Η ταινία είναι γνωστή σε μας ως η πρώτη συνεργασία του Ντασέν με τη Μελίνα, μετά από τη μοιραία γνωριμία τους στις Κάννες το 1955 - εκείνος βραβεύτηκε ως σκηνοθέτης του Ριφιφίκαι εκείνη πρωταγωνιστούσε στη Στέλλα. Ουσιαστικά όμως σηματοδοτούσε τη μεγάλη αγάπη του Αμερικανού σκηνοθέτη για την Ελλάδα, την κουλτούρα και το ήθος του πολιτισμού της και αν πάρουμε τα γεγονότα στη σωστή χρονική τους σειρά, αυτή η αγάπη προηγήθηκε της σχέσης του με τη Μερκούρη. Ο Ντασέν επέλεξε το αυθεντικό ντεκόρ για το Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, τη νότια Ελλάδα και την όψη των κατατρεγμένων κατοίκων της, αλλά σε γαλλική γλώσσα, καθώς η ταινία συν-χρηματοδοτήθηκε από Γάλλους παραγωγούς και προοριζόταν για το Φεστιβάλ των Καννών του 1957. Με αυτό το φιλμ εγκαταλείπει οριστικά το είδος του νουάρ που ακόμη και στο Ριφιφίσέρνει στις αποσκευές του, ως αποδρομή της μεγάλης και δημιουργικότερης περιόδου του στην Αμερική και στην Αγγλία (εκεί γυρίστηκε η Νύχτα και η Πόλη). Παραλαμβάνει ένα καυτό μυθιστόρημα που ισορροπεί τη μεταφυσική προβληματική με τις υπαρξιακές ανησυχίες του συγγραφέα, στηρίζει πλήρως τη βδελυγμία του Καζαντζάκη προς το δογματισμό και κινηματογραφεί τη χριστιανική αλληγορία με το ρεαλιστικό οπλοστάσιο που τον έκανε γνωστό και ήξερε να χειρίζεται τόσο καλά.

Η ιστορία, για όσους δεν τη γνωρίζουν, τοποθετείται στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1920. Σε ένα χωριό, τη Λυκόβρυση, οι κάτοικοι ετοιμάζονται για την παραδοσιακή αναπαράσταση των Παθών, ένα έθιμο που επαναλαμβάνεται κάθε εφτά χρόνια. Ο βοσκός ο Μανωλιός θα παίξει τον Χριστό, η αμφιβόλου ηθικής χήρα του χωριού Κατερίνα θα είναι η Μαγδαληνή, ένας σαμαράς ορίζεται Ιούδας και η διανομή, καθώς και οι λοιπές προετοιμασίες, αναστατώνονται όταν πρόσφυγες από ένα γειτονικό χωριό που κάηκε από τους Τούρκους ζητούν καταφύγιο και οι προύχοντες, με προεξάρχοντα το δεσπότη, αρνούνται με διάφορες ψευδείς προφάσεις. Η καρτερικότητα με τη μισαλλοδοξία συγκρούονται κάτω από την ομπρέλα της χριστιανικής πίστης στο ημερολογιακό ορόσημο του Πάσχα, και η φαυλότητα της πλούσιας Εκκλησίας συμμαχεί με άνομα συμφέροντα για να διαιωνίσει προνόμια που καμία σχέση δεν έχουν με τις αρχές του χριστιανισμού, την αγάπη προς τον πλησίον και την ταπεινότητα.

Για τη δύναμη του βιβλίου και το θόρυβο που προκάλεσε στην εποχή του έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά. Η ταινία δεν πέτυχε να προσελκύσει πλήθη, αλλά αποτελεί ένα δείγμα γραφής που δεν έχει σχέση με την ελληνική φιλμογραφία και επισήμως δεν συγκαταλέγεται στους κόλπους της, λόγω λαλιάς και καταγωγής των περισσότερων συντελεστών (από εκεί βγήκε ο κλασικότερος ρόλος του Δήμου Σταρένιου, του Λαδά). Είναι ελληνική ωστόσο τω πνεύματι και θίγει με τη ματιά του «ξένου» αλλά και με γνώση του φιλέλληνα τα πρόσωπα και τα προσωπεία της αιώνιας μάχης της μεγαλόθυμης πνευματικής κληρονομιάς με τον άσπλαχνο κοινωνικό διαχωρισμό.

Ο Ντασέν δεν μιμείται ούτε παραφορτώνει με ελληνικές αναφορές. Χρησιμοποιεί τους ντόπιους με μια νεορεαλιστική διάθεση αν και μερικές φορές οργανώνει περίτεχνα σύνθετες σκηνές, χωρίς να καταφεύγει (ίσως γιατί δεν ήξερε πώς) στη μοντέρνα προσέγγιση κινήσεων του αρχαιοελληνικού χορού, όπως ο Κακογιάννης στο Ζορμπά. Προσπαθεί να είναι αυθεντικός και κλιμακώνει τα γεγονότα προς τη μαχητική αντίσταση στη σκλαβιά, τηρώντας την πλοκή, αλλά και ευρύτερα, προς την ψυχική και μαχητική αντίθεση προς τη βία και τις παρενέργειές της. Εξυμνώντας το δρόμο προς την ελευθερία και το πάθος που καταδιώκει τον ανθρώπινο νου, δεν αποφεύγει τον ακαδημαϊσμό στον γενικότερο τόνο, μια τάση που αποδυναμώνει, μαζί με το γαλλισμό σε μερικές ερμηνείες, την πολεμική.

Ίσως αν διατηρούσε τον ιστό της ταινίας σε μια πιο συμπαγή και βραχύτερη μορφή, θα είχε και πιο ευθύβολο κινηματογραφικό στόχο. Εμπότισε με τις αρετές του ένα φιλμ που σέβεται πολύ τη δομή του βιβλίου, αλλά χάνει κάτι από τον αντάρτικο και ανατρεπτικό χαρακτήρα του (φυσικά η ελληνική τηλεοπτική εκδοχή του ευγενούς Βασίλη Γεωργιάδη ξεχείλωσε ακόμη περισσότερο το μυθιστόρημα, αλλά και πάλι καλά να λέμε για ΕΙΡΤ της δεκαετίας του ‘70).

Όσο για τη Μελίνα Μερκούρη, είναι μια χτυπητή αντίθεση στο χωριό και τους κατοίκους του, υφολογικά κυρίως, με την ξανθιά της κόμη να ανεμίζει και τη λυγερή της κορμοστασιά να αναστατώνει, σε μια γκάγκανη, πάμφτωχη Κρήτη. Περισσότερο λειτουργεί ως παρουσία που λυτρώνεται ερμηνευτικά στη σκηνή του θανάτου του ντροπαλού και γενναίου Μανωλιού - εκεί που είναι καλός και ο Βανέκ.