Με μια πρωτότυπη έκθεση αρχειακής τέχνης και θεσμικής κριτικής συνεχίζεται το πρόγραμμα του Ενδιάμεσου Χώρου, στο Κεντρικό Κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης.
Η έκθεση, σε επιμέλεια της Ελπινίκης Μεϊντάνη, επιμελήτρια της ΕΠΜΑΣ, παρουσιάζει μια σειρά νέων έργων της εικαστικού Νατάσας Μπιζά, τα οποία αντλούν υλικό από το αρχείο της ΕΠΜΑΣ, αναδεικνύοντας λιγότερο γνωστές ή αθέατες πτυχές της ιστορίας της και των συλλογών της. Μέσα από επιλεγμένα αρχειακά επεισόδια, η καλλιτέχνιδα συνθέτει αφηγήσεις που φωτίζουν λεπτομέρειες και ιστορίες που συχνά παραμένουν στο περιθώριο.
Η έκθεση στοχεύει στην ενεργοποίηση του αρχείου όχι μόνο ως πηγή τεκμηρίωσης, αλλά και ως εργαλείο διαλόγου ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μέσα από σύγχρονες καλλιτεχνικές και επιμελητικές πρακτικές.
Αποτέλεσμα εντατικής έρευνας, η εικαστική εγκατάσταση της καλλιτέχνιδος εκκινεί από την αρχειακή τέχνη και τη μελέτη του υλικού πολιτισμού, τις οποίες προσεγγίζει ως μορφές θεσμικής κριτικής. Η έρευνα αυτή ανέδειξε τρεις θεματικές για την έκθεση: το Κτήριο της Πινακοθήκης, τους Ανθρώπους της, και τις Συλλογές της.
Τη σύνθετη εικαστική πρόταση της δημιουργού συγκροτούν τέσσερα έργα που αξιοποιούν ποικίλα εκφραστικά μέσα: βίντεο, καλλιτεχνικές εκτυπώσεις αρχειακών φωτογραφιών, χαράξεις σε ορείχαλκο, κατασκευές, εγκατάσταση στον χώρο, αναπαραγωγές αρχειακών εγγράφων και καλλιτεχνικό βιβλίο.
Η έκθεση εξερευνά τη φύση του αρχείου, ως ταυτόχρονα τεκμήριο και κατασκευή, θέτοντας στοχαστικά ερωτήματα για τη μνήμη, την ιστορία, την ταυτότητα και τη λήθη.
Το δημόσιο πρόγραμμα της έκθεσης περιλαμβάνει θεματικές ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και έκδοση δίγλωσσου καταλόγου.
Changing Grοunds | Οικόπεδα, διαμερίσματα, μέγαρα, στρατώνες και νεκροταφεία (2025)
Οπτικοακουστική αφήγηση διάρκειας 15’45’’, για τη μακρά διαδρομή προς την εξασφάλιση της μόνιμης έδρας της Εθνικής Πινακοθήκης, από το 1900, όταν ιδρύθηκε, έως το 1970, οπότε εγκαινιάστηκε το κτήριο Α.
Το έναυσμα για την ενασχόληση με την ιστορία στέγασης της Πινακοθήκης αποτέλεσε μια σημείωση του πρώην διευθυντή της, Μαρίνου Καλλιγά, το 1976, στην οποία ανέφερε ότι η διάταξη των ανοιγμάτων των παραθύρων δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί αρχικά, αλλά είχε τροποποιηθεί με απόφαση του διαδόχου του, Ανδρέα Ιωάννου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί από το καθεστώς της δικτατορίας. Η ενδελεχής έρευνα της καλλιτέχνιδας στα πρακτικά συνεδριάσεων των συλλογικών διοικητικών οργάνων του θεσμού και στο φωτογραφικό του αρχείο, η ανεύρεση σχετικού υλικού από τρίτες πηγές, καθώς και οι συνεντεύξεις με πρόσωπα που σχετίζονται με το ζήτημα συνθέτουν το δημιουργικό υλικό αυτής της αφήγησης.
Επιλέγοντας τη φόρμα του οπτικοακουστικού δοκιμίου, η καλλιτέχνιδα παρουσιάζει τις καθοριστικές στιγμές της ιστορίας στέγασης της Πινακοθήκης, αναδεικνύει το ιστορικοπολιτικό τους πλαίσιο και ενσωματώνει ενδόμυχες αυτοβιογραφικές συνδέσεις που σχετίζονται με την αναζήτηση στέγης της Πινακοθήκης.
Από την αφήγηση αναδύονται τρία εκθέματα, τα οποία σημαίνουν το εννοιολογικό νήμα που διατρέχει το έργο: το φως. Τα εκθέματα Κουρτίνα και 15 Νοεμβρίου 1969, Η μέρα που τοποθετήθηκαν οι κουρτίνες προσεγγίζουν το φως τόσο στον χώρο της τέχνης όσο και στο ευρύτερο συγκείμενό της, όχι ως μονοσήμαντη αλλά ως αμφίσημη έννοια. Η καλλιτέχνιδα πραγματεύεται εδώ την έννοια του φωτός στο χωρικό και το θεσμικό πλαίσιο της τέχνης, ως μέσο θέασης και ανάδειξης αλλά και ως εργαλείο ελέγχου και επιτήρησης.
Το έργο Το δέντρο που έπεσε τον χειμώνα του 2006 παρουσιάζει την κάλυψη των παραθύρων του κτηρίου της Πινακοθήκης από ένα δέντρο του κήπου, το οποίο κατέρρευσε ύστερα από σφοδρή κακοκαιρία. Εδώ η καλλιτέχνιδα μας παροτρύνει να επανεξετάσουμε τις παραδεδομένες έννοιες του φωτός και να αναλογιστούμε πιο ανατρεπτικές και αναπάντεχες εκδοχές του, όπως αυτές εγγράφονται στην καθημερινή εμπειρία.
Άνθρωποι
Το έργο Κοπή βασιλόπιτας (2025) διαρθρώνεται από δεκαέξι μέρη βασισμένα σε επεξεργασμένες αρχειακές φωτογραφίες της Εθνικής Πινακοθήκης, οι οποίες αποτυπώνουν στιγμιότυπα από την εκδήλωση της κοπής βασιλόπιτας των εργαζομένων το 1991.
Η καλλιτέχνιδα μεταπλάθει τις ρεαλιστικές αναπαραστάσεις του αρχειακού υλικού σε αφηρημένες και συμβολικές εικόνες, με αισθητική αξία, αφιερωμένες τόσο στους ανθρώπους που εργάζονται στην Πινακοθήκη όσο και στο ευρύτερο πεδίο της τέχνης.
Η φόρμα του έργου ̶ χαράξεις σε ορείχαλκο ̶ ενεργοποιεί ένα πλέγμα συνειρμών. Αφενός, υποδηλώνεται η άμεση σύνδεση της φέρουσας επιφάνειας του ορείχαλκου με το φλουρί της βασιλόπιτας. Αφετέρου, τονίζεται η οργανική σχέση με το φως: το έργο δημιουργήθηκε μέσω χαράξεων στο μέταλλο με τεχνολογία ακτίνων φωτός (laser), ενώ η εμπειρία της θέασης και πρόσληψης του έργου μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τη θέση του θεατή. Ανάλογα με την οπτική γωνία και τη γωνία πρόσπτωσης του φωτός, το έργο προσφέρει ένα παιχνίδι ανάμεσα στο ορατό και το «αόρατο»: περιοχές αποκρύπτονται, εμφανίζονται μόνο ως αφηρημένες μορφές, ενώ άλλες αποκαλύπτονται, φέρνοντας στην επιφάνεια κομμάτια της πραγματικότητας. Ένα παιχνίδι που δεν θεματοποιεί μόνο ζητήματα πρόσληψης της τέχνης, αλλά κυρίως γίνεται αφορμή για στοχασμό πάνω στην ορατότητα όσων εργάζονται στους θεσμούς της τέχνης αλλά και στη μεταβλητότητα αυτής της ορατότητας, ανάλογα με το βλέμμα που την αναζητά.
Συλλογές
Η οπτικοακουστική αφήγηση Εθνική Καρτερία | Η Βάση, διάρκειας 12’:56’’, εκφωνημένη από την ίδια την καλλιτέχνιδα, αποτελεί ένα από τα έργα του θεματικού άξονα Συλλογές.
Αξιοποιώντας υλικό από το αρχείο του γλύπτη Χρήστου Καπράλου, η καλλιτέχνιδα αφηγείται την ιστορία του γλυπτού Εθνική Καρτερία, του οποίου γύψινο εκμαγείο ανήκει στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Η αφήγηση εκτείνεται από την ανάθεση του έργου το 1952 από τη Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου ̶ με σκοπό την τοποθέτησή του σε κεντρική πλατεία της Ρόδου, στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάδειξης της ελληνικής ταυτότητας των νησιών μετά την πρόσφατη ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα ̶ έως τη δημιουργία και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, τις έντονες αντιδράσεις που οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από την αρχική τιμητική θέση, καθώς και τη μεταγενέστερη πορεία τόσο του γλυπτού όσο και της βάσης του.
Η αφήγηση, μεταξύ άλλων, μας αποκαλύπτει και την πρόσφατη ανακάλυψη της καλλιτέχνιδας ότι η αρχική μαρμάρινη βάση του γλυπτού, σχέδιο του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη, βρίσκεται στην ίδια θέση από το 1952. Αν και παραμένει «αόρατη», καθώς δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, εξακολουθεί να είναι ενεργή, συμμετέχοντας διακριτικά στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ρόδου.
Το γεγονός αυτό ενέχει έναν ουσιαστικό συμβολισμό: μέσα από μια απρόβλεπτη τροπή της ιστορίας και της ανθρώπινης εμπειρίας, το μνημείο, τελικά, συνιστά ζωτικό στοιχείο της πόλης, διατηρώντας την παρουσία του στην αρχικά προκαθορισμένη τοποθεσία μέσω της βάσης του. Με ανάλογο τρόπο, στο πλαίσιο της έκθεσης, η καθιερωμένη έννοια της βάσης ανασυστήνεται με την παρουσία και την ένταξη της κατασκευής Η Βάση στην εμπειρία του επισκέπτη, μέσω της χρήσης της κατά την περιήγησή του.
Τα ζητήματα τα οποία θίγει το έργο αφορούν το περιεχόμενο, τις μεταξύ τους δυναμικές και την καλλιτεχνική αναπαράσταση θεματικών όπως το φύλο, η ιδεολογία, η εθνική ταυτότητα, το ηρωικό, η μνημοσύνη και το συλλογικό φαντασιακό, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα.
Το καλλιτεχνικό βιβλίο Weisskrankeit - Η ασθένεια του φωτός αποτελεί ένα από τα δυο έργα του θεματικού άξονα Συλλογές. Εστιάζει στην Εαρινή Συμφωνία του Νικολάου Γύζη, ένα ζωγραφικό έργο του 19ου αιώνα από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, το οποίο δώρισε ο Αντώνιος Μπενάκης το 1928. Η καλλιτέχνιδα, μέσα από διεξοδική μελέτη του αρχειακού φακέλου απόκτησης του έργου, και συγκεκριμένα της αλληλογραφίας του Μπενάκη (από το 1922 έως το 1926), συνθέτει μια εικαστική αφήγηση ενός επεισοδίου φθοράς και διαχείρισης του έργου.
Ο Μπενάκης αγόρασε το έργο από έναν Ελβετό έμπορο τέχνης, ο οποίος το είχε αποκτήσει από την Πινακοθήκη του Μονάχου. Κατά την παραλαβή, διαπίστωσε ότι η εικόνα του ήταν διαφορετική από εκείνη που γνώριζε. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους της Πινακοθήκης του Μονάχου, η αλλοίωση οφειλόταν στην weisskrankeit, ή γνωστή ως η «ασθένεια του λευκού», η οποία προκαλείται από τη χρήση του λευκού χρώματος μολύβδου σε εξωτερικό χώρο· μια επιλογή του Γύζη για την απόδοση της φωτεινότητας της σκηνής.
Η καλλιτέχνιδα επιλέγει και παραθέτει αποσπάσματα και χαρακτηριστικές φράσεις από τη συγκεκριμένη αλληλογραφία, τα οποία αποτελούν ανοιχτά ερωτήματα πάνω σε ζητήματα λειτουργίας των θεσμών, φθοράς, αποτίμησης και απαξίωσης, προέλευσης, καθώς και της ίδιας της έννοιας της διαχρονικότητας στην τέχνη και τη ζωή.
Εγκαίνια: Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025, 19:00
Διάρκεια: 12 Νοεμβρίου 2025 – 30 Σεπτεμβρίου 2026
Αίθουσα: Κεντρικό κτήριο ΕΠΜΑΣ


- Facebook
- Twitter
- E-mail
0