Η γυναίκα που προχωράει με ζωηρό βήμα προς το μέρος μου και κάνει τα κεφάλια των θαμώνων να γυρίσουν έχει δώσει πολλές μάχες από τα 22 της, όταν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας. Έδωσε και μία που προκάλεσε σεισμό, όταν κατήγγειλε δημοσίως τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη ακόμα και πάνω στη σκηνή, μια μάχη που άνοιξε τη συζήτηση για την κακοποιητική συμπεριφορά στο θέατρο και έφερε στις δικαστικές αίθουσες μία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις του ελληνικού MeToo. Μετά από πολύμηνη διαδικασία, τα θύματα δικαιώθηκαν. Η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στάθηκε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, η στάση της αποτέλεσε παράδειγμα και σήμερα νιώθει πιο ελεύθερη από ποτέ. Σκηνοθετεί και παίζει στο θέατρο, ενώ υποδύεται στην τηλεόραση έναν ρόλο πολύ διαφορετικό απ' ό,τι έχει κάνει μέχρι σήμερα.
― Θα ξεκινήσω από όλα αυτά που κάνεις φέτος τον χειμώνα. Είσαι σε πυρετό δραστηριότητας.
Δεν είχα σκοπό να γίνει έτσι, ούτε το προγραμμάτισα, απλώς μερικές φορές προκύπτουν πράγματα στα οποία δεν μπορείς να πεις «όχι». Είχα διαβάσει το έργο του Φλοριάν Ζελέρ «Πριν ανοίξουμε φτερά». Διαβάζοντάς το εμφανίστηκε μπροστά μου η εικόνα του Δημήτρη Καταλειφού και είπα «αυτό το έργο θέλω να το σκηνοθετήσω». Είπα ότι θα του το προτείνω και αν δεν τον ενδιαφέρει δεν θα μπω στη διαδικασία, γιατί με αυτόν το ονειρεύτηκα. Του το πρότεινα, του άρεσε και μου είπε να το κάνουμε του χρόνου, δηλαδή φέτος. Είπε «ναι» και η Ζωή Ρηγοπούλου και ξεκινήσαμε. Άλλο σχέδιο δεν υπήρχε, αλλά με πήρε ο Μπέζος –και όταν με παίρνει ο Γιάννης δεν υπάρχει περίπτωση να πω «όχι»– για να παίξω στη «Γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της». Στη συνέχεια ήρθε και η πρόταση για το «Παιδί» στην ΕΡΤ, μια δουλειά που, όταν μου την παρουσίασε ο Στέφανος Μπλάτσος, είπα ότι αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον αν μπορεί να συμβεί, γιατί είναι ιδιαίτερο, δεν είναι εποχής. Κάνω μια γυναίκα λαϊκή, μια γυναίκα της ζωής, και τον ευχαρίστησα κιόλας, γιατί συνήθως δεν μου προτείνουν τέτοιους ρόλους.
Ένας ηθοποιός μπορεί να είναι καλύτερος σε κάποια πράγματα, αλλά πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία να δοκιμαστεί και σε κάτι άλλο και να μεταμορφωθεί, αλλιώς μένει σε ένα βαρετό μοτίβο. Πόσο να το εξελίξεις;
― Τι ρόλους σου προτείνουν;
Μου προτείνουν ρόλους που ταιριάζουν στο φιζίκ μου, μιας ωραίας γυναίκας, μιας αστής, λίγο συγκρατημένης, λίγο περιχαρακωμένης. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι μόνο η εξωτερική τους εμφάνιση∙ ευτυχώς έχω κάνει και πράγματα άλλου τύπου.
― Αυτή η λέξη, το φιζίκ, με πάει πολύ πίσω, στην εικόνα σου όταν πρωτοδημιουργήθηκε. Είχες τρομερή επιτυχία στους «Ψίθυρους καρδιάς», με τηλεθέαση έως και 76% –μιλάμε για 3.500.000 τηλεθεατές–, και βρέθηκες στο μάτι του κυκλώνα, στο επίκεντρο της προσοχής.
Ήταν ένα πράγμα κατακλυσμιαίο που δεν το περίμενα. Μόλις είχα τελειώσει τη Σχολή Βεάκη, ήμουν 22 χρονών, δεν το είχα φανταστεί ποτέ και δεν μου άρεσε, δεν το καλοδέχτηκα. Τώρα, γυρνώντας πίσω, λέω ότι θα μπορούσα να το απολαύσω, αλλά δεν γίνεται να γυρίσεις πίσω, κι έτσι μένω στο εδώ.
― Το γεγονός ότι μπήκε η προσωπική σου ζωή σου στο μικροσκόπιο σε ενόχλησε, είχε επίδραση στον χαρακτήρα σου;
Κυρίως με ενόχλησε τι νόμιζαν οι άνθρωποι για μένα. Εσύ το ξέρεις πολύ καλά, γινόταν μια προβολή για το ποια είμαι βάσει αυτού που έβλεπαν οι άλλοι, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είχε καμία σχέση με μένα. Δεν τους ενδιέφερε ποια είμαι, έκαναν ένα κολάζ με αυτά που είχαν συμπεράνει, γι’ αυτό και μέχρι πρόσφατα ήμουν λιγομίλητη και συγκρατημένη. Με τα χρόνια μαλάκωσα και κατάλαβα και τι σήμαινε τότε αυτή η επιτυχία, που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει σήμερα∙ ο κόσμος βλέπει διαφορετικά, η τηλεόραση είναι κάτι πιο ευρύ, τα νούμερα εκείνα δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια. Σήμερα κάνει μια σειρά 17% και λέμε ότι είναι επιτυχία, τότε αυτό το νούμερο δεν το διανοούνταν, σε έκοβαν με το «καλημέρα».
Τότε, λοιπόν, έμειναν μόνο στο φιζίκ μου, και αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Ήταν αυτό που καθόριζε το πώς με επέλεγαν, ειδικά μια εποχή που εγώ δεν μπορούσα να κάνω επιλογές. Όσα μου πρότειναν ήταν παρόμοια∙ ίσως τους ήταν πιο εύκολο να με στρέψουν, στερεοτυπικά, προς το δράμα, και τους ταίριαζε μια γυναίκα ψηλή, μελαχρινή, με σοβαρότητα. Για κωμωδία δεν μπορούσαν να με σκεφτούν, δεν ήμουν παχουλούλα, γλυκούλα – αστεία πράγματα, τι σχέση έχουν η κωμωδία και το δράμα με την εξωτερική εμφάνιση; Το βλέπω και σε συναδέλφους, δεν το έζησα μόνο εγώ, άνθρωποι που παίζουν κωμωδία δύσκολα θα κάνουν κάτι δραματικό. Ένας ηθοποιός μπορεί να είναι καλύτερος σε κάποια πράγματα, αλλά πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία να δοκιμαστεί και σε κάτι άλλο και να μεταμορφωθεί, αλλιώς μένει σε ένα βαρετό μοτίβο. Πόσο να το εξελίξεις;
― Η καριέρα σου πήγε όπως ήθελες;
Είναι τόσο πολύ εν εξελίξει μέσα μου που δεν μπορώ να την αποτιμήσω, νιώθω ότι τώρα ξεκινάω.
― Έχω την εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια δείχνεις πιο δυναμικά τι μπορείς να κάνεις.
Μπορώ να το ορίσω και χρονικά: τα τελευταία τέσσερα χρόνια ξεκίνησε αυτό και τώρα μπορώ να πω ότι απελευθερώθηκα. Μεγάλωσα και δεν με νοιάζει πια η εικόνα μου και η γνώμη του άλλου, με νοιάζει μόνο η γνώμη ορισμένων ανθρώπων.
― Στην απελευθέρωση για την οποία μιλάμε έπαιξαν ρόλο και όσα συνέβησαν και σχετίζονται με το MeToo, έτσι δεν είναι;
Φυσικά.
―Σήμερα θα έλεγες ότι ήταν μια μεγάλη δοκιμασία;
Δεν θα το έλεγα δοκιμασία, ήταν μια μεγάλη απόφαση, όχι μόνο για μένα ή μόνο με εμένα, γιατί αφορούσε κι άλλους ανθρώπους, και εσωτερικά, δηλαδή στο σπίτι μου, και εξωτερικά. Έπρεπε να σπάσει κάτι εκείνη τη στιγμή και να είναι σύμφωνοι και προστατευμένοι κι άλλοι άνθρωποι, όπως τα παιδιά μου∙ δεν ήμουν μόνο εγώ στην ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, ήταν κάτι που τότε, ή ακόμα και τώρα, έπρεπε να γίνει και σχετίζεται και με την απελευθέρωση που λες.
―Πόσο δυσκολεύτηκες με αυτή την απόφαση;
Πολύ. Όποιος πιστεύει ότι είναι κάτι που το αποφασίζεις ελαφρά τη καρδία και με επιπολαιότητα, είναι βαθιά γελασμένος. Από μόνη της η απόφαση είναι κάτι πολύ δύσκολο, δεν μιλάω για το μετά, για τη διαδρομή. Γιατί πολλές φορές η υπόθεση παρουσιάστηκε σαν μια μόδα ή σαν να σηκώθηκε κάποιος ένα πρωί και να είπε εύκολα «θα δεις τι θα πάθεις». Εγώ δεν ξέρω καμία από τις κοπέλες, είτε σε αυτή την υπόθεση είτε σε άλλες, κανέναν από όσους συμμετείχαν σε αυτό που να το έκανε εύκολα∙ γέμισαν ψυχοσωματικά. Άρα, όταν κάνεις κάτι που έχει αυτήν τη μεγάλη δυσκολία, το επόμενο στάδιο είναι να ανασάνεις.
― Η διαδρομή είναι το πιο δύσκολο κομμάτι;
Είναι πάρα πολύ δύσκολη, ειλικρινά, αν τύχει σε κάποιον άλλο, δεν ξέρεις τι να του πεις. Μου στέλνουν μηνύματα κορίτσια και αγόρια που έχουν υποστεί κακοποίηση και ζητάνε τη συμβουλή μου. Είναι πολύ δύσκολο και το να προτρέψεις κάποιον να το κάνει και το να τον αποτρέψεις. Το πρώτο που θέλεις να πεις είναι «μίλα», αλλά πρέπει να του πεις ότι δεν είναι απλό. Δεν μπορείς να πεις σε ένα παιδί «μίλα», έτσι, ηρωικά, γιατί δεν υπάρχει κανένας ηρωισμός. Γιατί φτάνεις σε μια αίθουσα και μπαίνουν όλα στο μικροσκόπιο – και έτσι πρέπει να γίνει. Για να είμαστε ειλικρινείς, όταν γίνεται μια καταγγελία και κατηγορείται ένας άνθρωπος, πρέπει να εξεταστεί πραγματικά και στα σοβαρά αν αυτές οι καταγγελίες έχουν κάποια βάση. Το καταλαβαίνω αυτό και το σέβομαι. Ένας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα στην υπεράσπιση. Υπάρχει όμως και η στοχοποίηση των θυμάτων, ο τρόπος που εξετάζονται τα θύματα, που είναι τραγικός, αν και έχουν αλλάξει κάποια πράγματα.
― Λιγοψύχησες σε αυτήν τη διαδικασία;
Πολλές φορές. Δεν μετάνιωσα, αλλά μπαίνεις σε ψυχικούς δρόμους που δεν τους είχες σκεφτεί και τους συναντάς εκεί. Όταν είσαι μέσα σου εντάξει και αυτά τα πράγματα έχουν συμβεί, μιλάς για τραύματα, δεν μιλάς για ένα περιστατικό, δεν τράκαρε κάποιος το αυτοκίνητό σου, οπότε το πρώτο που συμβαίνει είναι ότι ανοίγει ξανά το τραύμα. Μπορείς να καταλάβεις πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο.
― Υπήρχαν δίπλα σου άνθρωποι που σε στήριξαν, που ήταν εκεί από την αρχή μέχρι το τέλος;
Υπήρξαν πολλοί∙ άνθρωποι αμετακίνητοι, χωρίς να φωνάζουν, χωρίς να θέλουν να φαίνονται, σοβαροί άνθρωποι. Υπήρξαν και οι «φωτοβολίδες» στην αρχή, αλλά δεν έχει σημασία.
― Φοβήθηκες ότι αυτή η υπόθεση μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά για τη δουλειά σου;
Δεν φοβήθηκα, αλλά το σκέφτηκα και το ξέρω ότι πιθανότατα κάποιοι σε αυτήν τη δουλειά μπορεί να βλέπουν αρνητικά εμένα και κάποιους ανθρώπους που έχουμε εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση. Ειλικρινά δεν με νοιάζει, ο καθένας έχει δικαίωμα στη γνώμη του.
― Είναι κλισέ, αλλά θα το ρωτήσω: όταν τέλειωσε αυτή η ιστορία, ένιωσες να βγαίνεις πιο δυνατή;
Δεν βγαίνεις πιο δυνατή με την έννοια της δύναμης, αλλά όταν κάτι παίρνει μέσα σου τη θέση που πρέπει να πάρει, τοποθετείσαι κι εσύ απέναντι στον εαυτό σου. Αυτή είναι μια δύναμη προσωπική, με βοήθησε να απαλλαγώ από πράγματα που καταλάμβαναν χώρο μέσα μου. Το νιώθεις, όταν αφαιρούνται υπάρχει χώρος για να αναπνεύσεις.
― Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος που προβαίνει σε μια τέτοια κίνηση το κάνει πρώτα για τον εαυτό του. Ωστόσο, αυτή η ιστορία ήταν ένας σεισμός, άφησε αποτύπωμα;
Πιστεύω ότι άφησε. Τα πράγματα αυτά πάντα θα συμβαίνουν, απλώς οι άνθρωποι μιλάνε πιο εύκολα απ' ό,τι πριν και είναι πιο ετοιμοπόλεμοι. Συντέλεσε στο να μαζευτούν κάποιοι. Από εκεί και πέρα, αυτό που είδα με έκανε να αναρωτηθώ αν αυτά συμβαίνουν μόνο στον αθλητισμό και στο θέατρο. Στον δικό σας χώρο δεν έχουν συμβεί; Εγώ είμαι πολύ περήφανη που ανήκω σε αυτό τον κλάδο που λοιδορήθηκε πολύ, γιατί εμείς είμαστε άνθρωποι αναγνωρίσιμοι και μας κρίνουν όλοι κι όμως τολμήσαμε να το κάνουμε. Οι περισσότεροι στη δουλειά μου, η πλειονότητα των ανθρώπων που γνωρίζω, είναι πάρα πολύ καλοί. Βεβαίως και στο θέατρο υπήρχε μια κακώς εννοούμενη εξουσία, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια είναι καλύτερα τα πράγματα, γιατί οι άνθρωποι απομυθοποιούνται.
― Εννοείς την εξουσία του σκηνοθέτη;
Ο σκηνοθέτης είναι ο σκηνοθέτης, υπάρχει ιεραρχία, αλλά είναι άλλο να επιβάλει την εξουσία του και άλλο το «ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δουλειά». Υπήρχαν πολλά κακώς εννοούμενα, αλλά σήμερα τα παιδιά δεν μασάνε. Σέβονται μια χαρά, αλλά δεν έχουν δέος για τίποτα. Και γιατί να έχουν, απέναντι σε ποιον να έχουν; Σε μια κοινωνία που είναι κατάπτυστη θα σηκωθεί ένας νέος άνθρωπος να σε θαυμάσει; Τι να θαυμάσει; Ο νέος δεν είναι ανεξάρτητος από την κοινωνία, είναι το αποτέλεσμα, και βλέπουμε τι γίνεται κάθε μέρα γύρω μας: ένα χάος, σε μια χώρα που σε γεμίζει απογοήτευση. Τουλάχιστον εγώ έτσι νιώθω ως πολίτης, μια μόνιμη ματαίωση: δεν έχεις εμπιστοσύνη σε αυτά που θα έπρεπε να έχεις, να μπεις στο τρένο, να περπατάς και να μη φοβάσαι, να μη φοβάσαι να πας στο νοσοκομείο. Εκεί είναι η αλήθεια.
― Πώς αποφάσισες να σκηνοθετήσεις; Προσωπικά, χαίρομαι όταν σκηνοθετούν γυναίκες και πιστεύω ότι δεν τους έχουμε δώσει τη θέση που τους αξίζει, τις θεωρούμε υποδεέστερες.
Δεν πήρα την απόφαση να γίνω σκηνοθέτις, είμαι ηθοποιός, αλλά αυτή την επιθυμία την είχα πολλά χρόνια και με έτρωγε. Όταν έκανα την πρώτη σκηνοθεσία μου μού άρεσε η διαδικασία, μου άρεσαν τα πολλά θέματα που είχα να διαχειριστώ – μου ταίριαξε. Είχα, και έχω, την πεποίθηση ότι ο ηθοποιός που θα έρθει να παίξει έναν ρόλο –βάζω και τον εαυτό μου μέσα– πρέπει σε έναν βαθμό να είναι έτοιμος. Οι σκηνοθέτες δεν πρέπει να είναι δάσκαλοι των ηθοποιών, δεν το πιστεύω αυτό. Ο ηθοποιός πρέπει να έρθει με τα υλικά του, με τη βαλίτσα του, δεν μπορεί να έρθει «γυμνός», εκτός αν πάρεις έναν ηθοποιό που θέλεις να είναι «γυμνός» για κάτι συγκεκριμένο, έναν νέο ηθοποιό. Και εγώ ως ηθοποιός πάω με μια βαλίτσα, δεν περιμένω να με διαπλάσει ο σκηνοθέτης, θα μου πει «πέτα αυτό», «κράτα εκείνο»∙ έτσι πιστεύω ότι είναι η σκηνοθεσία. Τώρα δουλεύω με τον Δημήτρη Καταλειφό. Είναι δυνατόν να του πω «θα σε πλάσω;» Προφανώς και ανοίγει τη βαλίτσα του και δανείζεσαι, και είμαι τυχερή που οι ηθοποιοί έχουν τόσο μεγάλες βαλίτσες και τις καταθέτουν στο έργο.
Ο Δημήτρης, λοιπόν, είναι ένας ηθοποιός με τα μπαγκάζια αυτά, τις περγαμηνές του και τη διαθεσιμότητά του, γιατί οφείλω να πω ότι πολλές φορές είναι πολύ διαθέσιμος, σαν μαθητής. Θα ήμουν ηλίθια αν δεν έκλεβα ό,τι μπορώ να του κλέψω, θα ήμουν χαζή. Δεν τον σκηνοθετείς, τον τοποθετείς στο πλαίσιο και τον αφήνεις να είναι αυτό που είναι, το λέω για να είμαστε ειλικρινείς και ρεαλιστές. Ο ναρκισσισμός του σκηνοθέτη εδώ δεν παίζει, πρέπει να ξέρεις από την αρχή με ποιον έχεις να κάνεις. Αυτόν τον άνθρωπο τον θες ως όχημα για να χτίσεις γύρω του και πάνω του την παράσταση, γιατί είναι το βασικό πρόσωπο του έργου, χωρίς να υποτιμώ τους άλλους ηθοποιούς.
― Σε αυτό το έργο πρωταγωνιστές είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, κάτι που συχνά δεν είναι ελκυστικό.
Εμένα αυτό που με κέρδισε στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι οι πρωταγωνιστές είναι αυτό το ζευγάρι. Στη σύγχρονη κοινωνία, το να είναι οι πρωταγωνιστές γέροι –επίτηδες χρησιμοποιώ τη λέξη– είναι ταμπού. Γιατί ελκυστική είναι η νιότη, αυτή τραβάει μπροστά, οι μεγαλύτερες ηλικίες πάνε στα μετόπισθεν. Ο Ζελέρ χρησιμοποιεί την άνοια ως πρόσχημα, δεν είναι αυτός ο άξονας, το έργο μιλά για την απώλεια, την όποια απώλεια, του θανάτου, της μνήμης, ενός σπιτιού, της ζωής σου όπως την ήξερες. Οι απώλειες στη ζωή μας ξεκινάνε από την ώρα που γεννιόμαστε. Και η ζωή μας είναι μια κόντρα συνειδητή ή ασυνείδητη σε αυτά που συμβαίνουν. Είναι ένας άνθρωπος που «φυλλορροεί» και γύρω του όσοι τον φροντίζουν και τον αγαπούν ζουν και εκείνοι τα δικά τους διλήμματα.
― Είναι ένα ζήτημα πολύ μεγάλο στην εποχή μας, με ποιον τρόπο φροντίζεις τον άνθρωπό σου όταν γερνάει.
Είναι κάτι δυσβάσταχτο, ειδικά στη μοναξιά της μεγαλούπολης, το πώς εντάσσονται οι άνθρωποι αυτοί μέσα σε αυτή την πόλη, αν υπάρχει πρόνοια, αν τους βλέπουμε. Υπάρχει ο φασισμός της νιότης: όταν είσαι νέος και νιώθεις άτρωτος, είναι αόρατοι οι μεγάλοι άνθρωποι, αρχίζεις να τους διακρίνεις μεγαλώνοντας. Η αγάπη κάνει τους ανθρώπους ορατούς και αυτό το έργο μιλά για την αγάπη και για το τι γίνεται αυτή η αγάπη όταν χάνεται η μνήμη, όταν χάνεται ο ένας από τους δυο. Αν υπάρχει η αγάπη στη ζωή, τίποτα δεν τελειώνει.
― Εσένα σε έχει απασχολήσει το θέμα του χρόνου;
Φυσικά, καθημερινά, αλλά όσο μεγαλώνω με απασχολεί θετικά. Βεβαίως στο πίσω μέρος του μυαλού υπάρχει το ερώτημα «ποιο είναι το μέλλον μου, τι μου επιφυλάσσει;». Δεν υπάρχει απάντηση, οπότε προτιμώ να λέω ότι τα 50 είναι μια ωραία ηλικία. Έχεις δει το πριν, έχεις δει και το μετά, γιατί έχεις δει τους γονείς σου να μεγαλώνουν, είναι ορατά όλα. Σκέφτεσαι, τι κάνω τώρα; Ανησυχώ ή κάθομαι και απολαμβάνω; Προσπαθώ να διαλέγω το δεύτερο.
― Πιστεύεις ότι τώρα έχεις περισσότερες ευκαιρίες από όσες είχες πριν από είκοσι χρόνια;
Εκατό τοις εκατό, τώρα νιώθω ότι μου ανοίγονται όλα. Δεν υπάρχουν τα εμπόδια που έβαζα στον εαυτό μου, τα αφαίρεσα όλα. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να φτάσεις σε μια ηλικία, να διανύσεις την απόσταση για να το καταλάβεις, δεν μαθαίνονται αυτά προκαταβολικά, είναι προσωπικές διαδρομές.
― Στο «Η γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της», το άλλο έργο στο οποίο παίζεις, παρ’ όλο που είναι του ’70, βλέπεις ότι δεν έχουν αλλάξει τα στερεότυπα. Ο άντρας αφήνει τη γυναίκα του για μια νεότερη, η βία θυμίζει πολύ τη σημερινή κατάσταση.
Η κατάσταση σήμερα έχει χειροτερέψει. Στατιστικά, οι γυναικοκτονίες είναι περισσότερες τώρα και αυτό κάτι δείχνει. Έχουμε μορφωθεί, έχουμε δει και ακούσει πολλά, έχουμε διαβάσει, έχουμε μιλήσει για τις σχέσεις των δυο φύλων και είναι σαν να μην έχουμε κάνει βήμα. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Θα σου πω κάτι πολύ απλό: σε όλες σχεδόν τις συνεντεύξεις που είχα δώσει όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου με ρωτούσαν «ο Φάνης σε βοηθάει;». Στον Φάνη δεν θα έκαναν ποτέ την ίδια ερώτηση – γιατί αν με βοηθάει, πρέπει να νιώθω τυχερή. Κάποια στιγμή είχα κόψει τα μαλλιά μου κοντά και με ρωτούσαν στην τηλεόραση αν συμφώνησε ο Φάνης. Τι να εξηγώ, αν το σκεφτείς, αυτά είναι τρομακτικά πράγματα. Και εμείς κουβαλάμε χαρακτηριστικά έμφυλα που τα φέρουμε από γενιά σε γενιά∙ ας πούμε, αν δεν μαγειρεύεις, δεν αισθάνεσαι άνετα μ’ αυτό. Εγώ δεν ξέρω κανέναν άντρα που δεν ξέρει να μαγειρεύει ο οποίος να νιώθει άβολα γι’ αυτό. Το λέω γιατί όσοι μιλάμε δημόσια έχουμε ευθύνη και οφείλουμε να μη διαιωνίζουμε αυτά τα στερεότυπα, αυτήν τη συζήτηση που μοιάζει χαριτωμένη, αλλά είναι επικίνδυνη.
― Μεγαλώνεις δυο αγόρια, τι τους λες;
Μεγαλώνοντας αγόρια που είναι έφηβοι, αυτό που προσπαθώ είναι να μάθουν να κάνουν τα πάντα. Ευτυχώς εγώ μεγάλωσα με μια μάνα που δεν είναι η κλασική Ελληνίδα, αγκιστρωμένη επάνω μας, και δεν είμαι κι εγώ έτσι. Επίσης, δεν ένιωσα ποτέ ότι χρωστάμε στη μάνα μας και με τη σειρά μου δεν θέλω τα παιδιά να μας χρωστάνε τίποτα. Θα κάνουμε, και εγώ και ο Φάνης, ό,τι μπορούμε για να είναι καλά και να φύγουν από εμάς ελεύθεροι, να ανοιχτούν στον κόσμο, γιατί αυτός είναι ο στόχος μας και ο σκοπός μας.
―Αν σε ρωτούσα τι σημαίνει το θέατρο για σένα, τι θα απαντούσες;
Είναι μια πάρα πολύ ωραία, μια ζηλευτή δουλειά, όσο και να γκρινιάζουμε ή να κουραζόμαστε και να βασανιζόμαστε για να βρούμε κάτι. Για μένα είναι το πιο γοητευτικό παιχνίδι που μπορεί να παίξει ένας άνθρωπος∙ μπορεί να συνδεθεί με τον άλλο και να αγγίξει τη χορδή κάποιου, αυτό είναι μαγικό. Γι’ αυτό λατρεύω το θέατρο, κάνει καλό σε εμάς που το κάνουμε, αλλά μπορεί να βοηθήσει και κάποιον άλλο∙ πάντως, κακό δεν κάνει σε κανέναν, αυτό είναι σίγουρο.
Ευχαριστούμε θερμά το Gorlomi (Πλουτάρχου 9, Αθήνα) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.