Η Τζένιφερ Λόρενς καταδικάζει την «απαράδεκτη γενοκτονία» στη Γάζα, σε βράβευσή της.
Η ηθοποιός παρέλαβε το βραβείο Donostia, στο 73ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, που σηματοδοτεί και την υψηλότερη διάκριση του θεσμού.
Συγκινημένη, η Λόρενς δήλωσε «απίστευτα τυχερή» και ότι αισθάνεται «πραγματικά δέος» για το βραβείο με το οποίο την τίμησε η διοργάνωση του φεστιβάλ. «Οι ιστορίες μπορούν να μας διδάξουν όλους μας, να μας ενώσουν σε μια κοινή συναισθηματική εμπειρία και, κάποιες φορές, να μας υπενθυμίσουν ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόμαστε ότι ίσως όλοι είμαστε πιο συνδεδεμένοι κατά κάποιο τρόπο», είπε η ηθοποιός, στην ομιλία της.
Ανάμεσα σε όσα είπε, η Τζένιφερ Λόρενς καταδίκασε «την απαράδεκτη (…) γενοκτονία» που διαπράττεται στη Λωρίδα της Γάζας, επικρίνοντας έντονα την πολιτική των ΗΠΑ ως προς την έλλειψη «ακεραιότητάς» της.
«Αυτό που συμβαίνει δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια γενοκτονία και είναι απαράδεκτο», τόνισε η 35χρονη ηθοποιός, απαντώντας σε ερώτηση που της τέθηκε στη συνέντευξη Τύπου του φεστιβάλ, σχετικά με την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας.
«Ανησυχώ πολύ για τα παιδιά μου, για όλα μας τα παιδιά», συνέχισε, για να επισημάνει στην πορεία της ομιλίας της, ότι: «Αυτό που με θλίβει τόσο πολύ είναι ότι αυτή η έλλειψη σεβασμού και ο τρέχων διάλογος στην αμερικανική πολιτική θα γίνουν κάτι το φυσιολογικό για εκείνα, θέλω να πω, για τους νέους που ψηφίζουν τώρα στην ηλικία των 18 ετών».
«Θα τους φαίνεται απολύτως φυσιολογικό το ότι η πολιτική δεν έχει καμία ακεραιότητα. Οι πολιτικοί ψεύδονται, δεν υπάρχει ενσυναίσθηση και πρέπει να θυμόμαστε ότι όταν αγνοείς τι συμβαίνει στην μία πλευρά του κόσμου, δεν θα αργήσει αυτό να συμβεί επίσης στη δική σου πλευρά», υποστήριξε η Λόρενς.
Η βραβευμένη με Όσκαρ πρωταγωνίστρια της μεγάλης οθόνης, εξέφρασε τη λύπη της, για κάθε φορά που είτε οι δικές της δηλώσεις ή εκείνες συναδέλφων της σε ζητήματα επικαιρότητας, το μόνο που κάνουν είναι να «ρίχνουν λάδι στη φωτιά», ενώ τα ζητήματα του δημόσιου διαλόγου θα έπρεπε, σύμφωνα με την ίδια, να επιλύονται από τους «εκλεγμένους αντιπροσώπους».