Γεννήθηκα στην Αθήνα και το πρώτο μου σπίτι ήταν στην οδό Σπευσίππου. Η οικογένειά μου ήταν αστικής προελεύσεως, με πατέρα, παππού και προπάππου δικηγόρο. Είμαι παιδί της Κατοχής, αλλά δεν μπορώ να πω ότι έζησα τις κακουχίες που βίωσαν οι περισσότεροι Έλληνες, δεν πείνασα. Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι ότι ήμουν πολύ προστατευμένος, με τη μητέρα μου να περπατάει δεκάδες χιλιόμετρα για να μου φέρει να φάω από διάφορους προμηθευτές που είχε ακόμα και στον μακρινό Ασπρόπυργο. Η Κατοχή είχε σκεπάσει τα πάντα με έναν γκρίζο μανδύα. Φόβος και σιωπή στους δρόμους. Θυμάμαι τον πατέρα μου με χακί αλλά και τους Γερμανούς να παρελαύνουν στη Βασιλίσσης Σοφίας. Πώς να ξεχάσω τους βομβαρδισμούς του ’40, που τους άκουγα σε ένα υπόγειο που είχε μετασκευάσει σε καταφύγιο ο παππούς μου, με τον οποίο ζούσαμε μαζί. Αλλά και το γεγονός ότι οι γονείς μου χώρισαν λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
• Ο πατέρας μου υπήρξε δικηγόρος του Νίκου Μπελογιάννη. Ίσως είμαι ο τελευταίος επιζών της δίκης του, αφού, ως παιδί, ήμουν παρών στο έκτακτο στρατοδικείο. Θυμάμαι ότι τα είχα χάσει και ρωτούσα τον πατέρα μου: «Ρε μπαμπά, τι θα του κάνουν;». Κι εκείνος μου απάντησε: «Παιδί μου, αυτόν τον άνθρωπο θα τον εκτελέσουν για τις ιδέες του». Νομίζω ότι η φράση αυτή του πατέρα μου ήταν το κουδουνάκι που χτύπησε μέσα μου και το οποίο με έσπρωξε στην αγκαλιά της αριστεράς. Εμμέσως ο Μπελογιάννης με έκανε αριστερό. Ήταν μια εμπειρία που με διαμόρφωσε βαθιά. Πιθανόν εκεί να γεννήθηκε το ενδιαφέρον μου για την κοινωνία και τους μηχανισμούς της.
• Η μητέρα μου, με καταγωγή απ’ την Πάτρα, ήταν μια βαθιά καλλιεργημένη γυναίκα. Ήξερε πέντε ξένες γλώσσες. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία. Διάβαζα από μικρός: Ιούλιο Βερν, Πόε, Σαίξπηρ, Καβάφη, αλλά και τους κλασικούς της Δύσης. Όταν είσαι μοναχοπαίδι και διαβάζεις λογοτεχνία, αυτό δεν μπορεί παρά να σε επηρεάζει σημαντικά. Στις κοινωνικές επιστήμες βρέθηκα από σύμπτωση. Όπως ήταν λογικό χάρη στα οικογενειακά ερεθίσματα, ο πατέρας μου με έγραψε στη Νομική, χωρίς όμως να το επιθυμώ ιδιαίτερα. Για λίγα χρόνια πρόλαβα να ασκήσω τη δικηγορία, αλλά αποφάσισα ότι δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στο μεταξύ, είχα πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Μονάχου στη Γερμανία, του Παρισιού στη Γαλλία και του Γέιλ στις ΗΠΑ. Εργάστηκα ως ερευνητής στο Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Αθηνών (1963-1967) και στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS, 1968).
«Στα μάτια των νέων σήμερα βλέπω θυμό και φόβο, αλλά όχι αμφιβολία. Έναν εξατομικευμένο τρόμο, οι νέοι άνθρωποι παρατηρούν τη ζωή τους σαν να μην έχει νόημα. Μια πλήρη αδυναμία να φανταστούν ένα μέλλον. Τους προσφέρουν μια έτοιμη τροφή στηριζόμενη στη θατσερική λογική ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Και γι’ αυτό βιαιοπραγούν έναντι των πάντων. Διδάσκονται ότι όλοι πρέπει να ανταγωνίζονται όλους».
• Όταν ξέσπασε η δικτατορία, έμενα σ’ ένα παμπάλαιο σπίτι που είχε έναν θυρωρό. Ήταν ένας φτωχός μεροκαματιάρης που με συμπαθούσε πολύ. Μια μέρα μού χτύπησε το κουδούνι και μου είπε: «Είσαι μόνος;». Με τράβηξε στο παράθυρο και μου έδειξε τρεις αστυνομικούς να περιμένουν απ’ έξω. Μου αποκάλυψε ότι έπαιρνε λεφτά για να τους λέει ποιος είναι επικίνδυνος για τη χούντα. Και συνέχισε: «Μάζεψε ό,τι έχεις γιατί θα έρθουν να σε ψάξουν». Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πρώτος που αγκάλιασα και φίλησα όταν επέστρεψα στην Ελλάδα μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Πιστεύω ότι αυτή είναι η καλή πλευρά της Ελλάδας, που δεν συναντάς εύκολα στο εξωτερικό· ένας χαφιές να σε ειδοποιεί ότι είναι χαφιές και παράλληλα να σου επισημαίνει: «Πρόσεχε, θα σε πιάσουν». Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας άτυπης, βιωμένης συλλογικότητας.

• Στο Παρίσι έμεινα για δέκα χρόνια. Εκεί, μέσα στον κυκεώνα της δεκαετίας του ’60, ήρθα σε επαφή με σπουδαίους διανοητές, τον Αλτουσέρ, τον Μπουρντιέ. Το 1968 ήμουν κι εγώ στους δρόμους. Τα πανεπιστήμια γέμιζαν ελπίδες για έναν άλλο κόσμο. Όλη μου η ζωή ήταν μια προσπάθεια να γεφυρώσω δύο πράγματα: την ψύχραιμη, επιστημονική ανάλυση και τη βαθιά πίστη ότι οι κοινωνίες μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Στο Παρίσι γνώρισα τον Νίκο Σβορώνο, ο οποίος έγινε ο πνευματικός μου πατέρας και ο διευθυντής της διδακτορικής διατριβής μου «Εξάρτηση και αναπαραγωγή». Όταν άρχισα να αναλαμβάνω καθήκοντα καθηγητή, ένιωσα τέτοια ανασφάλεια και αγωνία που δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου, μια αγωνία που μου επιβεβαίωσε και αργότερα το alter ego μου, ο Νίκος Πουλαντζάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το καρδιοχτύπι μου όταν θα δίδασκα για πρώτη φορά, καθώς και την αγωνία του ίδιου του Πουλαντζά που με παρακολουθούσε κρυφά από το παραθυράκι της πόρτας της αίθουσας διδασκαλίας.
• Αναμφίβολα, ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν ένας από τους ανθρώπους που με καθόρισαν. Χτίσαμε μια αδελφική και συντροφική σχέση. Δεν ήταν απλώς φίλος μου, ήταν ο αδελφός μου . Μαζί του ανοίχτηκα όχι μόνο στην περιπέτεια της ζωής, των απολαύσεων, των αμφιβολιών, των άσκοπων περιπλανήσεων και των ατελείωτων ενδοσκοπήσεων αλλά και στις ιδέες, στην πολιτική συνείδηση και στράτευση και στη θεωρητική θεμελίωση των υπό διαμόρφωση εφηβικών μας πεποιθήσεων. Όλα αυτά έλαβαν τέλος όταν αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια μου, στο σπίτι μου, στο Παρίσι. Ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής μου. Έκανα πολλά χρόνια να μιλήσω γι’ αυτό. Έμενα σ’ ένα διαμέρισμα μιας πολυώροφης πολυκατοικίας. Ο Νίκος είχε ήδη κάνει μια απόπειρα αυτοκτονίας. Ένα βράδυ με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είπε: «Αδελφέ μου, σε παίρνω για να σε αποχαιρετήσω». Χωρίς να μου λέει πού ακριβώς ήταν μου είπε ότι θα πέσει πάνω σε ένα φορτηγό, και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Ενημέρωσα τη γυναίκα του, η οποία τα είχε χάσει, και μετά από λίγη ώρα γύρισε ματωμένος στο σπίτι του. Είχε κάνει την απόπειρα, αλλά τότε είχε γλιτώσει. Έξι μήνες αργότερα δεν γλίτωσε. Ήρθε στο σπίτι μου. Ήταν πρωί. Θυμάμαι να μου λέει κάποια δυσνόητα για μένα πράγματα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Σε μια στιγμή άνοιξε το παράθυρο. Λίγη ώρα αργότερα πήρε ένα χαρτί και έγραψε κάτι. Μετά πήγε στο παράθυρο και πήδηξε. Κόντεψα να τρελαθώ. Το διαμέρισμά μου ήταν στον 29ο όροφο. Δεν τόλμησα να κοιτάξω από το παράθυρο. Όταν ήρθε η αστυνομία, τους έδωσα το σημείωμα που είχε αφήσει. Έγραφε: «Είμαι αθώος». Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έγραψε. Θεωρούσε ότι τον κυνηγούσαν και είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Ποτέ δεν πήρα απάντηση γιατί έδωσε τέλος στη ζωή του.
• Ευτύχησα να γνωρίσω, ειδικά μέσω της τηλεοπτικής σειράς εκπομπών με τον τίτλο «Στα μονοπάτια της σκέψης», ορισμένες απ’ τις κορυφαίες προσωπικότητες της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης. Αξέχαστη σίγουρα ήταν η συνάντηση με τον οικονομολόγο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Πάντως, αν μου δινόταν η ευκαιρία να κάνω έναν περίπατο με έναν στοχαστή σήμερα, θα ήταν μ’ εκείνον που θαύμαζα απεριόριστα, τον Μισέλ Φουκό. Μια άλλη αλησμόνητη συνάντηση ήταν εκείνη με τον Λουί Αλτουσέρ. Είχαμε βρεθεί στο σπίτι μετά την κηδεία του Νίκου Πουλαντζά. Μια ανεξήγητη σιωπή κυριαρχούσε. Ειλικρινά, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω δει πρόσωπο που να αποπνέει τέτοια θλίψη. Και το σκεπτόμουν πάντοτε αργότερα όταν θα έβλεπα την ψυχολογική του κατάσταση –έπασχε από μανιοκαταθλιπτική ψύχωση– να επιδεινώνεται ραγδαία. Ένας άνθρωπος που σε στιγμή άφατης απελπισίας στραγγάλισε τη γυναίκα του.
• Στο σημερινό πλαίσιο, το δύσκολο και το πρωτόγνωρο, δυσκολευόμαστε να ορίσουμε την κοινωνική αλληλεγγύη, και μαζί της και το νόημα της αριστεράς. Από τη δεκαετία του ’80 το αίτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης εξανεμίστηκε από το αίτημα της ασύδοτης ελευθερίας. Ο φιλελευθερισμός έχει εξελιχθεί σε δόγμα και έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να επικρατεί αμηχανία για το τι μπορεί να σημαίνει αριστερά. Αυτό έχει οδηγήσει στην αδυναμία των σοσιαλδημοκρατικών ή αριστερών κομμάτων να αναδιανείμουν τους πόρους υπέρ των αδυνάτων. Ταυτόχρονα, όλα καλούνται να υπηρετήσουν την ιδέα μιας μετρήσιμης ανάπτυξης. Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το «καλό». Μας ενδιαφέρει στις μέρες μας μόνο να μάθουμε τι είναι «πολύ». Όσο περισσότερο, τόσο καλύτερο. Από το «πάν μέτρον άριστον» έχουμε εξελιχθεί στο ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα μέτρο. Βαθμιαία κρινόμαστε από την υπεροχή μας έναντι των άλλων.
«Σε μια εποχή που η πληροφορία υπερχειλίζει, νιώθω ότι είναι ολοένα και πιο δύσκολο να βρεις χώρο για στοχασμό ή να υποκαταστήσεις τον θόρυβο με τη σκέψη. Είμαστε εκτεθειμένοι σε έναν βόμβο πληροφοριών. Κάπως έτσι οδηγούμαστε στην πλήρη αδυναμία να σκεφθούμε το οτιδήποτε σε βάθος».
• Σήμερα, δεν βλέπουμε να πρωταγωνιστεί στο πολιτικό τοπίο μια οικολογική αριστερά, γι’ αυτό δεν μπορείς εύκολα να ορίσεις τι είναι αριστερός στις μέρες μας. Αντίθετα με τη συντήρηση, η αριστερά κατακερματίζεται σε επιμέρους φράξιες ή ιδεοληψίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού. Σε καμία ανεπτυγμένη χώρα δεν πλειοψηφεί. Στο εγχείρημα της «πρώτης φοράς αριστεράς» συμμετείχα ως βουλευτής Επικρατείας, αλλά μετά από ένα διάστημα μού ήταν εξαιρετικό δύσκολο. Οφείλω να πω ότι όλοι μου φέρθηκαν εξαιρετικά, αλλά η συμμετοχή σε μικροπολιτικά παιχνίδια ήταν ξένη για μένα. Όσοι δραστηριοποιούνται στο όνομα του όλου είναι εκ προοιμίου έκθετοι σε κάθε λογής αμφισβήτηση των ατομικών τους κινήτρων. Προσωπικά, δεν λειτούργησα ποτέ ως επαγγελματίας πολιτικός, γι’ αυτό απομακρύνθηκα. Ωστόσο, δεν ήταν μια απόφαση για την οποία μετάνιωσα. Τώρα, όσον αφορά το αποτύπωμά της, νομίζω είναι νωρίς να προβούμε σε οποιαδήποτε αξιολόγηση. Και δυστυχώς δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα η δυνατότητα της αριστεράς να διατυπώσει ένα πολιτικό όνειρο ικανό να πείσει.
• Σε μια εποχή που η πληροφορία υπερχειλίζει, νιώθω ότι είναι ολοένα και πιο δύσκολο να βρεις χώρο για στοχασμό ή να υποκαταστήσεις τον θόρυβο με τη σκέψη. Είμαστε εκτεθειμένοι σε έναν βόμβο πληροφοριών. Κάπως έτσι οδηγούμαστε στην πλήρη αδυναμία να σκεφθούμε το οτιδήποτε σε βάθος. Και, δυστυχώς, όλο και περισσότερες λέξεις στην εποχή μας έχουν χάσει το νόημά τους. Words, words, words. Μιλάμε για μετα-δημοκρατία, για ύστερο καπιταλισμό ή για μεταπολιτική. Όλες αυτές οι λέξεις δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Απλώς τις χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια κατάσταση που έχει αλλάξει, αλλά ταυτόχρονα δεν ξέρουμε να ορίσουμε και τι ακριβώς είναι. Μια διάχυτη χρήση των μετα-λέξεων καθιστά τη γλώσσα των social media τόσο ισχνή που δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει το νόημα του κόσμου στις μέρες μας. Το κάνει όλο και πιο δυσανάγνωστο.
• Στη δημόσια σφαίρα με ενοχλεί το γεγονός ότι ίσως είναι η πρώτη φορά που δεν μπορεί κάποιος να προγραμματίσει ή να εξαγγείλει ένα πολιτικό και κοινωνικό μέλλον που να μην είναι καταστρεπτικό. Με απασχολεί το ότι δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ριζική βελτίωση των ανθρωπίνων πραγμάτων σε οικουμενική βάση. Κάθε μέρα τα εμπόδια και οι δυσκολίες φαντάζουν όλο και μεγαλύτερα. Πόλεμοι, συγκρούσεις, οικολογική κρίση και άλυτες κοινωνικές καταστάσεις. Ουσιαστικά, η ανθρωπότητα ως συλλογικό υποκείμενο δεν υπάρχει. Επιπρόσθετα, είναι δύσκολο να μιλήσεις για Δημοκρατία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ένα δυσεντόπιστο παρασκήνιο. Οι μάζες δεν διεισδύουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Πώς να μιλήσεις σήμερα για πολιτική εκπροσώπηση; Οι λαοί δεν είναι αυτόνομοι και δεν μπορούν να μετάσχουν στην ανατροπή του υφιστάμενου.
• Ένας απρόσωπος και αόρατος Λεβιάθαν βρίσκεται παντού και πουθενά. Όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου: «Παρόλο που τα σώματα εξακολουθούν να ανήκουν σε ανθρώπους με σάρκα και οστά, όλοι είναι ριγμένοι στο έλεος μιας μετα-ανθρώπινης εξουσίας που ούτε αξίες επικαλείται, ούτε πηγή έχει, ούτε νομιμοποίηση χρειάζεται. Μιας αδέκαστα τυφλής εξουσίας που αρκείται απλώς στο να ασκείται, δηλαδή στο να “υπάρχει”. Ο βασικός στόχος κάθε εξουσίας είναι να μην αλλάξει τίποτα. Επομένως, πώς μπορεί ο ελεύθερος άνθρωπος να προγραμματίζει το μέλλον του κινούμενος και αλλάζοντας τη ζωή του; Απεναντίας, αυτό που επιτυγχάνει είναι να καθηλώνεται στην ανασφάλεια και στη διαρκή αναζήτηση της επιβίωσης σ’ ένα απροσδιόριστο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον. H κατάρρευση δεν είναι μια πράξη στιγμής αλλά μια οργανωμένη παρακμή.

• Στα μάτια των νέων σήμερα βλέπω θυμό και φόβο, αλλά όχι αμφιβολία. Έναν εξατομικευμένο τρόμο, οι νέοι άνθρωποι παρατηρούν τη ζωή τους σαν να μην έχει νόημα. Μια πλήρη αδυναμία να φανταστούν ένα μέλλον. Σκέφτονται ότι οι ζωές τους θα κυλήσουν σε μια πορεία διαρκών ανατροπών και στο πλαίσιο αυτό οργίζονται και βιαιοπραγούν. Θυμώνουν επειδή δεν μπορούν να αναγνώσουν τον κόσμο που τους περιβάλλει και δεν αμφιβάλλουν. Τους προσφέρουν μια έτοιμη τροφή στηριζόμενη στη θατσερική λογική ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Και γι’ αυτό βιαιοπραγούν έναντι των πάντων. Η βία αυτή των νέων, που είναι και μια μορφή συλλογικής εκφόρτισης της διάχυτης αγωνίας για τη ζωή και την ύπαρξη, σήμερα έχει εξελιχθεί σε κανόνα. Πρόκειται για τη βία μιας κοινωνίας που στερεί από τους νέους κίνητρα ζωής, συλλογικότητας, χαράς και συνύπαρξης. Μιας κοινωνίας που τους σπρώχνει ακόμα και σε τυφλές εκδηλώσεις βίας. Η βία για τη βία. Η βία ως απάντηση στο τυραννισμένο πρόσωπο μιας αβίωτης ζωής. Διδάσκονται ότι όλοι πρέπει να ανταγωνίζονται όλους. Παρελαύνουν κατά ανάστημα, οι καλύτεροι βαθμοί αφισοκολλούνται και μαθαίνουν να διακατέχονται από μόνιμα συναισθήματα ζηλόφθονου ανταγωνισμού. Σήμερα όλοι φθονούν όλους και ζηλεύουν αλλήλους. Κατακλύζονται από έναν υπαρξιακό φθόνο στον οποίο, αναμφίβολα, έχουν συμβάλει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η ελπίδα όμως αξίζει, και μπορούν, χάρη σ’ αυτήν, να μην ταλαντεύονται ανάμεσα στην αυταπάτη και την αναγκαιότητα, το ατομικό και το συλλογικό.
• Θα μπορούσα να είχα μείνει στη Γαλλία και να συνεχίσω εκεί τα ακαδημαϊκά μου καθήκοντα, αλλά επέλεξα να γυρίσω στην Ελλάδα και να γίνω καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Νομίζω ότι ήθελα να μετάσχω κι εγώ στο μεγάλο πείραμα της Μεταπολίτευσης. Σήμερα, εξακολουθώ να διδάσκω στο μεταπτυχιακό. Παρά τα προβλήματα των των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ασύγκριτη χαρά της ζωντανής διδασκαλίας που θέτει σε επερώτηση όλες τις κατεστημένες ιδέες είναι μια χαρά δημιουργίας και συνδημιουργίας που για μένα δεν συγκρίνεται με καμία άλλη. Ζούμε το ιστορικό παράδοξο ότι, αντί να εξευρωπαϊστεί η Ελλάδα, έχει εξελληνιστεί η Ευρώπη. Οι παθογένειες της εγχώριας δημόσιας διοίκησης όπως η διαφθορά και η διαπλοκή συναντώνται πλέον και σε όλους τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Κι αν ο ανταγωνιστικός φθόνος είναι το εθνικό μας χαρακτηριστικό, ο φθόνος αυτός μοιάζει να κυριαρχεί σε όλο τον πλανήτη.

• Η Αθήνα είναι η πόλη όπου έχω μεγαλώσει και αγαπώ πολύ. Μπορεί να έχει πολλά προβλήματα, όπως τα κακά πεζοδρόμια, ο θόρυβος ή το κυκλοφοριακό, αλλά όταν βλέπω την Ακρόπολη από το παράθυρό μου την ώρα που ξυπνάω ή στη διάρκεια του δειλινού μού αρκεί για να ξεχνώ όλα τα αρνητικά της. Επίσης, μου αρέσει πολύ το καφενεδάκι της πλατείας Δεξαμενής. Έχει γίνει σχεδόν το δεύτερο γραφείο μου. Σήμερα μού λείπει αρκετά το να ακούω μουσική και να ταξιδεύω. Λατρεύω τα ταξίδια σε πόλεις που αγαπώ όπως η Βενετία, η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Υόρκη ή το Κάιρο, όπου απολαμβάνω τη γοητευτική ατμόσφαιρα των αντιθέσεων. Παρατηρείς τους ανθρώπους που θα σου προσφέρουν έναν καφέ, θα σου χαμογελάσουν και θα φύγεις με μια γλυκιά ανάμνηση. Ως άνθρωπος πάντοτε μου άρεσε εξίσου ο θαυμαστός κόσμος των ιδεών αλλά και μικρά καθημερινά πράγματα, όπως το να εξερευνώ τα μυστικά που κρύβει ο βυθός της θάλασσας.
• Έκανα τρεις γάμους και απέκτησα δύο παιδιά από τον δεύτερο γάμο μου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ζω μαζί με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου. Είναι ο πολύτιμος και αναντικατάστατος συνοδοιπόρος της ζωής μου. Προφανώς και με τρομάζει το βιολογικό τέλος, αλλά σκέφτομαι μια φράση που χρησιμοποιούσε συχνά η μητέρα μου: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο αλλά το θνήσκειν. Άλλωστε, η αγάπη αγκαλιάζει τα πάντα, ακόμη και τον θάνατο. Στη ζωή μου φρόντισα να τηρήσω το εξής ρητό, που κάθε τόσο χρειάζεται να θυμίζω στη Φωτεινή: «Μην ενθουσιάζεσαι - μην απελπίζεσαι». Και δεν ξέχασα ποτέ τη συμβουλή-προτροπή που μου είχε δώσει ο αδελφός της μητέρας μου, ο σπουδαίος ακαδημαϊκός Καίσαρ Αλεξόπουλος. Πάντοτε μου θύμιζε το συγκεκριμένο απόσπασμα από το «Αν» του Κίπλινγκ: «Αν να ονειρεύεσαι μπορείς δίχως το όνειρο να κάνεις δάσκαλό σου. Αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να κάνεις το στοχασμό σκοπό σου. Αν το μπορείς τον Θρίαμβο και την Καταστροφή να αντικρίσεις, και σε αυτούς τους δυο αγύρτες όμοια να φερθείς, Δικιά σου είναι η Γη και ότι έχει επάνω της. Και –ακόμα πιο πολύ– θα είσαι άνδρας, γιε μου».

Πριν από λίγες μέρες, με ψήφους 25 υπέρ, 9 λευκά και 1 κατά, η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε τακτικό μέλος της τον καθηγητή Κοινωνιολογίας Κωνσταντίνο Τσουκαλά για την έδρα «Κοινωνιολογία - Κοινωνική Θεωρία» της Γ’ Τάξης των Ηθικών και Κοινωνικών Επιστημών. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Η επινόηση της ετερότητας - «Ταυτότητες» και «διαφορές» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κυκλοφορεί σε νέα συμπληρωμένη έκδοση από τον Καστανιώτη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.