σύζυγό του, ανήμπορος να συγκρατήσει τη λαχτάρα του για κείνη.
Δεν είναι, όμως, μόνον η φαντασία του συγγραφέα που εντυπωσιάζει με τα ευρήματά της. Δεν μας προσφέρει απλώς μια «σύγχρονη» εκδοχή των μυθικών προσώπων και καταστάσεων: ο Άικ σκάβει πιο βαθιά. Η ευδαιμονία της «προχωρημένης» ετούτης οικογένειας –βυθισμένης σε πελάγη τραγικής ειρωνείας, ακόμη κι ελαφρότητας– καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Καίτοι ολοφάνερα ερωτευμένος με την Ιοκάστη (κι εκείνη μαζί του), καίτοι όλα μοιάζουν να πηγαίνουν με το μέρος του και η εκλογική νίκη φαίνεται εξασφαλισμένη, ο Οιδίπους βασανίζεται από μια διαπεραστική ανησυχία. Είναι πεπεισμένος ότι κάποιο καθοριστικό κομμάτι της ταυτότητάς του τού διαφεύγει: «δεν θα σταματήσω μέχρι να μάθω» δηλώνει εμφατικά καθώς συνεχίζει την έρευνα για τον δολοφόνο του Λάιου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο.
Πράγματι, θα μάθει· και τότε θα σωριαστεί στο πάτωμα κουλουριασμένος σαν βρέφος που απεγνωσμένο καλεί τη μητέρα του. Η επιφανειακή χαρά, οικοδομημένη πάνω στην άγνοια της αλήθειας, θα καταστραφεί. Η παράσταση αναδεικνύει την τραγικότητα αυτού του ανελέητου οξύμωρου: «Η πρόσβαση στη γνώση πληρώνεται με την απώλεια της απόλαυσης» (Ζίζεκ). Μόνον αν η ψευδαίσθηση θυσιαστεί, θα μπορέσει ν’ απαντηθεί το ερώτημα της καταγωγής και ν’ ανακτηθεί σταδιακά η αλήθεια τού «είναι», να επιτευχθεί, δηλαδή, μια δεύτερη γέννηση. Η ερμηνεία του παρελθόντος –των σημαδιών και των σημασιών που μάς κληροδοτήθηκαν–, καθώς και η συνεπακόλουθη ανάληψη της ταυτότητάς μας, συνεπάγονται οδύνη, μοναξιά, απόγνωση: μια εκούσια «εξόρυξη» οφθαλμών.
Έξοχος ο Νίκος Κουρής, πυκνός, ευθύβολος, απόλυτος κυρίαρχος των εκφραστικών μέσων του, διατηρεί θερμό το ενδιαφέρον μας μέχρι τέλους: μας συναρπάζει. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ενσαρκώνει αριστοτεχνικά και αβίαστα τη σύγκρουση μητρικής σαγήνης και γυναικείας γοητείας, που προκαλεί στον εαυτό και στους άλλους ρωγμές θανάσιμες. Στα δυο τους σώματα εγγράφεται όλη η δραματουργία της παράστασης: πώς ενώνονται και πώς απομακρύνονται, πώς κοιτάζονται, πώς παραδίδονται στη δίνη της έλξης τους, πότε σαν ξαναμμένοι έφηβοι και πότε σαν πληγωμένα αγρίμια – ένα πεπρωμένο συγχώνευσης, μια σπαρακτική αποκόλληση.
2.
«Η Νύφη» και «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»
Της Καρολίνα Μπιάνκι στο Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 254
Η πιο «επικίνδυνη» παράσταση της χρονιάς έφερε την υπογραφή της Βραζιλιάνας περφόρμερ Καρολίνα Μπιάνκι. Πώς μπορείς να κάνεις θέατρο τον βιασμό σου; Πώς μπορείς να μετατρέψεις το πιο τραυματικό γεγονός της ζωής σου σε μια ποιητική εμπειρία που ν’ αφυπνίζει τον θεατή απέναντι στο φλέγον φαινόμενο της γυναικείας κακοποίησης;
Το πρώτο μέρος του διπτύχου, με τίτλο «Η νύφη», είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Πίπα Μπάκα, της Ιταλίδας περφόρμερ που έπεσε κι αυτή θύμα βιασμού και έχασε τη ζωή της το 2008 στην Κωνσταντινούπολη. Η Μπιάνκι επιχειρεί έναν σπαρακτικό διάλογο με τη νεκρή συνάδελφό της και ταυτόχρονα με όλες τις γυναίκες, καλλιτέχνιδες και μη, που βίωσαν τη φρίκη της βίαιης σωματικής και ψυχικής παραβίασης. Δεν αρκείται, όμως, στη δύναμη του λόγου: αποφασισμένη να οδηγήσει την εμπειρία, τη δική της και τη δική μας, στα άκρα, καταναλώνει εκ νέου το «χάπι του βιασμού» (που προκαλεί προσωρινή παράλυση και αμνησία), ενόσω η παράσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Σιγά σιγά οδηγείται σε απώλεια των αισθήσεών της. Αμήχανοι, σοκαρισμένοι την παρακολουθούμε να κείτεται επί σκηνής, ενώ ο θίασος αγρυπνά γύρω της, επιδιδόμενος σε μια σειρά από δράσεις που ανακαλούν το πιο ζοφερό περιστατικό της ζωής της.
Οι σκέψεις της Μπιάνκι, μαγνητοφωνημένες τώρα πια, στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα» (όπως το διαβόητο χάπι), γεμίζουν τον χώρο με την ένταση, τη θλίψη και την αγωνιώδη ειλικρίνειά τους. Ξανά και ξανά, μέσα από τα σχόλια, τα παραδείγματα και τα ποιήματα που παραθέτει, η Μπιάνκι επαναφέρει το ανυποχώρητο ερώτημα: «Τι ακριβώς συνέβη το βράδυ του βιασμού;». Ο ασώματος μονόλογος που πλημμυρίζει την αίθουσα μοιάζει με πυρετώδη προσπάθεια να αναπληρωθεί το κενό μνήμης που κατοικεί τα τελευταία χρόνια στον ψυχισμό της, επηρεάζοντας κάθε πτυχή της ύπαρξής της.
Κινούμενη στα όρια θεάτρου και περφόρμανς, η Μπιάνκι συνθέτει μια ημι-πραγματική συνθήκη που εγκυμονεί αξιοσημείωτο ρίσκο για όλους τους εμπλεκομένους, και προπαντός για την ίδια. Ανακαλώντας και αναβιώνοντας το τραυματικό γεγονός σε καθεστώς αυτενέργειας, σε σκηνοθετημένο περιβάλλον, όπου επικρατούν ο δικός της λόγος, η δική της φωνή, το δικό της ταξίδι, η καλλιτέχνις ανακτά τον έλεγχο της ιστορίας της και διεκδικεί τη δυνατότητα επεξεργασίας και νοηματοδότησης του τραύματός της εν μέσω μιας συλλογικότητας φιλικά διακείμενων συνομιλητών-συνοδοιπόρων, όπως εμείς.
Αυτό το μοίρασμα είναι ο στόχος της και όχι το σοκ. Η Μπιάνκι φιλοδοξεί να συγκινήσει και να αφυπνίσει τον θεατή, κι αν επιλέγει να ναρκωθεί ενώπιόν μας, το κάνει επειδή θεωρεί πως αυτό προσδίδει ένταση και πειθώ στο εγχείρημά της, όχι για να μας «εντυπωσιάσει». Γνωρίζει καλά πως μας φέρνει σε δύσκολη θέση, είναι, όμως, κι αυτό μέρος μιας απαιτητικής, εποικοδομητικής διαδικασίας, όπως η συγκεκριμένη: συγχέοντας τις νόρμες της τέχνης και της ζωής, τοποθετώντας μας στην αμφίσημη ζώνη μεταξύ αισθητικών και ηθικών κριτηρίων δράσης, η καλλιτέχνις μάς αναγκάζει να αναλογιστούμε τη δική μας θέση, τη δική μας πολιτική ευθύνη απέναντι σε ένα σαρωτικό φαινόμενο που θερίζει καθημερινά τις γυναίκες δίπλα μας, ενώ εμείς στεκόμαστε παρατηρητές.
3.
Η γυναίκα και ο ακροβάτης
Του Μιχάλη Βιρβιδάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, στο bijoux de kant HOOD art space
Ένα «μικρό» δράμα για την επιθυμία που γεννιέται στο χείλος του γκρεμού. Μια αλληγορία για τη λειτουργία της τέχνης και του καλλιτέχνη, ο οποίος επιχειρεί παράτολμες πτήσεις με τα πιο ταπεινά φτερά. Μια σκηνοθετική σπουδή επάνω στο «ανοίκειο», την εσωτερική, ασυνείδητη διαδικασία μέσω της οποίας το «ξένο» αποκαλύπτεται ως «γνωστό»: ο απρόσμενος επισκέπτης δεν είναι τελικά τόσο απρόσμενος και ο εξαφανισμένος εραστής κρύβει μέσα του έναν Άγγελο Θανάτου.
Η παράσταση μετατρέπει σε θέατρο τη φανταστική ζωή της Ουρανίας, της δασκάλας που ζει μόνη, αποτραβηγμένη σε μια σοφίτα, φτιάχνοντας γλυκό του κουταλιού κι ακούγοντας Χατζιδάκι στο κασετόφωνο. Της δασκάλας που την κουτσομπολεύουν στη γειτονιά και την αποκαλούν «γριά». Της δασκάλας που έχασε πατέρα κι εραστή, και που δεν παύει να επιθυμεί, καίτοι είναι αργά πια κι αυτή κλειδώθηκε προ πολλού στον απρόσιτο πύργο της. Μέχρις ότου, με την άφιξη του μυστηριώδους Ακροβάτη, η επιθυμητική μηχανή της θ’ ανάψει ξανά, δίπλα στο παράθυρο με θέα το λιμάνι...
Η Αμαλία Μουτούση μεταπηδά με ελαφράδα από το παιχνίδι στο συναίσθημα, από την απόσταση στην ταύτιση, από την επιτήδευση στην καθαρότητα. Τη μια στιγμή θραύεται και την άλλη ορθώνεται σαν φάρος στα βάθη του ωκεανού. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, αποσύρεται και ξεχύνεται, αμύνεται και επιτίθεται. Υπονομεύει και υπερασπίζεται την ηρωίδα της, με το ίδιο πάθος, ταυτόχρονα.
Ο Σκουρλέτης κινείται απαλά, ήσυχα αλλά με συμπυκνωμένη δύναμη, κυρίαρχος των μέσων του, συνθέτει εικόνες αθόρυβης ποιητικότητας, φανερώνοντας αριστοτεχνικά πως ναι, πράγματι, κατοικεί περίσσιος θόρυβος κάτω από τη σιωπή, χιλιάδες αποχρώσεις μέσα σ’ ένα χρώμα, άπειρη ταραχή μέσα στην ακινησία – αρκεί μονάχα να τα προσέξουμε.
4.
Ο χορός του θανάτου
Του Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Τρεις εξαιρετικές ερμηνείες και μια πυκνή, δυναμική σκηνοθεσία ενορχηστρώνουν εντυπωσιακά τον απολαυστικό τούτο επιθανάτιο χορό που μας επαναφέρει στη ζωή. Αν η τελευταία είναι σοβαρή ή αστεία, δεν έχουμε ιδέα, όπως αναφωνεί ένας από τους ήρωες – κι εμείς μαζί του.
Οι τρεις δαιμόνιοι παίκτες (εξαιρετικοί ο Χάρης Φραγκούλης, η Έλενα Τοπαλίδου και ο Σίμος Κακάλας) επιδίδονται με περισσή ζέση σε αλλεπάλληλους γύρους χλευασμών κι αλληλοαμφισβητήσεων· ο ειρωνικός οίστρος των ηθοποιών εξυψώνει τον διάλογο σε εξαίσιο λεκτικό πινγκ πονγκ. Δεν είναι, όμως, μόνον η ομιλία τους που ακροβατεί στα ύψη και στα βάθη του φλεγματικού χιούμορ· είναι και τα σώματα που ενσαρκώνουν ευρηματικά τις νοητικές πιρουέτες των αντιπάλων. Πότε παλιακοί θεατρίνοι και πότε μοντέρνοι, σουρεαλιστικοί χορευτές, οι ηθοποιοί δημιουργούν μια συναρπαστική αίσθηση απρόβλεπτου και αντικανονικού αιφνιδιάζοντάς μας δίχως σταματημό. Οι σχέσεις αιτιότητας καταργούνται σε αυτήν εδώ την αλλόκοτη διάσταση: καμία λογική αντιστοιχία κίνησης και λόγου, καμία εικονογράφηση των συναισθημάτων, παρά μόνον ελεύθερη συνειρμική παραφορά και ασύντακτη (συμ)περιφορά που μάς έλκουν στον στρόβιλό τους. Αποχωρώντας από την αίθουσα, αφήνουμε τους συζύγους πίσω μας, καθηλωμένους στη μικρή τους κόλαση, από την οποία δεν θα βγούν ποτέ. Ένας κύκλος έκλεισε, ένας νέος αρχίζει...