Επανέκδοση της ταινίας του Ερίκ Ρομέρ, του Γάλλου σκηνοθέτη και fabulist, δεύτερο μέρος της γνωστής εξαλογίας γύρω από τους ανθρώπους της πόλης και των μικρών ιστοριών που σημαδεύονται από τα μικρά και μεγάλα πάθη τους. Στον Τέλειο Γάμο, που γυρίστηκε το 1981 και βγήκε στις αίθουσες την επόμενη χρονιά, οι ήρωες δεν είναι ακριβώς καθημερινές περιπτώσεις. Η νεαρή Σαμπίν σπουδάζει ιστορία της τέχνης και ο εραστής της είναι ζωγράφος. Αφού ολοκληρώνουν την ερωτική τους συνεύρεση, εκείνος δέχεται τηλεφώνημα από την οικογένεια, εκείνη φρικάρει όταν αντιλαμβάνεται πως δεν θα μπει ποτέ στην κορυφή των προτεραιοτήτων του και τον εγκαταλείπει, απειλώντας τον πως φεύγει για να παντευτεί, χωρίς να έχει ακόμη βρει τον υποψήφιο γαμπρό! Στα καλά καθούμενα. Μέσω μιας φίλης της (Αριέλ Ντομπάλ) συναντά έναν Παριζιάνο δικηγόρο (Αντρέ Ντισολιέ) και τον καταδιώκει, ούσα σίγουρη πως βρήκε τον άντρα της ζωής της. Ο Εντμόν καταλαβαίνει πού το πάει και, όταν εκείνη εκβιάζει ένα ραντεβού για να εξηγηθούν στο γραφείο του, της εκθέτει τον συναισθηματικό προβληματισμό του, στην καλύτερη σκηνή της ταινίας. Μάλιστα, εδώ υπάρχει και η ατάκα που της λέει για να μην την τσαντίσει και να τη διαφωτίσει, μέσω μιας παρεξηγήσιμης σύγκρισης, για την αμηχανία του μπροστά της : «είναι σαν να βλέπω ένα πολύ όμορφο εξοχικό. Πώς μπορώ να το αγοράσω αν στ'αλήθεια δεν θέλω να ζήσω την εξοχή για το υπόλοιπο της ζωής μου;» επειδή οι ήρωες του Ρομέρ είναι μορφωμένοι και συνήθως μεγαλοαστοί, μιλούν αναλόγως, αλλά δεν αποφεύγουν την κοινή για όλους συνθήκη, της σύγχυσης, του θυμού, της στέρησης, της ψυχρότητας και της επιτακτικής ανάγκης να γίνουν αγενείς και σκληροί. Γι'αυτό και τα ξεσπάσματα στις ταινίες του Ρομέρ, σπάνια και πολύτιμα, έχουν τόση σημασία και δηλώνουν πολύ περισσότερα απ' ό,τι σε μια ταινία που τα νεύρα ρέουν άφθονα και ανεξέλεγκτα. Το σημαντικό στους μύθους του είναι η υποδειγματική του απλότητα. Ο Ρομέρ ουδέποτε υπήρξε μεγάλος σκηνοθέτης, όπως οι κατά περίσταση και κάποιον τρόπο, συγγενείς του Αλέν Ρενέ ή Γούντι Άλεν. Δείχνει να μη νοιάζεται για τις κινήσεις της κάμερας και το μοντάζ που δεν είναι απολύτως και οργανικά απαραίτητο- θα μπορούσε κάποιος βοηθός να στήσει την κάμερα και ούτε που θα του καιγόταν καρφί. Όταν όμως ξεκινάει ο διάλογος, αισθένσαι το αυτί του να στηλώνεται στο στόμα του ηθοποιού του και να τσεκάρει γράμμα γράμμα τις λέξεις, τους ψίθυρους και τους αναστεναγμούς της ψυχής τους. Βλέπει μέσα στην ψυχή τους και βάζει τα λόγια να υπνωτίζουν τον θεατή, όπως ακριβώς η δυτική υποκρισία αιχμαλωτίζει τον καλλιεργημένο αστό σε ένα βερμπαλιστικό δίχτυ και τον μετατρέπει σε ηθοποιό που εκλιπαρεί κάποιον να τον σταματήσει από το οργανωμένο κουβεντολόι του, να τον επαναφέρει σε μια πιο ναίβ ελευθερία, ώστε να μπορέσει επιτέλους να εκφραστεί αληθινά, χύμα και τσουβαλάτα. Αμ δε: στην εξαλογία ο ερευνητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς Ρομέρ μας βάζει στο τριπ της ατελείωτης εισαγωγής στο διά ταύτα και μας προσκαλεί να είμαστε προσεκτικοί στις στιγμές της λεπτής έξαρσης. Ο Τέλειος Γάμος έχει ως θέμα ένα γινάτι, το πείσμα μιας αδέσποτης κοπέλας που ψάχνει θύματα σε ένα κόσμο υποψιασμένων αρσενικών. Το έργο της είναι δύσκολο και ο κακομαθημένος της συναισθηματικός κόσμος θα φάει αρκετές σφαλιάρες, αλλά μυαλό δε θα βάλει. Το πρόβλημα είναι οτι το ως συνήθως υπέροχο σενάριο δεν τυχαίνει καλής μεταχείρισης από την ατάλαντη πρωταγωνίστρια Μπεατρίς Ρομάν, η οποία παραδόξως απέσπασε βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1982 (τόσο λιανός ήταν ο ανταγωνισμός;). Ανέκαθεν ο Ρομέρ πόνταρε στις γυναίκες και γι' αυτές έγραψε τους μεγάλους και περίπλοκους χαρακτήρες. Ωστόσο οι άνδρες ηθοποιοί του, εκτός εξαιρέσεων ( η μακαρίτισσα Πασκάλ Οζιέ στη Νύχτα με Πανσέληνο ήταν σούπερ, αν και ο Λουκινί έκλεψε την ταινία), τον βγάζουν ασπροπρόσωπο, όπως εδώ ο καταπληκτικός, για ακόμη μια φορά, Αντρέ Ντισολιέ.