Για να εξαπολύσει την πάμπικρη σάτιρά του για τον υψηλόβαθμο και προβεβλημένο ιστό της αθηναϊκής κοινωνίας, ο Διονύσης Χαριτόπουλος σχημάτισε, με πολλή σκέψη και ανάλογη δειγματοληπτική ψυχρότητα, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σενάριο - μερικές φορές πασχίζοντας να το φέρει βόλτα στην πρώτη του αυτή σκηνοθετική δουλειά. Λέω ψυχρά, γιατί παίρνει πέντε ανθρώπους και τους φέρεται όπως νομίζει πως τους αξίζει, ως τύπους που φέρουν παράνοια, υστερία και εγωπάθεια. Ο Ψυχίατρος (Πάνου), ο Μάνατζερ (Σακελλαρίου), η Σταρ (Αλοιμόνου), ο Πολιτικός (Μπέζος) και η Δημοσιογράφος (Παπούλια) έχουν μια χαλαρή σχέση μεταξύ τους: κουβαλάνε μια συνάφεια παρόμοια με εκείνη της αεράτης συνενοχής των ανθρώπων της ελληνικής τηλεόρασης που χαιρετιούνται -αν και άγνωστοι- στο δρόμο, λες και ανήκουν στη Μεγάλη Σέκτα των Αναγνωρίσιμων.

Περισσότερο από την κοινωνική επαφή, ο Χαριτόπουλος ασχολείται με τη φαυλότητα της ίδιας τους της ύπαρξης, και ο υψηλός τόνος που υιοθετεί δείχνει να επιθυμεί με όλη του την καρδιά να τους ρεζιλέψει στα μάτια των νέων παιδιών που τους θεωρούν πρότυπα. Ενώ ο σεναριογράφος Χαριτόπουλος μοντάρει τις ιστορίες του παράλληλα και εξελικτικά, σκαλίζοντας τους χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης Χαριτόπουλος δεν διαθέτει την εμπειρία του σωστού timing. Αν είχε ανάλογο όραμα και στον ρυθμό της ταινίας (όσο και στις λέξεις), θα απέφευγε τον πλατειασμό κάποιων σκηνών και την άμβλυνση του γενικότερου συνόλου. Για παράδειγμα, στην πιο αβανταδόρικη σεκάνς, αυτή της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης μιας δημοσιογράφου με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά της Έλλης Στάη και μιας ηθοποιού κράμα μεταξύ Άντζελας Δημητρίου, Μιμής Ντενίση και Αλίκης Βουγιουκλάκη, λείπει το νεύρο και χαλάει η κλιμάκωση του επακόλουθου γατοκαυγά. Ο Χαριτόπουλος αξιοποιεί σωστά τα σκηνικά μιας mixed grill Αθήνας, και βγάζει καλές ερμηνείες (έκπληξη η Τζίνα Αλοιμόνου).