Ο Γιάννης Χουβαρδάς ετοιμάζει για την Επίδαυρο τον «Οιδίποδα», ένα έργο που διασκεύασε, μετέφρασε και σκηνοθετεί σε μια ενιαία παράσταση με αφετηρία τον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Με αφορμή τη συγκλονιστική ιστορία του ήρωα του Σοφοκλή και την κάθοδό του στην Επίδαυρο για έκτη φορά ανατρέχουμε στους σταθμούς της πολυδαίδαλης διαδρομής μιας προσωπικότητας που η παρουσία της σφράγισε την πορεία του ελληνικού θεάτρου, ενός ανθρώπου που όσο περνούν τα χρόνια στέκεται όλο και περισσότερο με θάρρος, ειλικρίνεια και επίγνωση απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, τη διαδρομή και το έργο του.
— Γιάννη, κλείνεις μισό αιώνα στο θέατρο. Έχεις κάνει μια διαδρομή πλούσια, γόνιμη, πολύ ενδιαφέρουσα, με μια διαρκή αναζήτηση, έρευνα και ανησυχία. Εξακολουθείς να κάνεις δύο ή τρεις παραστάσεις κάθε χρόνο και συνεχίζεις…
Σε διακόπτω για να σου πω ότι από εδώ και πέρα έχω αποφασίσει να κάνω μία παράσταση κάθε χρόνο, όχι μόνο από πλευράς αντοχών αλλά και από πλευράς συμπύκνωσης κάποιων νοημάτων μέσα μου που θέλω να εκφράζονται κάθε τόσο και όχι συνεχώς. Θελω να κάνω κι άλλα πράγματα, να ζήσω, να απολαύσω, να προσλάβω τη ζωή και ως καταναλωτής.
— Ας πάμε σε αυτήν τη διαδρομή και στα κομβικά της σημεία.
Ένα κομβικό σημείο είναι το ξεκίνημα, που, όπως και πολύς άλλος κόσμος, πάλευα να καταλάβω προς τα πού έπρεπε να κατευθυνθώ ως καλλιτέχνης του θεάτρου, αν ήθελα να γίνω ηθοποιός ή σκηνοθέτης· έκανα κάποια περάσματα ως ηθοποιός, αλλά καταστάλαξα τελικά στη σκηνοθεσία. Οπότε, από το 1975 έως το 1980, κάνω την πρώτη μου σκηνοθεσία επαγγελματικά, τη «Μήδεια», στο Όσλο, και μέσα σε αυτή την πενταετία θεωρώ ότι βρήκα τον προσανατολισμό μου. Επόμενος σταθμός είναι αυτό που συνέβη στην Επίδαυρο το 1984 με την «Άλκηστη».
Βρίσκομαι σε μια ηλικία που κανείς σκέφτεται το τέλος, το οποίο είναι πάντα η αρχή για έναν άνθρωπο που βρίσκεται κοντά σε αυτό. Ξεκινάει, λοιπόν, από το τέλος για να σκεφτεί το οτιδήποτε, πώς ήταν η αρχή, πώς ήταν η διαδρομή του, ή πώς θα είναι τα πράγματα μετά – με αφετηρία πάντα το επικείμενο τέλος.
— Εκεί είχες φορτωθεί χωρίς λόγο τον τίτλο του agent provocateur. Βρέθηκες στη μέση μιας διαμάχης πολιτικής στην πραγματικότητα, με το ΠΑΣΟΚ από τη μια και τους υπόλοιπους από την άλλη, με το κατεστημένο της εποχής να μάχεται κάθε νέο πράγμα που ερχόταν, και η Επίδαυρος ήταν το «κόκκινο πανί»…
Πράγματι. Αυτό που συνέβη αφενός με έσπρωξε στην πραγματικότητα της πολιτιστικής αγοράς, στην οποία μπήκα αποκτώντας μεγαλύτερη «αγοραστική αξία», αφετέρου μου έδωσε να καταλάβω ότι είχα μια αξία και ως καλλιτέχνης, ότι με κάποιον τρόπο η δουλειά μου έγινε αντικείμενο μιας διαμάχης και μιας συζήτησης που για ένα μεγάλο διάστημα με σφράγισε, με επηρέασε πάρα πολύ, κυρίως θετικά.
Στη συνέχεια μπήκα σε μια διετία προβληματισμού σε σχέση με το πώς ήθελα να συνεχίσω. Αυτό συνέβη γύρω στο '90, οπότε φεύγω και ταξιδεύω στο εξωτερικό, στην Αμερική, προσπαθώ να πάρω χρόνο για να δω πώς θέλω να το κάνω, γιατί αυτό που με έκαιγε ήταν ότι δεν μπορούσα να έχω τις συνθήκες παραγωγής που χρειαζόμουν για να εκφραστώ ελεύθερα σε κρατικά θέατρα.
— Και έτσι γεννιέται το Αμόρε.
Έτσι κάνω το βήμα του Αμόρε, όπου επί τουλάχιστον μία δεκαετία μπαίνω πολύ βαθιά σε αυτό το εγχείρημα. Μετά από αυτήν τη δεκαετία αρχίζω να ασχολούμαι με την όπερα στο εξωτερικό, συνεργαζόμενος με την όπερα του Γκέτενμποργκ στη Σουηδία. Είναι ένας σταθμός, γιατί η όπερα μού άνοιξε πολλές διαδρομές εσωτερικές και εμπλούτισε τον τρόπο που σκέπτομαι για το θέατρο. Μετά ήρθε το Εθνικό Θέατρο και με το τέλος της θητείας μου εκεί άρχισε κατά κάποιον τρόπο ένας πολύ μεγάλος επίλογος.

— Εννοείς την έξοδο στην ελεύθερη αγορά;
Στην ελεύθερη αγορά ήμουν και παλιά, παράλληλα, απλώς, έχοντας αποφασίσει να μην ασχοληθώ ξανά με κρατικούς θεσμούς, θεωρώ ότι μπήκα σε έναν επίλογο που από την αρχή είχα την αίσθηση ότι θα κρατήσει πολύ – είμαι ακόμη σε αυτόν τον επίλογο. Πριν από μερικούς μήνες, μιλώντας σε μια ηθοποιό σε σχέση με μια διανομή που ετοίμαζα, είπα ότι διαισθανόμουν πως ήταν η τελευταία που θα έκανα – τελικά δεν ήταν, συνέχισα και με άλλες παραγωγές. Μου αρέσει η ιδέα ότι έχω τη δυνατότητα να δω τα πράγματα από το τέλος προς τα πίσω κι αυτό είναι και κάτι που με συνδέει με αυτή την παράσταση που ετοιμάζω τώρα.
— Πριν πάμε στον «Οιδίποδα», θα ήθελα να σε ρωτήσω αν υπάρχουν όρια σε αυτήν τη δημιουργική διαδρομή, αν ένιωσες κάποιες στιγμές να περιορίζεσαι πηγαίνοντας από το ένα κομμάτι στο άλλο.
Αντίθετα, ένιωσα να απελευθερώνομαι.
— Το συνδέω με αυτό που έχεις πει ότι δεν έγινες ηθοποιός γιατί δεν άντεχες αυτή την καθημερινή έκθεση, ωστόσο βλέπω ότι σε αυτήν τη διαδρομή, όπως την παρακολουθώ από τη μια παράσταση στην άλλη, ειδικά τα τελευταία χρόνια, εκτίθεσαι, αναγνωρίζω προσωπικά σου κομμάτια και αυτοβιογραφικά, υπάρχει ο εαυτός σου.
Ισχύει, αλλά δεν είναι άμεση η έκθεση, γίνεται μέσω τρίτων προσώπων, δεν είμαι σε πραγματικό χρόνο εκτεθειμένος στο μάτι ή στο αυτί του θεατή, αυτή είναι βασική διαφορά.Από την άλλη μεριά, μου αρέσει πάρα πολύ η ενασχόληση τόσα χρόνια με τη σκηνοθεσία, ενώ είχα ξεκινήσει να γίνω ηθοποιός, με έχει βοηθήσει να προσφέρω στους ηθοποιούς κάποιες ιδέες και κάποιες εναλλακτικές λύσεις και πρακτικές. Πιάνω τον εαυτό μου, παίζοντας κάτι, να θέλω να παρασύρω τους ηθοποιούς σε μια κατεύθυνση χωρίς να τους αναγκάζω να ακολουθήσουν ακριβώς αυτό που κάνω εγώ, χωρίς να τους δεσμεύω. Οπότε και σε αυτό έχω απελευθερωθεί, γιατί παλιότερα θεωρούσα αμάρτημα το να δείχνω στους ηθοποιούς κάτι. Τώρα έχω βρει έναν τρόπο να το κάνω «χωρίς να το κάνω».
— Και χωρίς να θέλεις να είσαι δάσκαλος; Γιατί έχεις απαρνηθεί αυτόν τον ρόλο, ακόμα και σε εποχές που είχες ομάδες το απέφυγες εντελώς.
Αυτό ίσως θέλει κάποια ερμηνεία που δεν μπορώ να τη δώσω εγώ. Πάντως, βαριόμουν πάρα πολύ το ότι έπρεπε να λέω τα ίδια και τα ίδια, και τη σοβαροφάνεια του από καθέδρας. Έχει να κάνει περισσότερο με το ότι εγώ έχω ανάγκη αυτή την ελευθερία και τη ζύμωση.
— Και μια ισοτιμία;
Την ισοτιμία με τη λογική του «περισσότερο ίσος από τους άλλους». Αναγκαστικά, ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι περισσότερο ίσος από τους ηθοποιούς του μέσα σε ένα περιβάλλον ισότητας γενικότερα.



— Θα ήθελα να μιλήσουμε και για τη σχέση σου με τον κινηματογράφο, και δεν εννοώ τη χρήση βίντεο σε παραστάσεις. Νομίζω ότι είσαι αληθινά σινεφίλ, και μιλώ για την κινηματογραφική δομή που έχουν οι σκηνοθεσίες σου.
Δεν είμαι σινεφίλ με την έννοια του «βιβλιοθηκάριου» ή αυτού που ξέρει άπειρες λεπτομέρειες για τις ταινίες, αλλά έχω δει άπειρες ταινίες, βλέπω συνεχώς και σκέφτομαι κινηματογραφικά, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιώ βίντεο ή όχι.
— Στον «Οιδίποδα» που ετοιμάζεις ο σκηνοθέτης είναι ο συγγραφέας.
Τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα ότι κακώς ίσως δεν είχα ασχοληθεί νωρίτερα με το κομμάτι μετάφραση-συγγραφή. Το έκανα αραιά και πού, με πολύ δισταγμό, ήμουν πολύ ντροπαλός σε αυτό. Άρχισα να βλέπω γύρω μου –ίσως αυτό ήταν η αφορμή– και να διαβάζω μεταφράσεις ανθρώπων του θεάτρου που ήταν εντελώς αδόκιμες. Αναγκαζόμουν να τις διασκευάζω –όχι όλες–, να αλλάζω, να διορθώνω, έτσι αποφάσισα να αρχίσω να δοκιμάζω το χέρι μου. Μπήκα πιο βαθιά όταν έκανα το «Don’t look back» που ήταν η πιο σοβαρή απόπειρα να γράψω ένα σενάριο στην πραγματικότητα, δεν είναι θεατρικό έργο που μπορεί να αναπαραγάγει κάποιος.
Και φτάνουμε εδώ, που ξεκίνησα να διαβάζω μεταφράσεις γι' αυτά τα δύο έργα πριν καν αποφασίσω να κάνω το συγκεκριμένο έργο –το λέω με όλο τον σεβασμό–, δεν είχα στο μυαλό μου το πώς, ήταν κάτι αφηρημένο, ήθελα να μπαίνει το ένα έργο μέσα στο άλλο, αλλά χωρίς να ξέρω ακριβώς τη δομή του και έχοντας ως δεδομένο ότι το ένα έργο είναι γραμμένο σε μια ώριμη, αλλά σχετικά νεανική ηλικία του Σοφοκλή, και το άλλο σε βαθύ γήρας. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έχει πει ότι η μετάφραση αντικατοπτρίζει τη γλώσσα του καιρού στην οποία γίνεται, όσο περνούν τα χρόνια γίνεται παρωχημένη. Πιάνοντας στα χέρια μου τις μεταφράσεις, υπήρχε ένα πρόβλημα στη γλώσσα, χρειαζόμουν τον απόλυτο έλεγχο του υλικού σε γλωσσικό επίπεδο, έτσι αποφάσισα να κάνω το μεγάλο βήμα να μεταφράσω τα έργα, κάνοντας ταυτόχρονα τη διασκευή.
— Και προέκυψε ένα νέο έργο, ο «Οιδίπους».
Που έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ακέραια τα έργα, αλλά όχι με τη χρονολογική τους σειρά. Ξεκινάει η όλη η ιστορία και αυτοβιογραφικά. Βρίσκομαι σε μια ηλικία που κανείς σκέφτεται το τέλος. Το τέλος είναι πάντα η αρχή για έναν άνθρωπο που βρίσκεται κοντά σε αυτό. Ξεκινάει, λοιπόν, από το τέλος για να σκεφτεί το οτιδήποτε, πώς ήταν η αρχή, πώς ήταν η διαδρομή του ή πώς θα είναι τα πράγματα μετά – με αφετηρία πάντα το επικείμενο τέλος.
— Υπάρχει και το ερώτημα «γιατί έζησα μια τόσο βασανισμένη ζωή».
Αυτό που λες τώρα είναι το κεντρικό μοτίβο. Ξεκινάμε λίγο πριν από το τέλος του «Επί Κολωνώ», όταν αρχίζει να περνά η ζωή που έζησε μπροστά του.



— Έχεις ως υπότιτλο «Η ιστορία μιας μεταμόρφωσης: Από το σκοτάδι στο φως». Τι σημαίνει;
Υπάρχει μια φράση που αποδίδεται στον Καρλ Μαρξ: «Η ανάγκη είναι τυφλή μέχρι να γίνει συνειδητή». Εγώ αντικαθιστώ τη λέξη ανάγκη με τη λέξη γνώση. Αυτή είναι η ιστορία του «Οιδίποδα Τυράννου» με τρία λόγια. Όσο βλέπει είναι τυφλός και όταν μαθαίνει βλέπει. Μιλάω για το σκοτάδι και το φως της γνώσης, ότι πια στο τέλος ο τυφλός φτάνει στο φως με την έννοια όχι μόνο της γνώσης αλλά και με τη μεταφυσική, ότι περνά σε μια άλλη τάξη πραγμάτων. Αυτή είναι η διαδρομή ενός πλάσματος που διαρκώς μεταμορφώνεται, από ένα παιδί, ένα μωρό που του δέσανε τα πόδια για να πεθάνει, σε έναν νέο άνθρωπο, πρίγκιπα της Κορίνθου, που μαθαίνει ότι μπορεί να μην είναι ο γιος αυτών που πιστεύει ότι είναι, φεύγει, φτάνει στη Θήβα και νικάει τη Σφίγγα, από αποπαίδι σε βασιλιά. Και μετά αρχίζει η πτώση μέχρι τη στιγμή που πάλι μεταμορφώνεται, γίνεται τυφλός, φτάνει στον Κολωνό, μετατρέπεται σε έναν γέρο ανήμπορο επαίτη. Στο τέλος πάλι μεταμορφώνεται σε κάτι που έχει ξεπεράσει το ανθρώπινο και το υλικό.
— Πώς συνδέονται χρονικά αυτές οι αρχετυπικές ιστορίες;
Το μεγάλο στοίχημα σε αυτή την περίπτωση είναι το πώς θα μπλεχτούν οι χρόνοι, γιατί το θέατρο δεν είναι κινηματογράφος να έχει την ατμοσφαιρική δύναμη να σου υποβάλει μέσα από την εικόνα το ότι φεύγεις από το παρόν και πας στο παρελθόν, να σε παραμυθιάσει, πόσο μάλλον σε μια Επίδαυρο που χωράει δέκα χιλιάδες θεατές.
Το θέατρο είναι ζωντανό και θέλει δικά του εργαλεία, που ίσως πρέπει να ανακαλύψεις από την αρχή, για να πας προς τα πίσω χωρίς να πέσεις στην παγίδα να δείξεις με έναν μπανάλ τρόπο αυτό που λέμε φλασμπάκ ή να βάλεις έναν αφηγητή – αυτό θα ήταν εύκολο. Στο θέατρο έπρεπε να υπάρχει κάτι από γραφής το οποίο θα μας βοηθούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Το μεγάλο στοίχημα είναι, έστω και στο τέλος, αλλά κατά προτίμηση κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο θεατής να καταλάβει ότι ο χρόνος είναι ένας, και αυτός είναι μέσα μας. Υπάρχει ένας στίχος σε σχέση με τον χρόνο, τη χρονικότητα και την αισθητική της παράστασης. Ο Οιδίπους πάει να ψάξει να βρει τον τάφο του και λέει: «Τώρα θα μάθω επιτέλους γιατί έγιναν όλα. Όλα όσα έγιναν πριν από τον χρόνο αυτόν τον σύγχρονο, στον χρόνο τον αέναο, τον νυν και αεί…» Αυτή είναι η αποτύπωση και στο μάτι και στο αυτί και στη γενικότερη πρόσληψη της παράστασης. Είναι κάτι άλλο, εκτός χρόνου, όπως η αίσθηση που έχεις όταν μπαίνεις σε ένα νεκροταφείο και αισθάνεσαι ότι υπάρχει μια αιωνιότητα εκεί.
— Αυτή είναι η πρόκληση και η μεγάλη δυσκολία;
Είναι δύσκολο στο θέατρο το να συνενώνεις έργα που γράφτηκαν με τέτοια χρονική απόσταση μεταξύ τους και τόσο διαφορετική γλώσσα. Το ένα έργο είναι βίαιο, άγριο, έχει έναν πρωτογονισμό, είναι σκληρό, το άλλο είναι λυρικό, ποιητικό, έχει κάτι μεταφυσικό. Η πρόκληση είναι να τα συνδυάσεις και να κρατήσεις την ταυτότητά τους χωρίς να τα παραβιάσεις και ταυτόχρονα να τα χύσεις σε ένα καλούπι που τα αναδεικνύει, αλλά δίνει και τη διάσταση που θέλουμε εμείς. Ένας άνθρωπος σε μια ενιαία ηλικία, σε μια ενιαία διαδρομή, ο οποίος φτάνει στο τέλος της ζωής του και προσπαθεί να καταλάβει γιατί.



— Ποια είναι η βασική μεταφορά που κάνεις στον «Οιδίποδα»;
Είναι πολύ μικρή η μετατόπιση, δεν ξεφεύγω πολύ από τον πυρήνα του έργου, κυρίως του δεύτερου. Στην Επίδαυρο δεν μπορείς να κάνεις μεταφορά, όπως σε άλλο χώρο, είναι ένας τόπος, εντός ή εκτός εισαγωγικών, «ιερός». Έχω πει παλιότερα, και εξακολουθώ να το λέω, ότι η Επίδαυρος είναι πρωτίστως ένα θέατρο. Μέσα όμως από την ιστορική του φύση, ως τόπος όπου τιμώνταν θεοί, και μέσω των χιλιετιών και της τεράστιας χρονικής διαδρομής και των παραστάσεων που έχει φιλοξενήσει, έχει αποκτήσει μια ιερότητα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Αυτή την αίσθηση την είχα πάντα, δεν μπορείς να την αγνοήσεις, και σε σχέση με το παρόν. Έχουν μείνει κοκαλάκια στην Επίδαυρο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχουν αφήσει τον εαυτό τους εκεί πέρα σκηνοθέτες, ηθοποιοί, μεταφραστές.
Αυτός ο τόπος είναι ο ίδιος όπου έρχεται ένας άνθρωπος και ένα ιστορικό και θεατρικό πρόσωπο για να πεθάνει. Γιατί θα αναστηθεί στο τέλος της διαδρομής του, θα αποθεωθεί αυτός ο άνθρωπος που έχει περάσει τόσα και έκανε αυτά που έκανε χωρίς να θέλει. Άρα είναι και ένας χώρος ταφής, όπου τελείται, με όλους τους συγγενείς του, μια λειτουργία, ένα τρισάγιο.
— Στον «Οιδίποδα» ακούμε τις λέξεις «μοίρα» και «θαύμα». Εσύ πιστεύεις σε αυτά;
Η λέξη «μοίρα» είναι παρεξηγημένη. Υπάρχει στον τρόπο σκέψης της αθηναϊκής δημοκρατίας και αντανακλάται και στα έργα αυτά με την έννοια της ανάγκης που συνορεύει με τη μοίρα, αλλά ως κάτι δισυπόστατο. Μέσα στο έργο ξανά και ξανά τίθεται το ζήτημα αν ο Οιδίπους έπραξε ή έπαθε. Και αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι και έπραξε και έπαθε.
Υπάρχει η μοίρα, πατάς πάντα σε προδιαγεγραμμένα σημάδια στη ζωή σου, έχεις χαραχτεί από πριν, από το DNA, την οικογένεια, τη μόρφωση, το περιβάλλον σου, έχεις μια προδιαγεγραμμένη διαδρομή. Αλλά πάντα, πριν από το κάθε βήμα, έχεις την προσωπική επιλογή. Δεν είναι εύκολο να το κατανοήσει κανείς, αλλά όλη μας τη ζωή μπορεί να τη δει κανείς έτσι. Άπειρες φορές μέσα στον «Τύραννο» του λένε του Οιδίποδα «σταμάτα, μην προχωράς». Το λέει η Ιοκάστη καθαρά πως αν κάνεις τώρα το βήμα θα είσαι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων. Και εκείνος λέει ότι δεν θα γίνει διαφορετικός για να μη μάθει ποιος είναι αληθινά. Οπότε κάθε φορά κάνει το βήμα.
Ως προς το θαύμα, είναι αυτό που αναιρεί κάτι που μοιάζει μοιραίο, παγιωμένο. Το θαύμα στον «Οιδίποδα» έγκειται στο ότι αυτός ο άνθρωπος που είναι σημαδεμένος από τη μοίρα είναι ο πιο δυστυχής, θεομίσητος, πιο μιασμένος από όλους, γιατί έχει σπάσει το τεράστιο ταμπού της αιμομιξίας, οι θεοί και ο εαυτός του τού δίνουν τη ζωή, τον χώρο και τη δυνατότητα να καταλάβει ο ίδιος γιατί έζησε, και να το ξεπεράσει, σαν άνοιγμα σε κάτι άλλο. Και βλέπει το τέλος του μαζί με τον Θησέα – κανένας άλλος από την οικογένειά του δεν είναι μαζί του, μόνο ένας ξένος. Σχετίζεται και με το πώς τα πρόσωπα παρουσιάζονται στη συνείδηση ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε κώμα, πριν από το τέλος. Κάτι που θυμήθηκα ξανά όταν ξεκίνησα τη διασκευή είναι μια προσωπική ανάμνηση, όταν πριν από μερικά χρόνια πήγα να αποχαιρετήσω έναν φίλο μου στο νοσοκομείο που πέθαινε. Μπήκα στο δωμάτιο και στάθηκα απέναντι, στα πόδια του κρεβατιού. Ήταν σε κώμα, ένας προσφιλής του άνθρωπος τού μιλούσε, κρατώντας του το χέρι, είπε, «ήρθε ο Γιάννης, τον βλέπεις...». Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, σαν σχισμή, και κοίταζε. Αυτή την αίσθηση είχα, ότι αυτός ο άνθρωπος, που, όπως πέρασα εγώ, πέρασαν κι άλλοι άνθρωποι να τον αποχαιρετήσουν, έβλεπε κάτι. Μια ταινία.



— Γιάννη, ένας άνθρωπος με τη δική σου εμπειρία πόσο ελεύθερος αισθάνεται όταν γίνεται τόση συζήτηση για τα έργα και τις διασκευές ή αυτά που γράφονται πάνω σε άλλα έργα; Επειδή ξέρουμε τα αφηγήματα περί της «καθαρότητας» της Επιδαύρου, τι δεσμεύσεις έχεις;
Ελευθερία δεν υπάρχει για τον καλλιτέχνη που ξεκινάει από μια διάθεση να σπάσει τα καλούπια, να μιλήσει για τον εαυτό του χωρίς δεσμεύσεις. Συν τω χρόνω, σταδιακά, καταλαβαίνει ότι είναι δεσμευμένος σε ένα περιβάλλον που άθελά του τον εγκλωβίζει, αυτολογοκρίνεται, προσαρμόζεται, νιώθει ενοχές. Το αν καταλήγει κάπου, τελικά, είναι το μεγάλο ζητούμενο και το δικό μας ερώτημα σε αυτήν τη δουλειά, χωρίς να προδώσει το πνεύμα του συγγραφέα και τον εαυτό του, και κριτής είναι μόνο το κοινό. Αλλά δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό, με την έννοια ότι πολλές φορές η αξία ενός εγχειρήματος αποκαλύπτεται αρκετά μετά.
— Εσύ πιστεύεις στο κοινό;
Το κοινό υπάρχει και από τη στιγμή που υπάρχει δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Μπορεί να πιστεύεις ή να μην πιστεύεις σε αυτό, αλλά αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Αυτό θα έρθει να σε δει, αυτό είναι ο καθρέφτης σου. Μπορεί σε πρώτη φάση ο καθρέφτης σου να είναι οι συνάδελφοι, οι φίλοι και οι γνωστοί σου, αλλά από αυτούς δεν περιμένεις ένα πραγματικό καθρέφτισμα, αυτό το παίρνεις από το κοινό. Το μεγάλο ρίσκο στην Επίδαυρο είναι ο όγκος του κοινού, που μετατρέπει ένα θέατρο σε αρένα. Θέλω να πιστεύω ότι έχουμε μετακινηθεί από τις ακρότητες της εποχής της «Άλκηστης» ή του Βασίλιεφ. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κοινό δεν μπορεί να αντιδράσει έντονα. Ζούμε, όμως, σε μια εποχή που η πληροφόρηση είναι πολύ πιο γρήγορη και πολύ πιο πλήρης σε σχέση με τις προθέσεις ενός δημιουργού. Για να καταλάβεις, στην «Άλκηστη» ο κόσμος είχε έρθει στην Επίδαυρο με το μυαλό του συγχυσμένο από φήμες – είχαν έρθει να κάνουν φασαρία. Τώρα, με τις συνεντεύξεις, καλή ώρα, κατευθείαν από την πηγή, από τα σόσιαλ μίντια, ένα βίντεο, το κοινό έρχεται πιο πληροφορημένο σε σύγκριση ακόμα και με την «Ορέστεια» που είχα κάνει το 2014. Έχω μια ανάμνηση: καθόμουν πίσω-πίσω, γιατί μου αρέσει να βλέπω τις αντιδράσεις του κόσμου, και μετά από μισή ώρα υπήρχε κόσμος που είχε καταλάβει ότι δεν ήταν γι' αυτόν αυτή η παράσταση και έφευγε. Ήταν ένα μικρό σοκ να το βλέπεις να συμβαίνει, να αποχωρούν.
— Είναι σαν εφιάλτης, φαντάζομαι, για όποιον συμμετέχει σε μια παράσταση. Σκέψου, ακόμα κι εγώ, ως θεατής, όταν βλέπω κόσμο να αποχωρεί, με πιάνει τρομερό στρες ότι θα αδειάσει το θέατρο.
Εγώ έχω έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη: βλέπω στον ύπνο μου τον κόσμο να αποχωρεί από τις παραστάσεις μου.
— Μιλώντας γι' αυτόν τον φόβο, σε όλη αυτήν τη διαδρομή που έκανες ένιωσες αμφισβήτηση, ότι υποτιμήθηκε, ότι δεν έγινε κάτι κατανοητό;
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει σε όλους. Αυτό που δεν μου συμβαίνει είναι να το πιστεύω σε τέτοιο βαθμό που να μου έχει δημιουργήσει σύμπλεγμα. Αισθάνομαι ότι έχει μείνει αρκετό μέρος του έργου μου σε ένα ημίφως, όχι με την έννοια της προβολής αλλά της κατανόησης και της σωστής αξιολόγησής του. Ωστόσο, έχω πάντα –μεταξύ αστείου και σοβαρού το λέω αυτό– την ελπίδα ότι μετά θάνατον θα μπορέσει να συμβεί αυτό, αν και στο θέατρο δεν παρατηρείται αυτό που συμβαίνει στον κινηματογράφο. Το σημαντικό, νομίζω, είναι να έχεις εσύ μια ισορροπημένη εικόνα του εαυτού σου.