Τα πρόσωπά τους είναι κατακόκκινα: από την έξαψη ή από κάποια δερματοπάθεια; Ο δύστροπος Χαμ και ο ανεκτικός Κλοβ. Ο πρώτος έχει χάσει την όρασή του, ο δεύτερος βλέπει τα πάντα, μέχρι και τους ψύλλους. Ο πρώτος βουλιάζει στην πολυθρόνα του, ο δεύτερος πηγαινοέρχεται νυχθημερόν, εκτελώντας στωικά τα καθήκοντά του.
Γνώρισαν σίγουρα καλύτερες μέρες ετούτοι οι δυο, σε άλλες εποχές, όταν ο Χαμ δεν είχε τυφλωθεί ακόμη και ταπείνωνε τους φτωχούς που σέρνονταν στην αυλή του ικετεύοντας για λίγο ψωμί. Τώρα όλοι χάθηκαν. Εξαφανίστηκαν. Του απέμεινε μονάχα ο Κλοβ. Πρόδηλη αηδία και λαθραία τρυφερότητα. Ποιος υιοθέτησε ποιον; Η ρουτίνα της συνύπαρξής τους δεν διακόπτεται ποτέ, παρά την απειλή της εγκατάλειψης που εκσφενδονίζει ανά διαστήματα ο τελευταίος.
Ο Χαμ θέλει το αναλγητικό του.
Ποιος αντέχει τον αποχωρισμό; Σάρκα και οστά ενωμένα, έστω σακατεμένα.
Ο Χαμ θέλει να κοιμηθεί. Να ονειρευτεί δάση κι ερωτικές σκηνές.
Ο Χαμ ρωτά: Φύτρωσαν οι σπόροι που φύτεψε ο Κλοβ;
Μανιέρα, επιπολαιότητα, ισοπέδωση: όλα ακούγονται κούφια, όλα καταλήγουν σε μια ανούσια «χαριτωμενιά», σε μια αυτάρεσκη επίδειξη μπρίου.
Τίποτα δεν φυτρώνει πια. Δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στη γη. Μόνον εμείς, εδώ, σε τούτο το δωμάτιο. Κοιτάζουμε τακτικά έξω απ’ τα παράθυρα, διαβάζουμε τον ορίζοντα, αναζητούμε πατημασιές στην αμμουδιά, αλλά το φως δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατό, τα κύματα σκάνε σαν μολύβι, κι εμείς, ανήμποροι κι εγκλωβισμένοι, θυμόμαστε τα παλιά, τότε που κάναμε βόλτες στην εξοχή με το ποδήλατο και τα κλαδιά τρίζανε στο πέρασμά μας.
Ας υποδυθούμε τους ζωντανούς, ας πάρουμε ένα ακόμη χάπι, ας κοιμηθούμε, ας ξυπνήσουμε, ας τραβήξουμε τις κουρτίνες, ας σηκώσουμε το καπάκι (πάλι πεινάει ο μπαμπάς και η μαμά), ας αρχίσουμε τη συνομιλία, τη στιχομυθία, την παρελθοντολογία, όχι όμως την υστερία, δεν χρειάζεται υστερία, κάπως θα ξεχαστούμε, το ίδιο δεν κάναμε και χθες, το μάθαμε το παιχνίδι, ναι, απέξω κι ανακατωτά, γίναμε εξπέρ, χρόνια τώρα (πόσα άραγε;) μας κράτησε σε φόρμα ο διάλογος.
Κι αν η μέρα τώρα υποχωρεί, θα ξανάρθει αύριο, έτσι δεν είναι; Να μείνω ήσυχος... Ναι, Κλοβ, αλλά τότε γιατί στάζει κάτι μέσα στο κεφάλι μου;
Μου λες πως είναι κόλαση εκεί έξω, αλλά εδώ μέσα τι είναι;
Ένας ψύλλος. «Ένας ψύλλος; Μα η ανθρωπότητα θα μπορούσε ν’ αρχίσει ξανά απ’ αυτόν! Πιάσ’ τον!» Δεν έχει κανένα νόημα. «Τι στο διάολο φαντάζεσαι; Ότι η γη θα ξυπνήσει την άνοιξη; Ότι τα ποτάμια και οι θάλασσες θα γεμίσουν πάλι ψάρια;»
Δεν μπορώ να σηκωθώ από την πολυθρόνα, όχι επειδή είμαι ανάπηρος αλλά επειδή είμαι εξαντλημένος. Δεν μου χρειάζονται πλέον οι μέρες και οι νύχτες. Δεν έχω κανέναν σκοπό, κανέναν προορισμό, καμία προσδοκία. Οι λέξεις είναι κλειδωμένες. Το μέλλον έχει ακυρωθεί. Το φάσμα των πιθανοτήτων έχει καταργηθεί. Καμία μετατόπιση δεν είναι εφικτή. Καμία επινόηση. Οι μικροεργασίες της επιβίωσης θα συνεχιστούν, όπως και το αναμάσημα των παλιών ιστοριών ή το σούρσιμο της σκάλας στο πάτωμα. Όλες οι δυνατότητες έχουν δοκιμαστεί. Δεν υπάρχουν άλλες.¹ Καμία επιθυμία πια, παρά μόνον επιθυμία για το τέλος. Το τέλος του παιχνιδιού.
Τι είναι αυτό το «παιχνίδι» και πώς να χορογραφήσει κανείς το τέλος του; Χωρίς κανόνες, χωρίς πλοκή, χωρίς ψυχολογικά ή μιμητικά μοντέλα, χωρίς κανονικούς ήρωες (τίποτε δεν γνωρίζουμε για την καταγωγή τους), τι έχει, τελικά, ο σκηνοθέτης ενώπιόν του;
Ένα ψυχικό τοπίο; Μια νοητική κατάσταση; Μια κεκαλυμμένη μετα-θεατρική αφαίρεση; Τι διακυβεύεται σε τούτα τα σπασμωδικά καμώματα; Το τέλος της βιολογικής ζωής ή της ζωής ως παράστασης; Μήπως ο τρομακτικός δισταγμός και η αστείρευτη αναβλητικότητα –του Χαμ να πεθάνει και του Κλοβ να αποχωρήσει/προχωρήσει– προοιωνίζονται το πέρασμα του ανθρώπου στο μετα-ανθρώπινο και στο μετα-προσωπικό;²
Οι επιλογές που ανοίγονται μπροστά μας φαντάζουν σχεδόν άπειρες. Το ίδιο και οι αποφάσεις που καλείται να πάρει ο εκάστοτε σκηνοθέτης του έργου. Ποιοι είναι οι ήρωες; Πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα ή για ένα και το αυτό; Είναι ο Χαμ το Πνεύμα και ο Κλοβ το Σώμα; Ο αφέντης και ο δούλος του Χέγκελ; Δύο βετεράνοι, αποκαμωμένοι «παίκτες» που παίζουν (θέατρο) ad infinitum; Αν το όνομα Hamm (Χαμ) αποτελεί συντόμευση του Hamlet (όπως υποστηρίζει ο Αντόρνο³), τότε πώς απηχεί τον σαιξπηρικό ήρωα η μπεκετική παρωδία του;
Πού βρίσκονται; Υπάρχει κάτι έξω από τα παράθυρα (και πόσο αυτά μοιάζουν με δύο μάτια, έτσι όπως τα περιγράφει ο συγγραφέας...); Έχει επέλθει όντως το τέλος του κόσμου ή πρόκειται για ένα μονόπρακτο που «σκιαγραφεί τη διάλυση μιας προσωπικότητας την ώρα του θανάτου της», όπως αναρωτιέται ο Μάρτιν Έσλιν, «με το δωμάτιο ως δώμα του μυαλού και τους ήρωες εντός του ως θίασο των χαρακτήρων του θεάτρου του»;⁴ Μια αποσύνθεση του Εγώ «συμπεριλαμβανομένης της δυσοσμίας και της αγωνίας του»;⁵
Η απάντηση σε καθένα από αυτά τα ερωτήματα –ή τις παραλλαγές τους– προϋποθέτει την κοπιώδη εργασία της δραματουργικής επεξεργασίας, απαραίτητη για οποιοδήποτε ανέβασμα ετούτου του αριστουργηματικού κειμένου, που εκφράζει ακόμη τόσο διαπεραστικά την εποχή μας, εβδομήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του. Όμως, δυστυχώς, κανενός είδους τέτοια επεξεργασία δεν μαρτυρά η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Ιλίσια.
Στάσεις, θέσεις και βηματισμοί. Μικρές αναπηδήσεις και πισωγυρίσματα. Το Τέλος του παιχνιδιού δεν είναι απλή κλοουνερί (ξέρουμε πόσο αγαπούσε ο Μπέκετ το μιούζικ-χολ και τα κωμικά ντουέτα του): είναι κλοουνερί στο χείλος της αβύσσου. Στο όριο του χώρου, του χρόνου, της γλώσσας, της αναπαράστασης. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Μάκη Παπαδημητρίου τα αψηφά όλα αυτά, φανερώνοντας μια εντυπωσιακή άγνοια κινδύνου, μια αβάσταχτη έλλειψη αληθινής εμπλοκής με τα νοήματα και τα ζητούμενα του έργου, μια εκκωφαντική απουσία χαρτογράφησης στόχου, αναστοχασμού.
Δεν υπάρχει καμία «θέση»: δεν καταλαβαίνουμε ποιοι είναι οι ήρωες, ποια η συνθήκη της συνύπαρξής τους, ποιο το διακύβευμα. Δεν αναδεικνύεται κανένα δραματουργικό νήμα: τα πρώτα πέντε λεπτά της παράστασης επαναλαμβάνονται άγονα μέχρι της λήξεως. Με μια ελαφρότητα αβασάνιστη, αδούλευτη, που ούτε καν σε κωμικό επίπεδο δεν αποφέρει καρπούς. Ο υπόγειος σπαραγμός του κειμένου έχει παραμεριστεί πλήρως, σα να μην έγινε ποτέ αντιληπτός, σαν να μη «διαβάστηκε» ποτέ.
Ο σκηνοθέτης, που εδώ ερμηνεύει τον ρόλο του Χαμ, διαθέτει ένα φυσικό χάρισμα να γαργαλάει ειρωνικά τις λέξεις, τονίζοντας την επιτηδευμένη θεατρικότητα, τον ξεφουσκωμένο στόμφο του «φαντασμένου», υπεροπτικού Χαμ: αυτό, καίτοι ταιριαστό, δεν στέκεται σε καμία περίπτωση αρκετό για να αποδοθεί το βάθος των υποκείμενων στρώσεων που συνοδεύουν κάθε κομμάτι διαλόγου, κάθε χειρονομία, στον Μπέκετ.
Μανιέρα, επιπολαιότητα, ισοπέδωση: όλα ακούγονται κούφια, όλα καταλήγουν σε μια ανούσια «χαριτωμενιά», σε μια αυτάρεσκη επίδειξη μπρίου. Το σκηνικό, όπως και η παράσταση, ξερό, μονοσήμαντο, δεν προκαλεί κανέναν συνειρμό, δεν αφήνει καμία υπόνοια. Οι φωτισμοί, οι ήχοι, τα χρώματα, τα σχήματα ουδόλως μεριμνούν για την οικοδόμηση ενός κόσμου.
Οι συμπληρωματικές ερμηνείες (Ναγκ: Δημήτρης Ντάσκας, Νελ: Φραγκίσκη Μουστάκη) μοιάζουν βγαλμένες από κάποια αμήχανη ερασιτεχνική φάρσα. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, τόσο ικανός κατά τα άλλα, αδυνατεί εδώ να πλάσει μια πειστική περσόνα ως Κλοβ, παρά την επιμελημένη χωριστρούλα στα μαλλιά που του προσδίδει εσάνς «σπασίκλα». Μένει άχρωμος και άοσμος, όπως όλα επί σκηνής. Ψεύτικες επιταχύνσεις, φλυαρία δίχως καρδιοχτύπι, ατάκες που λέγονται για να ειπωθούν, χωρίς να σημαίνουν τίποτα. Από πού να κρατηθούμε; Η δική μας απελπισία, ως περιφρονημένων θεατών, θα αποδειχθεί το μόνο αληθινό συναίσθημα της ατυχούς βραδιάς.
1. Gilles Deleuze, «Ο εξαντλημένος - Ένα κείμενο για τον Μπέκετ»
2. Χλόη Κολύρη, στο συλλογικό «Σάμιουελ Μπέκετ: Φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές προσλήψεις»
3. Θωμάς Συμεωνίδης, «Όλα είναι παρεξήγηση: Ο Theodor Adorno και το Τέλος του παιχνιδιού του Samuel Beckett»
4. Μάρτιν Έσλιν, «Το θέατρο του παραλόγου»
5. Gilles Deleuze, ό.π.