Τσέρνομπιλ
Η μαρτυρία της κόρης ενός "εκκαθαριστή"
"Είχαμε προστατευτικό ρουχισμό και μάσκες, αλλά τα δύο πρώτα χρόνια η ραδιενέργεια ήταν τόσο υψηλή που τα πρόσωπά μας ήταν σαν "μαυρισμένα". Θυμάμαι ότι δεν είχαμε όργανα μέτρησης της ραδιενέργειας για να εκτιμήσουμε πόσο επικίνδυνη ήταν η εργασία. Αδιανόητο για μία ραδιοβιολόγο. Γνωρίζαμε όμως τους κινδύνους και προσέχαμε να πλένουμε τα χέρια μας και το φαγητό που τρώγαμε. Ήταν όμως αυτό αρκετό; Φυσικά όχι, διότι όλα τα μέλη της ομάδας μου πέθαναν από καρκίνο. Είμαι η μόνη επιζώσα."
Natalia Manzurova, Ρωσίδα ραδιοβιολόγος - Reporterre 22.04.2016
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων από όλη την ΕΣΣΔ (χειριστές στις εγκαταστάσεις του πυρηνικού σταθμού, πυροσβέστες, πιλότοι ελικοπτέρων, εργάτες, στρατιωτικοί ή πολίτες) που εργάστηκαν στην περιοχή από το 1986 έως και το 1992 εκτιμάται μεταξύ 500.000 και 800.000. Περίπου 3.000 εκκαθαριστές εξακολουθούν να είναι επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση του χώρου και της σαρκοφάγου του αντιδραστήρα αριθ. 4.
[Wikipedia]
Η Iryna Gibert είναι Ουκρανή δημοσιογράφος που ζει στη Λυών. Το 1986, η ίδια και οι γονείς της κατοικούσαν στο Κίεβο. Ο πατέρας της ήταν εκκαθαριστής στο Τσερνόμπιλ και δέχτηκε να μοιραστεί τη μαρτυρία της, την οποία δημοσιεύουμε 39 χρόνια μετά την αρχή της καταστροφής.
CRIIRAD (Commission de Recherche et d’Information Indépendantes sur la Radioactivité)
Mediapart blog - 28.04.2025
Τσερνόμπιλ... ένα θέμα πράγματι περίπλοκο. Είναι μια σελίδα που μου άφησε ένα τραύμα.
Την ημέρα εκείνη που συνέβη η τραγωδία, ο καιρός ήταν πολύ καλός και πολύ ζεστός. Ο πατέρας μου λάτρευε το ψάρεμα και περάσαμε όλη τη μέρα κοντά στον Δνείπερο.
Την Πρωτομαγιά, όλα τα παιδιά έπρεπε να πάρουν μέρος στη διαδήλωση, ήταν παράδοση. Αλλά εγώ δεν πήρα μέρος, δεν θυμάμαι γιατί.
Όταν ο κόσμος άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτό που συνέβη στο Τσερνόμπιλ ήταν σοβαρό, όταν το πρόσωπο του Γκορμπατσόφ εξέφρασε τη σοβαρότητα της κατάστασης παρά τις προσπάθειές καθησυχασμού του πληθυσμού, όταν οι πρώτες ομάδες εκκενωμένων οικογενειών έφτασαν στη γειτονιά μου και μίλησαν... άρχισε ο πανικός. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το Κίεβο άδειασε, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να φύγουν για άλλες πόλεις, πιστεύοντας ότι αλλού θα ήταν πιο ασφαλείς. Θυμάμαι ιδιαίτερα τον Ιούνιο μήνα. Είχαν ξεκινήσει οι σχολικές διακοπές. Οι γονείς μου δούλευαν, κι εγώ έμενα μόνη μου στο σπίτι. Ήμουν 7 ετών. Κοίταξα από το παράθυρο μια παιδική χαρά που συνήθως ήταν γεμάτη. Ήταν άδεια. Κανείς, πραγματικά κανείς δεν ήταν έξω. Περίμενα πολύ ώρα μπροστά στο παράθυρο, κανείς δεν φάνηκε. Ακόμα θυμάμαι αυτόν τον φόβο που με τρομοκράτησε. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να μείνω σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι, μου θυμίζει αμέσως εκείνο το επεισόδιο και δεν αισθάνομαι καλά.
Τότε ήταν που έστειλαν τον πατέρα μου στο Τσερνόμπιλ. Νομίζω ότι πέρασε μια εβδομάδα εκεί. Όταν επέστρεψε, εξήγησε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά στο Τσερνόμπιλ και ότι έπρεπε να φύγουμε από το Κίεβο, τουλάχιστον να με πάνε εμένα μακριά από την πόλη. Έφυγα από το Κίεβο για όλο το καλοκαίρι και πήγα στη θάλασσα, στο Νότο της Ουκρανίας.
Όταν το σχολείο ξανάρχισε, δεν επιτρεπόταν στους μαθητές να ανοίξουν τα παράθυρα για να αεριστεί η τάξη, γινόταν ένας υγρός καθαρισμός στις αίθουσες διδασκαλίας μερικές φορές την ημέρα και όλοι οι μαθητές αναγκάζονταν να πιούν ένα ποτήρι ιωδιούχο γάλα στις 10 το πρωί. Η γεύση ήταν αφόρητη, αλλά μας ανάγκαζαν να το καταπίνουμε.
Στη γειτονιά, είχα φίλους από τις οικογένειες που εγκατέλειψαν το Πριπιάτ. Για μερικά χρόνια, αυτή η γειτονιά ήταν η γειτονιά του πένθους, η μουσική στις κηδείες και στους αποχαιρετισμούς αντικατέστησε κάθε άλλη μουσική. Βλέπαμε τον θάνατο σε μεγάλες δόσεις. Πολλοί από τους άνδρες αυτών των οικογενειών ήταν εκκαθαριστές, εγκατέλειπαν τον κόσμο ο ένας μετά τον άλλον. Ασθένειες όπως η λευχαιμία και οι παθήσεις του θυρεοειδούς έγιναν εξαιρετικά διαδεδομένες. Εμείς τα παιδιά, κάναμε υποχρεωτικά ιατρικές εξετάσεις για τον έλεγχο του θυρεοειδούς μας.
Λίγα χρόνια μετά το Τσερνόμπιλ, ο πατέρας μου άρχισε να αναφέρει πόνους στο στομάχι του. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις που δεν έδειξαν τίποτα. Οι πόνοι εντάθηκαν και έγιναν ανυπόφοροι. Οι εξετάσεις στην Ουκρανία δεν έδειχναν κάτι. Το 2009 η κατάστασή του επιδεινώθηκε και αποφάσισα να τον φέρω στη Γαλλία για να κάνει τις εξετάσεις του εδώ. Συνάντησα κάποιους πολύ καλούς γιατρούς στο νοσοκομείο Cochin στο Παρίσι. Γνώριζαν ότι η βίζα του πατέρα μου ίσχυε μόνο για 3 εβδομάδες και ότι δεν είχε ασφάλιση υγείας, οπότε έπρεπε να πληρώνω εγώ για τα πάντα. Οι γιατροί οργανώθηκαν για να με βοηθήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Τηλεφωνούσαν ο ένας στον άλλον για να ζητήσουν επείγουσες εξετάσεις χωρίς να περιμένουμε στην ουρά. Η ετυμηγορία ήρθε γρήγορα, μετά τη βιοψία. Ο επικεφαλής του τμήματος ανακοίνωσε ότι είχαν διαγνώσει μια σοβαρή και σπάνια ασθένεια: την επίκτητη αμυλοείδωση.
Μου έκαναν πολλές ερωτήσεις για το ιστορικό του πατέρα μου. Όταν έμαθαν ότι είχε πάει στο Τσερνόμπιλ, μου είπαν ότι πιθανόν να είχε προέλθει από εκεί, καθώς η αμυλοείδωση δεν είναι κληρονομική. Έπρεπε να κατανοήσουμε την έκταση της νόσου και σε ποιο βαθμό τα όργανα είχαν επηρεαστεί. Μετά από συμπληρωματικές εξετάσεις, είπαν ότι επιβεβαιώθηκε αυτό που φοβόντουσαν: η καρδιά είχε προσβληθεί μαζί με άλλα όργανα.
Οι Γάλλοι γιατροί ήθελαν να κρατήσουν τον πατέρα μου για θεραπεία (οι δοκιμές νέων φαρμάκων προχωρούσαν στη Γαλλία). Συγκρότησαν γρήγορα έναν φάκελο ώστε να μπορέσει να λάβει ιατρική βίζα. Αλλά η βίζα απορρίφθηκε. Οι γιατροί ήρθαν σε επαφή με έναν μοναδικό Ουκρανό γιατρό που ειδικευόταν σε αυτή την ασθένεια. Τον ρώτησαν για τα φάρμακα που υπήρχαν στην Ουκρανία, του πρότειναν ένα πρωτόκολλο, αλλά δεν μου έκρυψαν ότι ο πατέρας μου είχε μπροστά του το πολύ 6 μήνες ζωής.
6 μήνες αργότερα, την επομένη της αναχώρησής μου από την Ουκρανία, όπου είχα πάει για την κηδεία του παππού μου, ο πατέρας μου πέθανε.
Πριν τον πόλεμο, ο τουρισμός στο Τσερνόμπιλ είχε γίνει πολύ δημοφιλής. Αυτό δεν μπορούσα να το κατανοήσω και ποτέ δεν είχα τη διάθεση να πάω εκεί.