Από το 1947 ως και το 1951 περισσότεροι από 80.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη Μακρόνησο, σε στρατόπεδα αναμόρφωσης που δημιουργήθηκαν για να «καταπολεμήσουν την επέκταση του Κομμουνισμού». Ανάμεσα στους εξόριστους αυτούς βρίσκονταν πολλοί συγγραφείς και ποιητές, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Τάσος Λειβαδίτης. Παρά τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, κατάφεραν να γράψουν ποιήματα στα οποία περιγράφουν τον αγώνα για επιβίωση μέσα σε αυτό το σύμπαν εγκλεισμού. Τα κείμενα αυτά, εκ των οποίων κάποια θάφτηκαν στα στρατόπεδα, βρέθηκαν αργότερα. Η ταινία αναμειγνύει τα ποιητικά αυτά γραπτά με τις ομιλίες «αναμορφωτικής» προπαγάνδας που μεταδίδονταν ακατάπαυστα από τα μεγάφωνα των στρατοπέδων. Αργά πλάνα τράβελινγκ μας οδηγούν σε ένα υπνωτικό ταξίδι μέσα στα ερείπια των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, ενώ προσκρούουν σε φωτογραφικά αρχεία. Ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που ζωντανεύει τη μνήμη ξεχασμένων ερειπίων και μιας μάχης που χάθηκε.

 

Με την απόπειρα της ποιητικής της προσέγγισης, η ταινία μου έφερε στον νου το 9λεπτο αριστούργημα του Ζαν Ντανιέλ Πολέ, Bassae, γυρισμένο το 1964 στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας στην ορεινή Πελοπόννησο, ένα τέμπλο ελεύθερο και καπηλεμένο, πριν χωθεί σε ένα άχαρο αλλά αναγκαστικό στέγαστρο προστασίας. Μπορείτε να το δείτε στο Διαδίκτυο και να θαυμάσετε την έμπνευση και τη λεπτότητα στις εικόνες, με μουσική του Ντιμέλ και κείμενο του Αστρίκ, και κυρίως να παρατηρήσετε πως ο Πολέ θέλησε να αιωρηθεί σε ένα μνημείο οργανικά ενσωματωμένο στον χώρο, όπως οι πέτρες και τα δέντρα γύρω του, ατάραχο και αχρονικό, γεμάτο μνήμες και Ιστορία, ελληνικό στο πνεύμα και στην αρχιτεκτονική. Και εδώ, στα Πέτρινα Λιοντάρια, ένας «ξένος», ο Ολιβιέ Ζισουά είδε έναν τόπο έρημο και μνημειακό που οι ψυχές δεν τον έχουν εγκαταλείψει, με την καθαρότητα και τη συμμετρία ενός καλλιτέχνη που σέβεται την Ιστορία και ψαχουλεύει το δράμα μέσα απο την ποίηση. Τα Λιοντάρια είναι περισσότερο κινηματογραφικό δοκίμιο παρά ποίημα γιατί χρησιμοποιεί και αρχειακό υλικό για τη Μακρόνησο και διαποτίζεται από τον λόγο και τα ποιήματα διακεκριμένων κρατουμένων, όπως ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης, που ευτυχώς δεν αναμορφώθηκαν ποτέ στα στρατόπεδα της ντροπής. Πετυχαίνει στέρεη συγκίνηση, κυρίως όταν το βλέμμα της κάμερας ξεμακραίνει στο πέλαγο ή ανιχνεύει αργά και πανοραμικά τα στοιχειωμένα γκρεμίσματα.