Πριν φτάσει ο Γιάννης Τσουμαράκης στο ραντεβού μας, μετράω τις παραστάσεις στις οποίες έχει πάρει μέρος αφότου αποφοίτησε με άριστα από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου· είναι δέκα, αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος για έναν ηθοποιό μόλις 25 χρονών, παιδί της Gen Ζ, γεννημένο στην αλλαγή του αιώνα, στην έναρξη της νέας χιλιετίας. Πριν από λίγους μήνες έγινε ο νεότερος ηθοποιός που τιμήθηκε με το θεατρικό βραβείο Χορν, για το 2025.
Υποδύεται τον Πολυνείκη στο έργο του Ρόμπερτ Άικ «Οιδίποδας» που ανεβαίνει στη Στέγη και με το που αρχίζουμε τη συζήτησή μας μιλά με θαυμασμό για το κείμενο της παράστασης, για το πόσο μαεστρικά γραμμένο είναι, σαν παρτιτούρα, και πόσο λύνει τα χέρια του ηθοποιού με τον τρόπο που διαγράφεται η σχέση του με τον Ετεοκλή, φανερώνοντας σε λίγες σκηνές πόσο πολυεπίπεδη μπορεί να είναι η σχέση δυο αδελφών.
«Διάβασα το έργο του Άικ μέσα σε ελάχιστο χρόνο και με κέρδισε ο τρόπος με τον οποίο έχει φέρει τον μύθο του Οιδίποδα στο σήμερα, οι θεματικές που έχει διαβλέψει και το πώς τις έχει φωτίσει στο τώρα», λέει. «Το θέμα της ταυτότητας που υπήρχε στον σοφόκλειο Οιδίποδα υπάρχει και σήμερα, ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα του ιδιωτικού και του δημόσιου, των πολιτικών συγκαλύψεων, καθώς και με ένα θέμα που δεν διαγράφεται στον μύθο του Σοφοκλή, το πόσο μικρή, 13 ή 14 ετών, ήταν η Ιοκάστη όταν την πάντρεψαν με τον Λάιο. Μας κάνει να αναλογιστούμε τον Τζέφρι Έπσταϊν, τους βιασμούς παιδιών, τους γάμους των ανήλικων κοριτσιών. Σκέφτομαι ότι όλα αυτά υπήρχαν ως θεματικές και πόσο σύγχρονα μπορούν να γίνουν αυτά τα έργα αν τα δεις όλα αυτά και τα μεταφέρεις με έναν έξυπνο τρόπο στο σήμερα. Επίσης, τίθεται με φοβερή τρυφερότητα το θέμα της υιοθεσίας, φέρνοντας επί σκηνής τη Μερόπη, τη γυναίκα που μεγάλωσε τον Οιδίποδα, ένα πρόσωπο που απλώς αναφέρει ο Σοφοκλής, αποκαλύπτοντάς μας τη βιογραφία ενός ανθρώπου που καθόρισε τη μοίρα του».
«Η φύση της δουλειάς σού επιβάλλει να είσαι στο παρόν, οφείλεις να δείχνεις ό,τι καλύτερο έχεις και είσαι και να δίνεσαι απόλυτα. Είναι μάταιο να αναζητάς σταθερότητα».
Είναι η δεύτερη φορά που ο Γιάννης δουλεύει με ξένο σκηνοθέτη –η πρώτη ήταν το καλοκαίρι, στην Αντιγόνη του Ούλριχ Ράσε στην Επίδαυρο– και η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από το πόσο διαφορετικά δουλεύουν οι ξένοι από τους Έλληνες σκηνοθέτες. «Πράγματι, στον δικό τους τρόπο μερικά πράγματα είναι προαποφασισμένα», λέει. «Το κακό σε αυτό είναι πως δεν υπάρχει η αίσθηση της ελευθερίας, του αυθορμητισμού, όπως συμβαίνει με τους αυτοσχεδιασμούς και το γόνιμο υλικό που μπορείς να φέρεις στο πρώτο στάδιο των προβών. Αν υπάρχει κάποιος που ορίζει και κατευθύνει αυτό που συμβαίνει, κερδίζεις την επικοινωνία με τον συμπαίκτη, βρίσκεις υλικά που δεν φανταζόσουν και ανοίγουν μπροστά σου πολλά πεδία. Από την άλλη, το καλό είναι πως, όταν όλα είναι στοχευμένα εξαρχής, γρήγορα μπορείς να εμβαθύνεις, έχεις μια παρτιτούρα που δεν σε αφήνει να χαωθείς, όσο κι αν κάποιες στιγμές νιώθεις εγκλωβισμένος σ’ αυτή».
Για τον νεαρό ηθοποιό όλα είναι ζήτημα μελέτης, η δουλειά του δεν είναι κάτι που αφήνει πίσω του όταν φεύγει από την πρόβα, τον ακολουθεί διαρκώς. Τους ρόλους τους αντιμετωπίζει σαν φίλους του, σαν έναν κολλητό με τον οποίο μιλάς κάθε μέρα και αρχίζεις κάποια στιγμή να του μοιάζεις. «Αυτό συμβαίνει και με τα υλικά των ρόλων μου, τους κατανοώ, τους υπερασπίζομαι, νιώθω ότι γίνομαι σιγά-σιγά αυτός ο άνθρωπος που υποδύομαι. Από κάθε ρόλο που κουβαλάς κάτι παίρνεις για σένα, για τη ζωή σου. Υπάρχουν ρόλοι και παραστάσεις απ’ τους οποίους έχουν περάσει δυο και τρία χρόνια και τους σκέφτομαι ακόμα, γιατί είναι σαν να έχεις γνωρίσει ανθρώπους που σου έχουν πει κάτι και σε έχουν σημαδέψει», λέει. «Είμαι ευγνώμων και πολύ τυχερός που είμαι σε αυτήν τη δουλειά και μπορώ να μιλάω με καταπληκτικούς ανθρώπους που θαυμάζω, να παρατηρώ πώς υπάρχουν μέσα στον χώρο και στη ζωή, είναι προνόμιο».
Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας και η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγία Παρασκευή όταν εκείνος και ο αδελφός του άρχισαν να φοιτούν σε σχολεία που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση. Πήγε στο Καλλιτεχνικό Σχολείο και μιλά με ενθουσιασμό για την ανεκτίμητη τριβή με την τέχνη που αποκτά εκεί ένα παιδί από τα δώδεκα μέχρι τα δεκαοκτώ του, άσχετα από το αν θα γίνει καλλιτέχνης ή όχι. «Το Καλλιτεχνικό Σχολείο άνοιξε πολλά πεδία, και από άποψη καλλιέργειας και από άποψη ευαισθησίας – και όχι μόνο σε μένα. Όταν βλέπω τι συμβαίνει σήμερα στα σχολεία, την αδιανόητη βία, το bullying, σκέφτομαι “μακάρι όλα τα σχολεία να ήταν σαν το δικό μου”», λέει. «Σε πληροφορώ ότι στο σχολείο μου το bullying δεν υπήρχε ούτε ως υπόνοια. Υπήρχαν παιδιά που θα δυσκολεύονταν σε άλλα σχολεία, παιδιά εσωστρεφή που έζησαν τα σχολικά τους χρόνια σε ένα απίστευτα προστατευμένο περιβάλλον. Συγχρόνως, μέσα από την τέχνη αποκτήσαμε αντίληψη για την κοινωνία, μάθαμε να έχουμε αιτήματα και να διεκδικούμε το μέλλον μας».
Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον με μητέρα θεατρολόγο και πατέρα που αγαπά πολύ την τέχνη, σημειώνει τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του η γιαγιά του, μια γυναίκα που του έδινε μια αίσθηση απίστευτης ασφάλειας. «Για μένα ήταν το απόλυτο παράδειγμα της ανιδιοτελούς αγάπης, ο άνθρωπος που ένιωθα ότι δεν περιμένει τίποτα από εμένα, να αποδείξω κάτι. Αυτή η αίσθηση είναι πάντα μέσα μου». Τελειώνοντας το λύκειο, αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ παράλληλα πέρασε στη Φιλολογία, την οποία αποχαιρέτησε γρήγορα για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών της δραματικής σχολής, με τους γονείς του να στηρίζουν την απόφασή του, με ένα μικρό παράπονο.
Το γεγονός ότι βρέθηκε στη βρετανική σειρά «The Durrells» στα 18 του το θεωρεί δώρο και μου εξηγεί πώς συνέβη, με μια διάθεση σκανταλιάς. «Έκανα οντισιόν ενώ έδινα παράλληλα στο Εθνικό και δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία να είμαι σε μια βρετανική σειρά, αν δεν περνούσα στη σχολή. Η απάντηση από τη σειρά ήταν θετική, έτσι ταξίδεψα κρυφά στο πρώτο έτος για να κάνω γυρίσματα στην Κέρκυρα και στο Λονδίνο». Αποκαλεί την εμπειρία «διαμάντι», γιατί του επέτρεψε να δει από νωρίς ότι έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Σήμερα, έχοντας πάρει μέρος σε τέσσερις τηλεοπτικές σειρές, λέει ότι «σε μια τόσο μεγάλη παραγωγή όλα είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι. Υπάρχουν χρήματα και θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε μια παραγωγή του HBO με μια παραγωγή στην Ελλάδα, όπου θέλεις να κάνεις το καλύτερο ανεξάρτητα από τις συνθήκες».
Στα χρόνια που φοίτησε στο Εθνικό, από το 2018 έως το 2021, πέρασαν τέσσερις διευθυντές, είχαμε κορωνοϊό, καραντίνες, το κλείσιμο της σχολής, το ΜeΤoo, τις καταλήψεις. Όλα αυτά τα αποκαλεί «παραγωγικά και λίγο παρανοϊκά, ένα διάστημα που η πύκνωση του χρόνου ήταν απίστευτη. Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη πήραμε πολιτικές θέσεις και επαναδιαπραγματευτήκαμε την τέχνη που θέλουμε να κάνουμε, δηλαδή σπουδάσαμε σε μια εποχή που όλοι επαναδιαπραγματευόμαστε τη ζωή, το μέλλον μας, τα θέλω και τις ανάγκες μας μέσα σε καθεστώς τρομερής ανασφάλειας. Αλλά είχαμε και καταπληκτικούς δασκάλους που θα κουβαλάω για πάντα». Είναι ένα παιδί της κρίσης, δεν θυμάται ποτέ τον εαυτό του να υπάρχει σε κατάσταση ευημερίας και αναλογίζεται τι αποτύπωμα έχει αφήσει όλη αυτή η αστάθεια στην ψυχοσύνθεση της γενιάς του.
Μπορεί να μην έχει μείνει ποτέ χωρίς δουλειά, από την αποφοίτησή του μέχρι σήμερα, αλλά η ρευστότητα της φύσης του επαγγέλματός του δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο, θεωρώντας τη διαρκή ανασφάλεια ψυχοφθόρα και αντιδημιουργική. «Από την άλλη, η φύση της δουλειάς σού επιβάλλει να είσαι στο παρόν, οφείλεις να δείχνεις ό,τι καλύτερο έχεις και είσαι και να δίνεσαι απόλυτα. Είναι μάταιο να αναζητάς σταθερότητα σε αυτήν τη δουλειά. Όπως και στη ζωή, τα πράγματα κυλάνε συνέχεια και πρέπει να επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου και να επαναδιαπραγματεύεσαι την πραγματικότητά σου κάθε στιγμή σχεδόν», λέει. «Δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω κάτι άλλο, όλοι δουλεύουμε πολύ, γιατί πρέπει. Είναι μαγικό να μπορώ μέσα από τη δουλειά μου να ανακαλύπτω και να κατανοώ τον εαυτό μου. Δεν είναι ψυχοθεραπεία το θέατρο, αλλά δεν μπορείς και να μην αναγνωρίσεις ότι είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέσα στο οποίο κάνεις την αυτοκριτική σου και γνωρίζεις τα προσωπικά σου όρια. Ωστόσο, αν και σπάνια θα επαινέσω τον εαυτό μου, αναγνωρίζω την προσπάθειά μου να δημιουργώ μια σταθερά μέσα σε μια παράσταση και τη σκληρή δουλειά που χρειάζεται για να λειτουργήσει αυτό».
Ο Γιάννης παίζει επτά μέρες την εβδομάδα, γιατί κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο «Blue Train του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, υποδύεται ένα αγόρι με τρομερές ανασφάλειες που έχει παρεξηγήσει πολύ τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συνυπάρχουμε. Θα ήθελε να έχει περισσότερο χρόνο για να σκεφτεί, να ακούσει τις ανάγκες του και τους άλλους σε μια εποχή που όλα γύρω του είναι αγχώδη και βίαια.
«Μερικές φορές δεν ξέρουμε ποια είναι η πραγματικότητά μας και δεν ξέρουμε και ποιος είναι ο εαυτός μας γιατί δεν έχουμε χρόνο να τον αφουγκραστούμε. Βιώνω αυτή την αντίφαση, επειδή βρίσκομαι με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους στη δουλειά. Από τη μια έχω την ανάγκη να μείνω μόνος μου, από την άλλη νιώθω φοβερή μοναξιά. Δεν συμβαίνει μόνο σε μένα, το βλέπω και στους γύρω μου».
Έχοντας μετακομίσει πρόσφατα στον Νέο Κόσμο, μου λέει ότι είναι παιδί της πόλης, την αγαπάει, αλλά ξυπνάει και απέναντί του χτίζονται δυο ξενοδοχεία και στη γειτονιά του βλέπει μόνο τουρίστες. «Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς μπορώ να υπάρξω μέσα στην πόλη όπου οι ρυθμοί είναι φρενήρεις και σου επιβάλλονται, δημιουργώντας ένα συνεχές άγχος. Πρέπει να έχεις φοβερές αντιστάσεις και κάποιες φορές νιώθω όλο και πιο ξένος. Υπάρχω μέσα σε μια βαριά τουριστική βιομηχανία, όλα αρχίζουν να χάνουν τον χαρακτήρα τους, δεν έχω στέκι πια να πηγαίνω για να βρω τους φίλους μου. Όσο ζω και μεγαλώνω μέσα στον ρυθμό της πόλης, μέσα μου γεννιέται η τρομερή ανάγκη να είμαι στη φύση και αν μπορούσα να είμαι όσο δραστήριος είμαι εδώ, θα είχα φύγει από την Αθήνα».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Οιδίποδας» εδώ.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Blue Train» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.