Από τότε που γράφτηκε ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, ένα αρχέτυπο, ανεπανάληπτο και αριστουργηματικό μυθιστόρημα με τη σφραγίδα του τρόμου και του αλλόκοτου, το εξαιρετικά αντιφατικό, γοητευτικό και τρομακτικό μαζί πρόσωπο του Δράκουλα έχει εμπνεύσει δημιουργούς σε όλο τον κόσμο, συγγραφείς και σεναριογράφους, σκηνοθέτες, ζωγράφους και μουσικούς, υμνείται από την ποπ κουλτούρα και τη μόδα και παραμένει μπεστ-σέλερ από τότε που εκδόθηκε.
Η παράσταση Dracula που ετοιμάζει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου και βασίζεται στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Στόκερ θα παίζεται στο θέατρο Πόρτα από τις 22 Οκτωβρίου. Για εκείνον σηματοδοτεί την εμφάνιση επί σκηνής όχι ενός κλασικού συμβόλου τρόμου αλλά ενός σύγχρονου μύθου-καθρέφτη της εποχής μας και των παθών της. Σταθερά προσανατολισμένος σε έργα που διερευνούν την ταυτότητα, τον ερωτισμό, τον θάνατο και το όνειρο, μετατρέπει τον Δράκουλα σε μια φασματική μορφή –οδηγό, εραστή, δαίμονα, ηθοποιό–, ενώ στον πυρήνα της ανάγνωσης κυριαρχεί η έννοια της εξάντλησης –σωματικής, ψυχικής, κοινωνικής– ως απόρροια μιας διαρκούς κατασκευής και κατανάλωσης επιθυμιών.
Είναι μια αγαπημένη του ιστορία που κουβαλάει μέσα του εδώ και χρόνια. Μπορούμε να μιλάμε ώρες για τις ταινίες και τις μουσικές του κόσμου που αγαπά αισθητικά, ενός κόσμου με τον οποίο είναι κοντά και τον έλκουν πτυχές ορατές και αόρατες του.
— Είναι αγαπημένο και πολύ δικό σου πράγμα αυτή η ιστορία, αλλά πώς φτάνεις να θέλεις να ασχοληθείς με αυτήν και να τη φέρεις στο θέατρο;
Αρχικά, έχεις μια επιθυμία, κουβαλάς μέσα σου την ιστορία, τον μύθο, το παραμύθι, τα εξωτερικά του αρχικά χαρακτηριστικά, τη ρομαντική εικόνα του καταραμένου πρίγκιπα καλλιτέχνη που είναι απομονωμένος σε ένα κάστρο και θα ζει για πάντα. Στο κεφάλι μου αυτή η ιστορία είναι συνδυασμένη με όλο το dark, τη μουσική –από τους Bauhaus και τους Cure μέχρι σύγχρονα πράγματα–, με τα πλάσματα της νύχτας, ακόμα κι αν οι αναφορές δεν είναι ξεκάθαρες. Όταν όμως πρέπει να το χειριστείς με την προοπτική να το μεταφέρεις στο θέατρο –γιατί σε μια κινηματογραφική απόδοση είναι όλα διαφορετικά, είτε πας στην Τρανσυλβανία για να βγει κάτι πιο ιστορικό σαν αποτύπωση, κάτι που να έχει σχέση με τον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο γράφτηκε και στον οποίο αναφέρεται αυτή η ιστορία, είτε αξιοποιείς τη μακραίωνη παράδοση του Δράκουλα– αλλάζουν τα δεδομένα· σκέφτομαι να το δώσω ως μύθο και να έχει να πει κάτι και σ’ εμένα και σ’ εμάς σήμερα.
«Το κλειδί που με κινητοποιεί σε αυτή την ιστορία είναι το ότι ο Δράκουλας είναι ένα πλάσμα άδειο, νεκρό και προσπαθεί να βρει μια χαρά, μια ηδονή, μια ικανοποίηση κάπου και να την παλέψει, γιατί είναι καταδικασμένος να ζει για πάντα».
— Αυτό θα το λέγαμε «κλειδί» της ιστορίας που θα αφηγηθείς;
Το κλειδί που με κινητοποιεί σε αυτή την ιστορία είναι το ότι ο Δράκουλας είναι ένα πλάσμα άδειο, νεκρό και προσπαθεί να βρει μια χαρά, μια ηδονή, μια ικανοποίηση κάπου και να την παλέψει, γιατί είναι καταδικασμένος να ζει για πάντα. Μου θυμίζει τον Άμλετ στη Μηχανή Άμλετ του Χάινερ Μίλερ: όταν έχουν τελειώσει όλα, στέκεται πάνω στα ερείπια της Ευρώπης και αναπαριστά διαρκώς, με διαφορετικούς τρόπους, την ιστορία του, μήπως και καταφέρει κάτι να νιώσει. Είναι σε ένα μεταίχμιο, θέλει να καταλάβει αν υπάρχει κάποιος λόγος να ζεις ή να μη ζεις.
Διαβάζοντας τον Στόκερ, βρήκα πολλές αναφορές στον Άμλετ και μου φαινόταν περίεργο. Αν το σκεφτείς, και τα δυο έργα έχουν να κάνουν με το «άλλο», με το αν η κοινωνία και ο κόσμος, όσο κι αν προχωρά η σκέψη, αφήνουν χώρο στο «άλλο». Γιατί όσο και αν εξελισσόμαστε ως κοινωνία και είδος σταθερά, υπάρχουν πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε, όπως το φάντασμα στον Άμλετ, για του οποίου την εμφάνιση δεν υπάρχει απάντηση, είναι στον χώρο της μεταφυσικής. Ο Δράκουλας σε φέρνει αντιμέτωπο με το «άλλο», γιατί όσο και να προχωράμε ως λογικά όντα, την ίδια στιγμή καλούμαστε να αποδεχτούμε ότι υπάρχει κάτι έξω από εμάς, κάτι άγνωστο, και να δοκιμάσουμε αν έχουμε χώρο να του δώσουμε.

— Οπότε, αν πάμε στα πρόσωπα της ιστορίας, στην παράσταση, από τη μια έχεις να κάνεις με ένα πλάσμα το οποίο είναι κενό, άδειο, νεκρό και από την άλλη έχεις τους ανθρώπους που συναντά. Τι τους συνδέει όλους αυτούς;
Το αίμα προφανώς, γιατί θέλει να τους πιεί το αίμα. Είναι και αυτό ένα κλειδί της ιστορίας που με ενδιαφέρει παραστασιακά, και συνδέεται με την επιθυμία: έχουμε κάποιον που δεν μπορεί να νιώσει και προκαλεί, ξυπνάει όνειρα, επιθυμίες στους άλλους για να τους καλέσει κοντά του. Είναι σαν να στέλνει όνειρα για να τους ξυπνήσει μια πιο κρυμμένη, σκοτεινή πλευρά μέσα στην οποία μπαίνεις και χάνεσαι – σαν να παίζεις ένα VR παιχνίδι. Επειδή συζητάμε για το παρόν, όλο αυτό έρχεται στην εποχή μας, εδώ όπου όλοι είμαστε πιασμένοι σε ένα αόρατο δίκτυο αποτελούμενο από οθόνες, συσκευές, πληροφορίες, το οποίο ο καθένας το τροφοδοτεί, του δίνει κάτι που λέμε feed. Το ταΐζουμε κι αυτό μας επιστρέφει την τροφή μας με έναν τρόπο, μας δίνει πίσω πράγματα που ζητάμε ακόμα και ασυνείδητα.
Όταν είδα τις φωτογραφίες και το τρέιλερ, το οπτικό υλικό της παράστασης, όλο αυτό το σύμπλεγμα με τα καλώδια και τα σωληνάκια και τους ανθρώπους πιασμένους μέσα σε αυτό το δίχτυ σκέφτηκα ότι είμαστε με έναν τρόπο συνδεδεμένοι σε ένα αόρατο τροφοδοτικό που το ταΐζουμε αίμα.
Αυτό το υλικό είναι μια πολύ δυνατή εικόνα, μια γεύση της παράστασης γιατί είχα τη χαρά να συνεργαστώ με τον Adam Csoka Keller, σκηνοθέτη βίντεο που έχει δουλέψει με μεγάλους οίκους και έκανε το τρέιλερ, και με την Evelyn Benčičová, μια σπουδαία φωτογράφο. Φτιάξαμε ένα υλικό σαν ταινία μικρού μήκους, κάτι πολύ απαιτητικό που προέκυψε μετά από πολλές συζητήσεις. Μιλώντας γι’ αυτό, έναν μηχανισμό καταχθόνιο, μια δαιμονική μηχανή που πίνει αίμα, η συζήτηση έρχεται στο αν ζητάμε κι εμείς κάτι από αυτήν τη διαδικασία της αφαίμαξης, δεδομένου ότι αν σε δαγκώσει ο Δράκουλας, έχεις την αιώνια ζωή, την αθανασία.
Στην εποχή μας σχετιζόμαστε με όλα αυτά τα δίκτυα που έχουν να κάνουν με τις επιθυμίες μας, από το να αγοράζουμε παπούτσια ή να βλέπουμε τσόντες μέχρι το να ακούμε μουσική. Δίνουμε κάτι και έχουμε και μια ελευθερία, επειδή είμαστε μόνοι μας, να κινηθούμε ελεύθερα, να ρισκάρουμε να μπούμε σε πιο επικίνδυνες περιοχές.

— Αυτό σχετίζεται με τις ανάγκες μας ή με την επιθυμία;
Θα έλεγα ότι όλο αυτό που συμβαίνει σχετίζεται με την επιθυμία. Ξυπνάει κάποιος, καλεί τα πρόσωπα με το πρόσχημα ότι θα ικανοποιήσει τις κρυφές επιθυμίες τους, για να τα αφαιμάξει. Μέσα στην παράσταση όλος αυτός ο μηχανισμός που σχηματίζεται είναι για να παγιδέψει για πάντα όσους πιάνονται μέσα του. Είναι και ένα χαρακτηριστικό του κόσμου μας, όλοι είναι θύτες και θύματα. Τα «θύματα», υπνωτισμένα, τρέχουν να καλύψουν μια επιθυμία τους και όταν την καλύπτουν θέλουν και κάτι άλλο, δεν τους φτάνει αυτό που έχουν. Από την άλλη, οι «θύτες» επινοούν κι αυτοί διαρκώς κάτι άλλο. Και οι δυο πλευρές είναι πιασμένες στην ίδια σχέση, και τις δυο πλευρές τις εξαντλεί το παιχνίδι, είναι και οι δυο σαν έχουν υποστεί αφαίμαξη. Υποτίθεμαι ότι αν ικανοποιήσεις τις επιθυμίες σου φτάνεις πιο κοντά στην ευτυχία, αλλά τελικά δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα, θέλεις όλο και περισσότερα, είναι σαν τη Λερναία Ύδρα.

— Αυτό το τέρας, τον Δράκουλα, πώς το βλέπουμε;
Εκείνος δεν μπορεί να δει την αντανάκλασή του στον καθρέφτη, εμείς μπορούμε να τον δούμε όπως θέλουμε. Άλλος θα δει τον ιδανικό εραστή και άλλος ένα τέρας, άλλος μια νυχτερίδα ή μια σκιά. Βλέπεις αυτό που θέλεις να δεις, αυτό που έχεις μέσα σου και με αυτόν τον τρόπο σε πιάνει στα δίχτυα του. Στην πραγματικότητα, το τέρας είμαστε εμείς. Ο καθρέφτης είναι ένα εργαλείο, όπως είναι οι συσκευές. Η τεχνολογία από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, σημασία έχει πώς θα αποφασίσεις να τη χρησιμοποιήσεις. Σε έναν καθρέφτη βλέπεις τι είσαι και τι κρύβεις μέσα σου και όσο κι αν δεν μας αρέσει, αποκτάμε ένα είδος επίγνωσης, μαθαίνουμε.
Δεν είμαστε ούτε καλοί ούτε κακοί και σε μερικές περιπτώσεις δεν μπορούμε να το αντέξουμε αυτό το πράγμα, θέλουμε να ξέρουμε τι είμαστε. Το ότι είμαστε ένα σύστημα αντιφάσεων, οξύμωρων πραγμάτων, αντιθέσεων, συγκρούσεων κάθε στιγμή μάς εξαντλεί. Όμως αυτό είμαστε, αυτό είναι ο άνθρωπος. Και αν αυτό το ον σταματήσει να είναι τόσο αντιφατικό και ατελές, δεν θα είναι άνθρωπος. Ο Δράκουλας έχει και μια λειτουργία ηθοποιού, στην ιστορία τον βλέπεις να μεταμορφώνεται. Είναι ο μεσαιωνικός ηγεμόνας που συνδυάζει και όλο το ιπποτικό ιδεώδες, ο πολεμιστής με την αθάνατη αγαπημένη. Τον βλέπεις σαν νέο, σαν γέρο, σαν νυχτερίδα, σαν λύκο, βάζει άλλη μάσκα κάθε φορά, αυτή που θέλεις να δεις εσύ, χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία του ηθοποιού. Είναι και ένα είδος κομπέρ, θεατροποιού, θαυματοποιού που φτιάχνει μια ψευδαίσθηση και σε βάζει μέσα σε αυτήν, σε γοητεύει, σε αποπλανεί. Τα πρόσωπα πιάνονται στην ιστορία του Δράκουλα όπως μπαίνει κάποιος μέσα σε ένα escape room, από το οποίο όμως δεν θα μπορέσει να ξεφύγει ποτέ.

— Θα μπορούσες να μου πεις το προσωπικό σου σημείο ταύτισης με την ιστορία;
Το «για πάντα», αυτό το τεράστιο παραμύθι που πουλάει καταρχάς ο Δράκουλας. Με αυτό συνδέομαι και με έχει επηρεάσει πολύ. Με διαλύει και δεν ξέρω αν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτή την ιδέα, είναι κάτι προσωπικό. Αλλά είναι και η ιδέα του ρομαντισμού που με συναρπάζει, το ότι υπάρχει το απόλυτο, το αιώνιο. Σίγουρα το έχω πιστέψει, έχω κλονιστεί, έχω πονέσει, έχω διαψευστεί, παρ’ όλα αυτά το πιστεύω, όσο σκληρό κι αν είναι. Και το να ζεις μέσα σε αυτό είναι τεράστιο βάρος γιατί και εσύ προδίδεις τον εαυτό σου – αν σε προδώσει ο άλλος, είναι πιο απλό. Γι’ αυτό με συγκινεί και με γητεύει το κομμάτι του μύθου του Δράκουλα με το «για πάντα»· σου πουλάει την αθανασία στον έρωτα, στην καταστροφή, στη μαυρίλα, στο σκοτάδι, στην απόλαυση. Στην πραγματικότητα, είναι σαν να σου πουλάει ναρκωτικά για να φανταστείς κάτι που δεν υπάρχει. Είναι πολύ ωραίο όταν είσαι εκεί και το βιώνεις, αλλά όταν φύγει το πέπλο και ανάψει το φως –γι’ αυτό έχει να κάνει με τη νύχτα ο μύθος, γιατί στη νύχτα όλα φαίνονται και δεν φαίνονται, υπάρχουν και δεν υπάρχουν– είναι όλα πολύ γοητευτικά. Και την Αθήνα όταν την έβλεπες τη νύχτα, με τις παλιές κίτρινες λάμπες –που τις διέλυσαν–μ σε έκανε να λες «τι ωραία που είναι!». Όταν έρχεται το ξημέρωμα, το φως, βλέπεις καθαρά όσα δεν είναι ωραία. Αυτό έχει να κάνει και με τις ψευδαισθήσεις μας, με το πώς θέλουμε να ζούμε μέσα στα προσωπικά bubbles και τα δίκτυα, όπου έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ακολουθούμε μόνο τους φίλους μας, αριστερούς, γκέι απελευθερωμένους, ότι ο κόσμος πια δεν έχει χρυσαυγίτες.

— Πόσο δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να διατηρεί τον μικρόκοσμό του, ένα πλαίσιο ασφάλειας, και ταυτόχρονα να βγαίνει από αυτόν και να συνδέεται με τον μεγάλο κόσμο, με το κοινό; Δεν είναι μια διαρκής πρόκληση;
Το να έχεις ένα προσωπικό σύμπαν σού δίνει μια ικανοποίηση, από την άλλη είναι επικίνδυνο, γιατί είναι σαν να ζεις σε μια παράλληλη πραγματικότητα και όταν βγαίνεις έξω τα χάνεις, νιώθεις αποξενωμένος και αποκομμένος. Εμένα μου είναι εξαιρετικά δύσκολο. Προτιμώ να είμαι απομονωμένος στο σπίτι μου με τα βιβλία και τη μουσική μου, αυτό είναι οικείο και άνετο. Εκεί δεν έχεις καμία επαφή και σύνδεση με τίποτε άλλο παρά με τα πράγματα που ορίζεις εσύ. Το άλλο με ξεβολεύει, με δυσκολεύει, με τρομάζει πάρα πολύ. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει και θέλω να το κάνω, αν και δεν θέλω να χάνομαι και να είμαι διαρκώς σε μια διάσπαση. Το δύσκολο είναι και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας την απόσταση αλλά και να πηγαινοερχόμαστε από τον ένα κόσμο στον άλλο, να είμαστε σε μια κίνηση, να τολμάμε και να επιχειρούμε να μπαίνουμε στα πράγματα που μας φοβίζουν, μας ξεβολεύουν και μας απομακρύνουν από την ασφάλεια που χτίζουμε.

— Έχεις μελετήσει πολύ τον Δράκουλα και τις εκδοχές του. Τι κείμενο προκύπτει και πώς θα συσχετίσεις την αισθητική που πάντα είναι σημαντική στις παραστάσεις σου με τη δραματουργία;
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, το έγραψα έχοντας ως βάση το βιβλίο του Στόκερ και με επιρροές από τη συγκλονιστική ταινία του Κόπολα αλλά και την πιο βαθιά εκδοχή του Δράκουλα που συναντάμε στον Νοσφεράτου του Χέρτζοηκ. Σε ό,τι αφορά την εικόνα, τη βλέπω πάντα σε σχέση με τη δραματουργία και τον μηχανισμό της παράστασης, αλλιώς, για μένα τουλάχιστον, η αισθητική, αν δεν εξυπηρετεί κάτι, δεν έχει νόημα. Στόχος μου είναι η εικονοπλασία στις παραστάσεις μου να είναι δυναμική, να εξελίσσει και οδηγεί κάπου, να μην είναι ωραίες εικόνες όπως θα τις έβλεπες σε ένα λεύκωμα. Σε επίπεδο εικόνας και αισθητικής κατεύθυνσης με ενδιαφέρει να βλέπεις κάτι πολύ ψυχρό, ακριβές και οργανωμένο με εστίες χάους και αταξίας που σπάνε το στυλιζάρισμα, και είναι λίγο αναπάντεχες όταν περιμένεις μια υποκριτική υποβλητική. Κάθε πρόσωπο στον Δράκουλα είναι ένα σύστημα παράλληλων αφηγήσεων, από διαφορετική σκοπιά, ανάλογα με το είδος της φαντασίωσης στην οποία είναι εγκλωβισμένο και την επιθυμία που του έχει ξεκλειδώσει. Η ψευδαίσθηση που δημιουργείται έχει κίνηση και ροή, σαν αίμα. Ένα άλλο στοιχείο που υπάρχει και με ενδιαφέρει πολύ είναι αυτό της πανούκλας και πώς ο Δράκουλας μολύνει την πόλη, κάτι που δεν υπάρχει στο βιβλίο, αλλά το συναντάμε στον Χέρτζογκ και στον Μουρνάου. Αυτό έχει να κάνει με μια πρώτη αντανακλαστική αντίδρασή μας στο «άλλο» που φοβόμαστε ότι θα μας μολύνει, το άγνωστο. Έρχεται μια πανδημία στην πόλη –το είδαμε και στη σύγχρονη πανδημία– και είναι σαν να επιστρέφουμε αιώνες πίσω: αλλάζουν οι άνθρωποι, οι απόψεις τους είναι εξωφρενικές πολλές φορές, επειδή φοβούνται το «άλλο».

— Όλα τα χρόνια που είσαι σε αυτό το επάγγελμα ακολουθείς έναν δρόμο με δύσκολες επιλογές που σε χαρακτηρίζουν, έχεις τη δική σου γλώσσα, το δικό σου ύφος. Τι θα έλεγες γι’ αυτήν τη διαδρομή; Αν σκεφτούμε, μάλιστα, ότι αυτή είναι η πρώτη σου δουλειά στην ελεύθερη αγορά.
Θεωρώ ότι άσχετα με το πώς έχουν πάει τα πράγματα, είμαι σε μια γραμμή και σε έναν δρόμο στον οποίο ψάχνω διαρκώς, δεν ησυχάζω, και ξέρω ότι άλλοτε θα πάνε καλά τα πράγματα, άλλοτε θα φάω τα μούτρα μου και θα πάω παρακάτω – όλα μού έχουν συμβεί. Πιστεύω ότι είμαι σε μια κατεύθυνση, σε μια θεματολογία, που με έναν τρόπο θεωρώ πολύ δικά μου πράγματα. Δεν μετανιώνω γιατί έχω κάνει επιλογές που με αντιπροσωπεύουν και ελπίζω να συνεχίσω έτσι. Είμαι ευχαριστημένος που ρισκάρουν μ’ εμένα σε αυτή την παράσταση, που με εμπιστεύτηκαν ξέροντας ποιος είμαι. Η επιθυμία μου είναι αυτό το έργο, αυτή η παράσταση, να έχει μια διανοητική ή συναισθηματική επίδραση στο κοινό, ειδικά σήμερα που υπάρχει ο κίνδυνος να απομονωνόμαστε ολοένα περισσότερο, να βυθιζόμαστε σε ψευδαισθήσεις και να αρνούμαστε να δούμε τον άλλο και τι συμβαίνει στον κόσμο. Γίνεται όλο και πιο εύκολο να κρυβόμαστε πίσω από μια οθόνη για να μην αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας, τη ζωή μας ή τους άλλους. Είναι σαν να κυλάμε προς έναν χώρο πολύ εσωτερικό και αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο θεωρώ ότι θα συναντηθώ με το κοινό.





«Dracula»
βασισμένο στο πρωτότυπο κείμενο του Bram Stoker. Ανεβαίνει τον Οκτώβριο στο Θέατρο Πόρτα.
Διασκευή - Σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου
Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Μολέσκη
Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Πρωτότυπη μουσική: Άντης Σκορδής
Κίνηση: Μαριάννα Καβαλιεράτου
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Φάνης Σακελλαρίου
Tρέιλερ: Adam Csoka Keller
Photos: Evelyn Benčičová
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Αγγελική Τρικόγια
Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολλιούσης
Παίζουν (αλφαβητικά): Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Θοδωρής Βραχάς, Δημήτρης Δρόσος, Βασίλης Μπούτσικος, Άντζελα Μπρούσκου, Αντώνης Μυριαγκός, Αργύρης Πανταζάρας,
Σίσσυ Τουμάση, Δημήτρης Ψύλλος
Παραγωγή: Prime Entertainment
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.