Η Αγγλικανική Εκκλησία της Βόρειας Αμερικής, που γεννήθηκε το 2009 μέσα από τη ρήξη συντηρητικών με την Επισκοπική Εκκλησία των ΗΠΑ λόγω του διορισμού του πρώτου ανοιχτά ομοφυλόφιλου επισκόπου, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα βαθύ κρίσιμο σκάνδαλο που απειλεί την αξιοπιστία και τη συνοχή της. Δύο από τους κορυφαίους ηγέτες της κατηγορούνται για σοβαρές παραβάσεις: ο ένας για σεξουαλική ανάρμοστη συμπεριφορά και ο άλλος για κατάχρηση εξουσίας, επιτρέποντας σε άνδρες με ανησυχητικό παρελθόν να εισέλθουν στους κόλπους της Εκκλησίας.
Στο επίκεντρο των αποκαλύψεων βρίσκεται ο αρχιεπίσκοπος Στίβεν Γουντ, 62 ετών, ο ανώτατος αξιωματούχος της Αγγλικανικής Εκκλησίας στη Βόρεια Αμερική. Σύμφωνα με καταγγελία που δημοσιοποιήθηκε από τη Washington Post, ο Γουντ φέρεται να προσπάθησε να φιλήσει μια εργαζόμενη της εκκλησίας, την πρώην διευθύντρια του παιδικού τομέα Κλερ Μπάξτον, στο γραφείο του τον Απρίλιο του 2024,δύο μήνες πριν εκλεγεί αρχιεπίσκοπος. Η γυναίκα υποστηρίζει ότι ο Γουντ της έκανε και «ανεξήγητες» χρηματικές δωρεές, συνολικού ύψους 3.500 δολαρίων, λίγο πριν και μετά το περιστατικό.
Ο Γουντ, παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών, εξακολουθεί να είναι εφημέριος του ναού Αγίου Ανδρέα στη Νότια Καρολίνα και επίσκοπος που επιβλέπει περισσότερες από 40 ενορίες στις νότιες ΗΠΑ. Αν η καταγγελία οδηγήσει σε εκκλησιαστική δίκη, κινδυνεύει να καθαιρεθεί, το πρώτο τέτοιο περιστατικό στην ιστορία της Αγγλικανικής Εκκλησίας της Βόρειας Αμερικής.
Σε δήλωσή του, ο Γουντ αρνήθηκε τις κατηγορίες: «Δεν πιστεύω ότι έχουν καμία βάση. Εμπιστεύομαι τη διαδικασία της Εκκλησίας για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και δεν θα σχολιάσω περαιτέρω».
Παράλληλες έρευνες και κρίση εμπιστοσύνης προς την Αγγλικανική Εκκλησία
Το σκάνδαλο αυτό εκτυλίσσεται ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμη μια δίκη, εναντίον του επισκόπου Στιούαρτ Ρουτς Γ΄, που κατηγορείται ότι επέτρεψε σε άνδρες με ιστορικό βίας ή σεξουαλικής παρενόχλησης να υπηρετήσουν σε εκκλησιαστικούς ρόλους. Η δίκη του διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών μέσω Zoom και η απόφαση αναμένεται μέχρι το τέλος του έτους.
Ο πρώην επικεφαλής επικοινωνίας της Εκκλησίας, ιερέας Άντριου Γκρος, δήλωσε: «Τα προβλήματα στα ανώτατα κλιμάκια είναι βαθύτερα και πιο εκτεταμένα απ’ ό,τι αντιλαμβάνονται οι πιστοί. Είναι μια κρίση χωρίς προηγούμενο και ο τρόπος που θα χειριστεί η Εκκλησία αυτή την κατάσταση θα καθορίσει το μέλλον της.»
Η Εκκλησία, που αριθμεί περίπου 128.000 μέλη σε πάνω από 1.000 ενορίες στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό, είναι γνωστή για τις συντηρητικές της θέσεις: αντιτίθεται στους γάμους ομοφύλων, στην ιεροσύνη ατόμων που «εμπλέκονται σε ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές» και στις αμβλώσεις. Οι γυναίκες μπορούν να υπηρετούν ως ιέρειες, αλλά όχι ως επίσκοποι ή αρχιεπίσκοποι.
Οι κατηγορίες κατά του Γουντ δεν είναι οι μόνες που κλονίζουν το σώμα της Εκκλησίας. Από το 2020, σειρά επισκόπων έχουν κατηγορηθεί για ανήθικη συμπεριφορά, από παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού μέχρι αποστολή χιλιάδων μηνυμάτων σε παντρεμένες γυναίκες. Τον Ιούνιο του 2024, ένας ακόμη ιερέας τιμωρήθηκε επειδή είχε γράψει στα κοινωνικά δίκτυα ότι η Εκκλησία πρέπει να μετανοήσει για τον αποκλεισμό των LGBTQ+ χριστιανών.
Η Μπάξτον, 42 ετών, μητέρα τριών παιδιών, περιέγραψε στη Washington Post λεπτομερώς πώς ο Γουντ άρχισε να δείχνει «υπερβολική εύνοια» προς το πρόσωπό της, να της δίνει παρανόμως χρήματα και να της κάνει ανάρμοστες προτάσεις. Στην κατάθεσή της αναφέρει ότι, κατά τη διάρκεια συνάντησης στο γραφείο του, «έβαλε το χέρι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και προσπάθησε να με φιλήσει». Όπως είπε, έσκυψε το κεφάλι της για να αποφύγει το φιλί και έφυγε τρομοκρατημένη.
Σύμφωνα με την ίδια, το συμβάν δεν ήταν μεμονωμένο. Από το 2021 ο Γουντ φέρεται να της έκανε διαρκώς προσωπικά σχόλια, να της απευθύνεται με το παρατσούκλι «Claire Bear» και να της δίνει μετρητά, δήθεν ως δώρα από τρίτους. Όταν παραιτήθηκε τον Ιούνιο του 2024, η εκλογή του σε αρχιεπίσκοπο λίγες εβδομάδες αργότερα την «συνέτριψε». «Οι επίσκοποι είχαν ευθύνη να τον ελέγξουν και απέτυχαν παταγωδώς», δήλωσε.
Το κύμα καταγγελιών έχει προκαλέσει αναταραχή στις τάξεις των πιστών και των ιερέων. Κάποιοι κατηγορούν την Εκκλησία ότι επιχειρεί να εκφοβίσει όσους υπέγραψαν το επίσημο έγγραφο της καταγγελίας, ζητώντας να το επανυπογράψουν υπό όρκο «με ποινή ψευδορκίας». Ο πάστορας Ρομπ Στέρντι, ένας από τους υπογράφοντες, χαρακτήρισε την απαίτηση «απόπειρα εκφοβισμού». «Μια εκκλησία που δεν μπορεί να στηρίξει τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δεν πρέπει να υπάρχει», είπε χαρακτηριστικά.
Οι αποκαλύψεις έχουν ήδη προκαλέσει έντονη δημόσια συζήτηση, ακόμη και σε δημοφιλή εκκλησιαστικά podcasts, όπου ιερείς και θεολόγοι αναρωτιούνται εάν «η Αγγλικανική Εκκλησία της Βόρειας Αμερικής έχει πλέον χάσει κάθε ηθική ακεραιότητα». Η υπόθεση Γουντ και Ρουτς σηματοδοτεί μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία του κινήματος, που γεννήθηκε για να υπερασπιστεί «την παραδοσιακή ηθική». Αντί όμως να αποτελέσει φάρο συντηρητικών αξιών, η Εκκλησία φαίνεται σήμερα να παλεύει για την ίδια της την επιβίωση και για την ψυχή της.
Με πληροφορίες από Washington Post