LIVE!

TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Μια κοινωνία μέσα στη ψύχωση: Ο νέος ψυχοκαπιταλισμός

Μια κοινωνία μέσα στη ψύχωση: ο νέος ψυχοκαπιταλισμός




 

Μια κοινωνία μέσα στην ψύχωση: Ο νέος ψυχοκαπιταλισμός Facebook Twitter
Ο Μύθος της Αράχνης (ισπανικά: La fábula de Aracne), γνωστός ως Οι υφάντρες (Las hilanderas, 1657), είναι έργο του Ντιέγκο Βελάσκεθ που εκτίθεται στο Μουσείο ντελ Πράδο της Μαδρίτης. Wikipedia commons


Sara Tetzchner
lundimatin#493, 20.10.2025 

Στην ιατρική, η ψύχωση εξηγείται ως υπερβολική παραγωγή ντοπαμίνης, ένα μυαλό υπερδιεγερμένο από τα δικά του σήματα. Αλλά τι θα γινόταν αν η ίδια ανισορροπία ίσχυε και για τον πολιτισμό; Ζούμε σε μια κοινωνία κορεσμένη από ντοπαμίνη.
 

Η κοινωνία ως ψυχωτική δομή

Το "φυσιολογικό" είναι ίσως μόνο αυτό που μοιράζεται η ψυχώση της πλειοψηφίας. Αν το ψυχωτικό άτομο πιστεύει ότι ο κόσμος τού μιλάει απευθείας, η εποχή μας φαίνεται να χαρακτηρίζεται από τον ίδιο μηχανισμό, αλλά σε συλλογικό επίπεδο. Ο Jacques-Alain Miller μιλάει για συνηθισμένη ψύχωση, την ψύχωση εκείνη που έχει γίνει κοινότοπη. Παλαιότερα, η ψύχωση αντιπροσώπευε μια εξαιρετική ρήξη στη σχέση του υποκειμένου με την πραγματικότητα. Σήμερα, ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα μιλάνε, συνεχώς: οθόνες, διαφημίσεις, ειδοποιήσεις, φωνές, αλγόριθμοι. Κάθε μήνυμα απαιτεί απάντηση, κάθε εικόνα προκαλεί αντίδραση. Ο έξω κόσμος έχει γίνει μια συνεχής κραυγή για να τραβήξει την προσοχή μας.

Αυτή η υπερ-επικοινωνία δεν παράγει περισσότερο νόημα, αλλά λιγότερο. Όταν όλα πρέπει να σημαίνουν κάτι, το ίδιο το νόημα χάνει το βάρος του. Όπως ο Νάρκισσος, βλέπουμε το είδωλό μας παντού. Όπως η Ηχώ, απαντάμε μόνο με επανάληψη, σε έναν διάλογο χωρίς απόσταση και χωρίς σιωπή. Η γλώσσα δεν είναι πλέον ένα μέσο για την κατανόηση, αλλά μια ηχώ του εαυτού της, ένας καθρέφτης στον οποίο ο άνθρωπος αναζητά απεγνωσμένα ένα θραύσμα πραγματικότητας. Σε αυτή την κακοφωνία σημείων και ερεθισμάτων, το συμβολικό χάνει τη οργανωτική του δύναμη. Ο άνθρωπος μένει μόνος μπροστά στο είδωλό του, στερούμενος μιας γλώσσας ικανής να τον σηκώσει.

Η κοινωνία αρχίζει έτσι να μοιάζει με ψυχωτική δομή. Στερείται ενός κοινού σημείου αναφοράς, αλλά παράγει νόημα σε υπερβολικό βαθμό για να καλύψει το κενό. Η συνωμοσιολογία, ο ναρκισσισμός, οι αυτοαναφορικοί αλγόριθμοι και η ντοπαμινική οικονομία των κοινωνικών δικτύων συγκλίνουν προς την ίδια προσπάθεια: την ανασυγκρότηση μιας χαμένης τάξης. Εκεί όπου ο ψυχωτικός άκουγε φωνές, εμείς λαμβάνουμε ειδοποιήσεις. Εκεί όπου εκείνος έβλεπε σημάδια στο δρόμο, εμείς αποκρυπτογραφούμε μοτίβα στις οθόνες μας.

Ζούμε όλοι με αυτή τη διάχυτη αίσθηση ότι μας παρακολουθούν, μας χειραγωγούν, ότι είμαστε ταυτόχρονα αόρατοι και υπερ-εκτεθειμένοι, σαν ο κόσμος να ξέρει περισσότερα για εμάς από ό,τι εμείς οι ίδιοι. Και μέσα σε αυτή τη δίνη κρύβεται και η επιθυμία: να μας βλέπουν, να μας αξιολογούν, να μας αναγνωρίζουν. Ψάχνουμε τον Μεγάλο Άλλον που έχουμε καταστρέψει.

Η ψύχωση της εποχής μας δεν εμφανίζεται επομένως ως ατομική καταστροφή, αλλά ως συλλογικό σύμπτωμα. Μια κοινωνία που μιλάει χωρίς να ακούει, που επικοινωνεί χωρίς να σημαίνει, που πιστεύει ότι είναι ξύπνια ενώ ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά.

Ψηφιακή σχιζοφρένεια

Ο κορεάτης φιλόσοφος Byung-Chul Han περιγράφει την ψηφιακή εποχή ως μια εποχή όπου ο άνθρωπος έχει χάσει την εσωτερική του συνοχή. Ο Ίκαρος, γιος του Δαίδαλου, δραπέτευσε από το λαβύρινθο με φτερά από κερί και πούπουλα, αλλά ανέβηκε πολύ ψηλά και έπεσε όταν ο ήλιος έλιωσε τα φτερά του. Ο μύθος θυμίζει την κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος χάνει το μέτρο στην άνοδό του, όταν το φως γίνεται μέθη και το ύψος, πτώση.

Στο μόνιμο φως των οθονών και των ειδοποιήσεων, δεν υπάρχει πλέον χώρος για σιωπή, περισυλλογή ή βραδύτητα. Όλα είναι ορατά, όλα είναι άμεσα, όλα πρέπει να επικοινωνούνται. Σε αυτή την υπερεκτεθειμένη πραγματικότητα, το εγώ κατακερματίζεται και διαλύεται σε στιγμές προσοχής χωρίς διάρκεια. Ο Han το αποκαλεί αυτό "ψηφιακή σχιζοφρένεια", μια πολιτισμική κατάσταση όπου η σκέψη δεν έχει πλέον τον χρόνο να σκεφτεί γύρω από τον εαυτό της, όπου η εμπειρία δεν γίνεται ποτέ εμπειρία επειδή όλα πρέπει να μοιράζονται αμέσως. Ο άνθρωπος ζει στην επιφάνεια του εαυτού του, συνεχώς ενεργός, αλλά στερούμενος εσωτερικής ζωής.

Ο παρανοϊκός κόσμος

Η παράνοια, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι μόνο μια μορφή τρέλας, αλλά μια προσπάθεια να σωθεί το εγώ από την αποσύνθεση. Αυτό που ονομάζουμε παράνοια δεν είναι ένα κενό νοήματος, αλλά μια απέλπιδα προσπάθεια παραγωγής νοήματος.

Μπορούμε να το παρατηρήσουμε αυτό ξεκάθαρα σε έναν ασθενή Χ. Κατευθύνει τον θυμό του εναντίον ενός άλλου ατόμου που αντιλαμβάνεται ως απειλητικό ή ειρωνικό, αλλά αυτός ο άλλος δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια εικόνα του εαυτού του. Αντιδρά εναντίον του μέρους του εαυτού του που αισθάνεται ότι κρίνεται, εναντίον της υπερηφάνειάς του, της ντροπής του, της αδυναμίας του, της ανεπάρκειάς του. Οι χειρονομίες του γίνονται συμβολικές, σαν να προσπαθεί να καταστρέψει μια αντανάκλαση που δεν αντέχει να βλέπει. Η παρανοϊκή διάσταση εμφανίζεται εδώ ως μια δραματική προσπάθεια αποκατάστασης ενός εαυτού που βρίσκεται σε διαδικασία κατάρρευσης.

Στον παρανοϊκό, δημιουργείται μια μετατόπιση: το εσωτερικό προβάλλεται προς τα έξω. Ό,τι δεν μπορεί να περιληφθεί στο εγώ γίνεται "κάποιος εκεί έξω" που ελέγχει, παρατηρεί, κοροϊδεύει ή μιλάει για μένα. Η παρανοϊκή εμπειρία γεννιέται ως ηχώ αυτής της προβολής:
Μιλάνε για μένα.
Γελάνε μαζί μου.
Ό,τι συμβαίνει έχει να κάνει με μένα.

Μπορεί να φαίνεται παράλογο, αλλά στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα ενός βαθιά ανθρώπινου μηχανισμού. Όταν ο δεσμός με τη συμβολική τάξη, τη γλώσσα, την κοινότητα, τον Άλλον που εγγυάται το νόημα, σπάει, ο κόσμος αρχίζει να μιλάει. Μιλάει άμεσα, χωρίς διαστήματα, χωρίς συμβολικό φίλτρο. Γι' αυτό ο ψυχωτικός ακούει φωνές ή βλέπει σημάδια παντού. Δεν είναι ότι ερμηνεύει λάθος την πραγματικότητα, αλλά ότι η ίδια η πραγματικότητα έχει χάσει τα νοηματικά της στηρίγματα.

Η παράνοια δεν υπάρχει μόνο στο άτομο. Υπάρχει και στον πολιτισμό, και ίσως εκεί είναι που εκδηλώνεται πιο ξεκάθαρα. Μια κοινωνία γίνεται παρανοϊκή όταν χάνει την πίστη της στη συμβολική της εξουσία, στο Θεό, στο έθνος, στην αλήθεια. Όταν δεν υπάρχει πλέον κοινό σημείο αναφοράς, όλα γίνονται αντικείμενο καχυποψίας, ελέγχου και κρυφών προθέσεων. Ο συνωμοσιολογικός τρόπος σκέψης και η νοοτροπία του "όλοι εναντίον όλων" αναδύονται όταν η γλώσσα και η εμπιστοσύνη καταρρέουν.

Στην Ευρώπη, αυτή η νέα παράνοια εξαπλώνεται. Η Γαλλία παρατείνει την αλγοριθμική βιντεοεπιτήρηση έως το 2027, η Νορβηγία υιοθετεί νόμο για την ψηφιακή ασφάλεια που ενισχύει τον έλεγχο του κράτους, και τα drones στα αεροδρόμια προκαλούν φόβο για αόρατες απειλές. Η ήπειρος προστατεύεται από τα πάντα και καταλήγει να παρακολουθεί τον εαυτό της. Η καχυποψία δεν είναι πλέον η εξαίρεση, αλλά το σύστημα: μια κοινωνία που προστατεύεται από τα πάντα, σε σημείο να προστατεύεται μόνο από τον εαυτό της.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ίδιο σχήμα επαναλαμβάνεται, αλλά με πιο ακραίο τρόπο. Η καχυποψία έχει γίνει μέρος της εθνικής ταυτότητας, μιας κουλτούρας που βασίζεται στην επιτήρηση, την πόλωση και τον διαρκή πόλεμο εναντίον ενός αόρατου εχθρού. Το κράτος συλλέγει τα δεδομένα των δικών του πολιτών στο όνομα της ασφάλειας, ενώ ο πληθυσμός ανταποκρίνεται με τις θεωρίες συνωμοσίας, τη λατρεία των όπλων και τη βαθιά δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Ο πολιτικός χώρος μετατρέπεται σε αίθουσα με καθρέφτες όπου η αλήθεια και το ψέμα κυκλοφορούν με το ίδιο βάρος. Η Αμερική προστατεύεται από τα πάντα, αλλά τελικά, κυρίως από τον εαυτό της.

Ψυχοκαπιταλισμός

Ο Franco "Bifo" Berardi δείχνει πώς το κεφάλαιο έχει μετατρέψει την ίδια την ψυχική ζωή σε πρώτη ύλη. Ο ψυχοκαπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα οικονομικό σύστημα, αλλά μια αρχή. Αυτό που παλαιότερα άνηκε στην εσωτερική εμπειρία, την προσοχή, την επιθυμία και τα συναισθήματα, τώρα ενσωματώνεται στη λογική της αγοράς. Η οικονομία δεν παράγει πλέον μόνο αγαθά, αλλά και διαθέσεις, ρυθμούς και συναισθήματα. Ο στόχος του κεφαλαίου δεν είναι να ικανοποιεί ανάγκες, αλλά να διατηρεί το νευρικό σύστημα σε κίνηση. Η ψύχωση δεν εμφανίζεται λοιπόν ως ρήξη του συστήματος, αλλά ως κινητήριος μοχλός του: μια υπερθερμασμένη κυκλοφορία νοήματος, ντοπαμίνης και επικοινωνίας που πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς. Με αυτή την έννοια, η ψύχωση δεν είναι ένα λάθος της οικονομίας, αλλά ο τύπος της: μια υπολογισμένη υπερθέρμανση της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου, που εγγυάται συνεχή ανάπτυξη.

Στο Ο Αντι-Οιδίπους, οι Ντελέζ και Γκουατταρί περιγράφουν τον καπιταλισμό ως μια σχιζοφρενική μηχανή. Καταστρέφει όλες τις δομές, όλους τους νόμους, όλα τα σύνορα, για να τα αναπαράγει στη συνέχεια με τη μορφή εμπορευμάτων. Εκεί γεννιέται το παράδοξο: η κοινωνία φοβάται την ψύχωση, αλλά την μιμείται στον δικό της ρυθμό. Η παραγωγή νοήματος, αγαθών, ταυτότητας και πληροφοριών έχει γίνει αδιάκοπη, απεριόριστη, ευφορική. Η σχιζοφρενική κατάσταση - η διάλυση της ταυτότητας, η ροή τοης επιθυμίας, η απώλεια του κέντρου - δεν είναι πλέον η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Σύμφωνα με τους Deleuze και Guattari, η σχιζοφρένεια γίνεται η τελευταία ελευθερία του ανθρώπου, αυτή που ξεφεύγει από κάθε οργάνωση και δημιουργεί νέες συνδέσεις μεταξύ όσων έχουν καταστραφεί.

Μορφές της τρέλας 

Η αντίληψη της τρέλας συναρτάται κι από το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Στο έργο του Η ιστορία της τρέλας, ο Φουκώ γράφει ότι ο τρελός ορίζεται από αυτόν που κατέχει τη γλώσσα. Κάθε εποχή έχει τη δική της μορφή λογικής και, συνεπώς, τη δική της μορφή τρέλας. Δεν είναι πλέον η Εκκλησία ή το άσυλο που διαχωρίζουν το λογικό από το παράλογο, αλλά η τεχνολογία και η οικονομία. Όσοι δεν παράγουν, δεν επικοινωνούν, δεν αποδίδουν, ορίζονται σιωπηλά ως άρρωστοι. Η ψύχωση γίνεται τότε η διαχωριστική γραμμή, αυτή που δείχνει ποιος δεν εντάσσεται στη λογική μηχανή του καπιταλισμού. Σε μια κοινωνία που θεωρεί τον εαυτό της φωτισμένο, η τρέλα εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά σε μια πιο επιτηδευμένη  μορφή.

Καπιταλιστική πραγματικότητα

Παλαιότερα, ο άνθρωπος ήταν φυλακισμένος στην ενοχή και την απαγόρευση. Σήμερα, είναι φυλακισμένος στην απεριόριστη ελευθερία, χαμένος σε έναν ωκεανό επιλογών, απαιτήσεων και ευθυνών. Είμαστε ελεύθεροι να γίνουμε τα πάντα, αλλά δεν έχουμε πλέον τη δύναμη να το κάνουμε. Η κατάρρευση δεν εκδηλώνεται πλέον με μια κραυγή, αλλά με μια σιωπή, μια αργή εξάλειψη του ανθρώπινου ρυθμού, μια υπερλειτουργία μεταμφιεσμένη σε επιτυχία. Όπως έγραψε ο Alain Ehrenberg, δεν είναι πλέον η εποχή της νεύρωσης, αλλά της κατάθλιψης. Ο άνθρωπος συντρίβεται όχι επειδή τον εμποδίζουν, αλλά επειδή τίποτα δεν τον εμποδίζει πλέον.

Ο Mark Fisher περιγράφει τον ίδιο μηχανισμό σε κοινωνική κλίμακα. Ονομάζει αυτή την κατάσταση καπιταλιστικό ρεαλισμό, την πεποίθηση ότι καμία άλλη πραγματικότητα δεν είναι δυνατή. Γνωρίζουμε ότι το σύστημα μας καταστρέφει, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Οι νέοι δεν υποφέρουν πλέον από ενοχή, αλλά από κενό· όχι από απαγόρευση, αλλά από έλλειψη νοήματος. Είναι ένα σύστημα που συνεχίζει να λειτουργεί πολύ καιρό μετά την εξαφάνιση της ελπίδας.

Η προσομοιωμένη πραγματικότητα - Ο ιστός της Αράχνης

Τελικά, όπως είχε διαισθανθεί ο Μπωντριγιάρ, φαίνεται ότι ζούμε σε μια μορφή προσομοιωμένης ψύχωσης. Ο κόσμος απλώς αντανακλά το δικό του φως, μια πραγματικότητα που δεν παραπέμπει πλέον σε τίποτα εξωτερικό, αλλά σιγά-σιγά αναδιπλώνεται στον εαυτό της. Τα σημάδια έχουν αποκολληθεί από το νόημά τους, το αντίγραφο έχει αντικαταστήσει το πρωτότυπο και το μόνο που μένει είναι καθρέφτες που αντανακλώνται στο άπειρο. Ο άνθρωπος παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο δικό του ολόγραμμα, περιτριγυρισμένος από εικόνες που προσποιούνται ότι δείχνουν την αλήθεια, αλλά παραπέμπουν μόνο στον εαυτό τους.

Δεν είναι η τρέλα με την κλασική έννοια, αλλά μια απόλυτα λειτουργική ψύχωση, μια λεία επιφάνεια, χωρίς ρήξεις, χωρίς βάθος, χωρίς σιωπή. Ίσως αυτή η σταθερότητα να είναι και η πιο ανησυχητική: ένας κόσμος που δεν καταρρέει ποτέ, αλλά που έχει πάψει προ πολλού να είναι πραγματικός. Όπως η Αράχνη*, έχουμε υφάνει μια εικόνα τόσο τέλεια που μας έχει φυλακίσει. Ο ιστός που υφαίνουμε δεν είναι πλέον ένα έργο τέχνης, αλλά μια φυλακή.

 

* Στις Μεταμορφώσεις, ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος γράφει ότι η Αράχνη ήταν η κόρη ενός βοσκού που είχε αρχίσει να υφαίνει από μικρή ηλικία. Έγινε μια σπουδαία υφάντρια, καυχιόταν ότι η δεξιοτεχνία της ήταν ανώτερη από αυτή της Μινέρβας [η Αθηνά για τους 'Ελληνες -σ.σ.] και αρνιόταν να αναγνωρίσει ότι η δεξιοτεχνία της προήλθε, τουλάχιστον εν μέρει, από τη θεά. Η Μινέρβα προσβλήθηκε και οργάνωσε έναν διαγωνισμό μεταξύ τους. Παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μια ηλικιωμένη γυναίκα, πλησίασε την αλαζονική κοπέλα και την προειδοποίησε ότι δεν ήταν σοφό να συγκρίνεται με οποιονδήποτε από τους θεούς και ότι έπρεπε να ζητήσει συγχώρεση από τη Μινέρβα.

Η Αράχνη δεν αποθαρρύνθηκε και καυχήθηκε ότι αν η Μινέρβα ήθελε να την σταματήσει, έπρεπε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως και να το κάνει η ίδια. Αμέσως, η Μινέρβα έβγαλε τη μεταμφίεσή της και εμφανίστηκε σε όλη της τη δόξα, ντυμένη με ένα αστραφτερό λευκό χιτώνα. Οι δύο άρχισαν αμέσως να υφαίνουν. Το ύφασμα της Μινέρβα απεικόνιζε τέσσερις ξεχωριστούς διαγωνισμούς μεταξύ θνητών και θεών, στους οποίους οι θεοί τιμωρούσαν τους θνητούς επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους ίσους με τους θεούς. Η ύφανση της Αράχνης απεικόνιζε τρόπους με τους οποίους οι θεοί, ιδιαίτερα ο Δίας, είχαν παραπλανήσει και κακομεταχειριστεί τους θνητούς, εξαπατώντας και αποπλανώντας πολλές γυναίκες. Όταν η Μινέρβα είδε ότι η Αράχνη όχι μόνο είχε προσβάλει τους θεούς, αλλά το είχε κάνει με ένα έργο πολύ πιο όμορφο από το δικό της, εξοργίστηκε. Έσκισε το έργο της Αράχνης σε κομματάκια και την χτύπησε τρεις φορές στο κεφάλι με τη σαΐτα της. Ταραγμένη και ντροπιασμένη, η Αράχνη αυτοκτόνησε κρεμασμένη. Βλέποντας αυτό, η Μινέρβα λυπήθηκε το κορίτσι και το μετέτρεψε σε αράχνη, η οποία θα συνέχιζε να δημιουργεί ιστούς για πάντα, όπως και οι απόγονοί της.
Wikipedia


Δείτε στο Αλμανάκ δυό ακόμη κείμενα της Sara Tetzchner:

Σαν άχυρο στον άνεμο: μία Ευρώπη με πήλινα πόδια 
Το μέλι του λέοντος

Αλμανάκ

LIVE!

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ