Η ερωτική αλληλογραφία του ζωγράφου Γκυστάβ Κουρμπέ με τη Ματθίλδη ντε Σβαζεμά
Gustave Courbet | Correspondance avec Mathilde. Επιμέλεια των Ludovic Carrez, Pierre-Emmanuel Guilleray, Bérénice Hartwig και Laurence Madeline. Πρόλογος της Petra Chu. Gallimard, 366 σελ., 22 €
Πιασμένος στο δίχτυ
Dominique de Font-Réaulx
Ιστορικός τέχνης, γενική έφορος πολιτιστικής κληρονομιάς με ειδίκευση στη φωτογραφία και τον 19ο αιώνα.
En attendant Nadeau - 5 Ιουλίου 2025 - Τεύχος 224
Υπό τον τίτλο Correspondance avec Mathilde (Αλληλογραφία με τη Ματθίλδη), δημοσιεύονται οι ανέκδοτες μέχρι σήμερα επιστολές που αντάλλαξε ο Γκυστάβ Κουρμπέ με την τυχοδιώκτρια Ματθίλδη ντε Σβαζεμά, οι οποίες ξαναβρέθηκαν το 2023. Για να διαβάσουμε σωστά αυτόν τον τόμο, χρειαζόμαστε την απόσταση που μας παρέχει η βαθιά γνώση του έργου του ζωγράφου.
Η ιστορία αρχίζει σαν όνειρο για έφορο πολιτιστικής κληρονομιάς. Τον Νοέμβριο του 2023, στη σοφίτα της δημοτικής βιβλιοθήκης της Μπεζανσόν βρέθηκε μια παρτίδα ανέκδοτων μέχρι τότε επιστολών. Οι επιστολογράφοι ήταν η Ματθίλδη ντε Σβαζεμά και ο, απείρως διασημότερος, ζωγράφος Γκυστάβ Κουρμπέ, του οποίου το τεράστιο ταλέντο και η σύνθετη προσωπικότητα, βροντώδη και κρυφή συγχρόνως, δεν παύουν να γοητεύουν και να αναλύονται. Το περιεχόμενο των επιστολών τους με αδιαμφισβήτητο σεξουαλικό χαρακτήρα, είναι εξαιρετικά ωμό. Ωστόσο, τα λόγια τους δεν υφαίνουν ευτυχισμένους έρωτες. Η Ματθίλδη είναι μια τυχοδιώκτρια που κυνηγά διασημότητες. Ο Γκυστάβ είναι αδύναμος και άρρωστος, λαβωμένος από τη φυλάκισή του μετά την Κομμούνα και τον εξοστρακισμό του από τον κόσμο της τέχνης. Δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Η Ματθίλδη ντε Σβαζεμά ήταν εκείνη που ήρθε σε επαφή με τον Γκυστάβ Κουρμπέ τον Νοέμβριο του 1872. Ο ζωγράφος είχε αφήσει το Παρίσι για να πάει στη γενέτειρά του, τη Φρανς-Κοντέ. 'Εχοντας συλληφθεί τον Ιούνιο του 1871 για τη συμμετοχή του στην Κομμούνα και την υποτιθέμενη ευθύνη του για το γκρέμισμα της στήλης της πλατείας Βαντόμ, φυλακίστηκε στις Βερσαλλίες και στη συνέχεια στο Παρίσι. Του επετράπη να βγει από τη φυλακή της Αγίας Πελαγίας στις αρχές του 1872 για λόγους υγείας· χειρουργήθηκε και ανάρρωσε στην κλινική του γιατρού Ντυβάλ, αλλά παρέμεινε φυλακισμένος. Αντιμετώπιζε ήδη τον κίνδυνο μιας βαρύτερης ποινής, αν κρινόταν ένοχος για την καταστροφή του ναπολεόντειου μνημείου. Εκτός από τα δεινά της φυλακής, περιθωριοποιήθηκε κι από τον καλλιτεχνικό κόσμο. Το πλήγμα που υπέστη ο άνθρωπος που, από το Σαλόνι του 1850-1851 και μετά, είχε καταφέρει να προσελκύσει την προσοχή όλων, με μια πολύ καλά ελεγχόμενη αίσθηση του σκανδάλου, ήταν τεράστιο. Επέστρεψε στο Ορνάν τον Ιούνιο του 1872. Κοντά στους δικούς του, στη μικρή πόλη όπου γεννήθηκε, σε εκείνο το άγριο και συνάμα οικείο τοπίο, όπου γνώριζε κάθε μονοπάτι και ρυάκι που είχε ζωγραφίσει με εξαιρετικό ταλέντο, ο Κουρμπέ ανέκαμψε σταδιακά. Χωρίς να γιατρευτεί, ούτε ηθικά ούτε σωματικά. Εξακολουθούσε να απειλείται από τον νόμο και είχε ελάχιστους υποστηρικτές, με εξαίρεση τον πιστό Jules Castagnary και τον έμπορο τέχνης Paul Durand-Ruel, ο οποίος εξέθετε και πωλούσε τους πίνακές του στο Παρίσι.
Ο Κουρμπέ παραπονιέται ότι δεν καταφέρνει να ζωγραφίζει όσο θα ήθελε, όσο θα έπρεπε Το καλοκαίρι του 1872, ωστόσο, δημιούργησε έναν από τους πιο δυνατούς και συγκινητικούς του πίνακες. Απεικονίζει μια πέστροφα στον ποταμό Loue (το έργο βρίσκεται στην Kunsthalle της Ζυρίχης). Η σύνθεση, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ζώο που ξεψυχά, παγιδευμένο από το αγκίστρι, με τα βράγχια του να αιμορραγούν, δίνει στο ψάρι ένα επιβλητικό μέγεθος. Όπως παρατήρησε κάποτε ο ιστορικός τέχνης Charles Sterling, η πέστροφα του Courbet είναι "ένα τρομερό ψάρι, με πέτρινα λέπια, [που] μοιάζει να αναπαύεται στον πυθμένα των παρθένων νερών των προϊστορικών χρόνων". Αυτή η νεκρή φύση είναι και μια αυτοπροσωπογραφία. Δίπλα στην υπογραφή του, με κόκκινο του αίματος, ο Courbet έχει γράψει: In vinculis faciebat ("φτιαγμένο μέσα σε δεσμούς"). Αυτή η αδυναμία του παγιδευμένου ζώου είναι και δική του.
Η Ματθίλδη Κάρλυ ντε Σβαζεμά γράφει λοιπόν σε αυτόν τον βασανισμένο άνθρωπο στις 21 Νοεμβρίου 1872. Είναι πιθανό να του έγραψε νωρίτερα, ήδη από τον Οκτώβριο του 1872, καθώς η αλληλογραφία του ζωγράφου, που επιμελήθηκε η Petra Ten-Doesschate Chu (Flammarion, 1996), αναφέρει μια επιστολή με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 1872 προς μια κυρία που του απευθύνθηκε. Το πρώτο γράμμα της νεαρής γυναίκας, που βρέθηκε πρόσφατα στην Μπεζανσόν, είναι πολύ επίσημο· για να τον συγκινήσει, αναφέρεται στην κοινή τραγική τους μοίρα. Δεν γνωρίζουμε γιατί η Ματθίλδη επέλεξε ειδικά τον Κουρμπέ για την ιδιοτελή αποπλάνησή της. Θα μπορούσαν να είναι αποδέκτριες των επιστολών της και άλλες προσωπικότητες. Στις επόμενες επιστολές, αναφέρει τις οικονομικές και συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Από τα τέλη Νοεμβρίου του 1872, αναμφίβολα μετά από προτροπή του Κουρμπέ, πολλές από τις επιστολές του οποίου λείπουν από τη δημοσιευμένη σειρά, περιγράφει την εμφάνισή της, και με πολύ έκδηλο μεταξύ άλλων τρόπο. Από απόσταση, διεκδικούσε τον ρόλο του μοντέλου και της μούσας για τον ζωγράφο. Η επιμονή με την οποία του έγραφε (περισσότερες από εκατόν είκοσι επιστολές σε διάστημα λίγων μηνών), ζητώντας του να τη λυπηθεί και εκφράζοντας ταυτόχρονα τον θαυμασμό της για τον άνδρα στον οποίο έγραφε, η αυξανόμενη άνεσή της, όλα δείχνουν ότι, στις επιστολές που λείπουν, ο Γκυστάβ Κουρμπέ της έγραφε με μεγάλη ελευθερία λόγου και σκέψης.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1872, της γράφει: "Λατρεμένο μου μικρό ξωτικό, φλογερό μικρό μου δαίμονα! Προλαβαίνεις τις προσδοκίες μου. [...] και μπορούσα να δω τον πούτσο μου να γλιστράει ανάμεσα σε αυτά τα δύο όμορφα δροσερά λευκά οπίσθια, μπορούσα να δω αυτόν τον όμορφο κώλο, αυτούς τους φαρδείς γοφούς, αυτή την τόσο λεπτή μέση που κρατούσα ανάμεσα στα χέρια μου". Οι ανταλλαγές τους περιστρέφονται γύρω από το μέγεθος του φύλου της κυρίας, το "μεγάλο μουνί της αγαπημένης μου", που ο ζωγράφος ζήτησε από τη Ματθίλδη να μετρήσει και να σκιαγραφήσει, όπως και έκανε. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1872 και στις αρχές Ιανουαρίου του 1873, ο Courbet γίνεται πιο απόμακρος, επικαλούμενος ένα ιδεώδες της γυναικείας σκέψης που του είναι ξένο και με το οποίο δεν ήθελε να δεσμευτεί. Επικαλέστηκε επίσης την ανάγκη να φροντίσει τους οικείους του. Η περίοδος που ακολούθησε, από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 1873, τον δείχνει σαν έναν άνθρωπο με μοναδικό, μανιακό επιστολικό θάρρος. "Αγαπητή Ματθίλδη, όμορφο μεγάλο μουνί μου, γλυκιά και ευαίσθητη πόρνη μου, με πόση ανείπωτη ευτυχία θα σε γαμάω όταν θα σε κρατώ στην αγκαλιά μου [...] Ω! Πόρνη, πόσο λάγνα, πόσο παθιασμένη, πόσο σπέρμα θα αντλήσει η τέχνη σου από το σώμα μου για να το κάνει να περάσει στο δικό σου" (επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 1873).
Το μέγεθος του μόριού του - μνημειώδης εμμονή σε κάποιον που καλείται να πληρώσει για την αναστήλωση μιας μπρούτζινης κολόνας-, η αφθονία του σπέρματός του - δημιουργική δύναμη που φαίνεται να υπερβαίνει τη δημιουργική αδυναμία του ζωγράφου - βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των επιστολών του. Ο Γκυστάβ είναι στη σκέψη του, στα λόγια που στέλνει στη Ματθίλδη, δυνατός, εύρωστος, ακούραστος, γόνιμος. Στις πιο ξέφρενες φαντασιώσεις του, ωστόσο, παραμένει διαυγής. Τον Φεβρουάριο του 1873 γράφει στην πιστή του φίλη Lydie Joliclerc: "Αγαπώ πάντα και όλο και περισσότερο τις κυρίες, αλλά κυρίως ιδεατά και με τη φαντασία, όπως έκανα πάντα, αλλά τώρα σκέφτομαι και εξ ανάγκης. Παρ' όλα αυτά, μου αρέσει πάντα να τις φιλάω, να τους λέω πράγματα που τις ευχαριστούν, κάτι που δεν είναι πολύ μεμπτό. Μου φαίνεται ότι θα μπορούσαν σήμερα να μου εμπιστευτούν μία νοσοκόμα". (Αλληλογραφία του Κουρμπέ, Flammarion, σ. 434)
Φλογερός εραστής πάνω στο χαρτί, ο Κουρμπέ παραμένει ωστόσο, και πάνω απ' όλα, ζωγράφος. Θα ήθελε να έρθει η Ματθίλδη και να ποζάρει γι' αυτόν, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε παραγγελίες, κυρίως του Édouard Pasteur· λέει πως ονειρεύεται να βλέπει την ανταποκρίτριά του να αφήνεται στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, αναπαριστώντας έτσι κάποιους από τους προγενέστερους πίνακές του, όπως το πολύ αισθησιακό Sommeil ('Υπνος) του 1866, που φυλάσσεται στο Παρίσι στο Petit-Palais. Η γυναίκα στην οποία τα γράφει, και την οποία δεν γνωρίζει, φαίνεται λιγότερο παρούσα από την ανάμνηση του πιο τολμηρού από τα έργα του, το οποίο, στην επιστολή του της 9ης Ιανουαρίου 1873, επικαλύπτει το όραμα της Ματθίλδης: "Θα το φτιάξουμε [το μουνί της Ματθίλδης] ανοιχτό ή κλειστό, με την παραμικρή λεπτομέρεια, θα φτιάξουμε το χρυσαφένιο λοφίσκο του με τα μπουκλάκια του, τις τρίχες που ξεφεύγουν, τους όμορφους μηρούς εκεί όπου χωρίζουν, τη λευκή, στρογγυλή κοιλιά σου, σε όλους τους ζεστούς, ρόδινους, πορφυρούς, οπάλ τόνους, σε όλες τις αποχρώσεις που του χαρίζουν την ηδονή και τον εμπνέουν." Αυτή είναι μια από τις πιο όμορφες περιγραφές του Κουρμπέ για την Καταγωγή του Κόσμου, που ζωγράφισε το 1866 για τον Χαλίλ Μπέη, ένα έργο που παρέμεινε κρυφό και ως εκ τούτου ήταν άγνωστο στη συνομιλήτριά του.
Δεν ετίθετο ζήτημα δημοσίευσης αυτών των επιστολών, που ανταλλάχθηκαν από τον Νοέμβριο του1872 εώς και τις αρχές Μαΐου του 1873. Είναι, βέβαια, ευπρόσδεκτη το 2025, και τροφοδοτεί τις γνώσεις μας για τον καλλιτέχνη κατά την ελάχιστα αυτή μελετημένη περίοδο μεταξύ της αποφυλάκισής του και της εξορίας του στην Ελβετία. Ο συγκεκριμένος τρόπος, αναμφίβολα λίγο βιαστικός, θα μπορούσε να επιφέρει κάποιες ενστάσεις. Βασισμένη αποκλειστικά στην ανακάλυψη της Μπεζανσόν, η παρούσα έκδοση δεν περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις άλλες γνωστές επιστολές της Ματθίλδης ντε Σβαζεμά (Courbet en privé. Correspondance de Gustave Courbet dans les collections de l'Institut Gustave Courbet, πρόλογος της Petra Ten Dopesschate Chu, Association des amis de Courbet et du Musée, 2019). Επιπλέον, δεν τοποθετεί την ανταλλαγή αυτή στο πλαίσιο της γενικής αλληλογραφίας του ζωγράφου. Δυστυχώς, η παρούσα έκδοση παραβλέπει τις πρόσφατες εργασίες που είναι αφιερωμένες στην ανάλυση της προσωπικότητας του Κουρμπέ, ιδίως τα πρακτικά του συμποσίου Transferts de Courbet, το οποίο, υπό τη διεύθυνση του Yves Sarfati (Presses du réel, 2013), κατέδειξε τη σημασία της εναλλαγής μανιακών (με έμφαση στο σεξ) και καταθλιπτικών (και υποτονικών) φάσεων στον ψυχισμό του ζωγράφου. Αποσιωπά αυτά που γνώριζαν οι άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά στον Κουρμπέ σε αυτήν την περιπέτεια. Ο Émile Gros-Kost της αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο έργο του Souvenirs intimes de Courbet, που εκδόθηκε το 1880.
Οι επιστολές αυτές δεν δημοσιεύτηκαν όχι τόσο από σεμνοτυφία, όσο για να αποφευχθούν τα χειρότερα, πριν χαθούν στα βάθη της βιβλιοθήκης της Μπεζανσόν. Ενώ ο Κουρμπέ διώκεται από το γαλλικό κράτος και αναγκάζεται να εξοριστεί στην Ελβετία το καλοκαίρι του 1873, η αποκάλυψη των επιστολών που αντάλλαξε με την πονηρή Ματθίλδη, η οποία εκβίαζε τον ζωγράφο με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ήδη από τον Μάιο του 1873, θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον άνθρωπο που όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να δουν να καταστρέφεται. Πόσο μάλλον που ο απερίσκεπτος ζωγράφος, παρασυρμένος από τη ζάλη του ακατάσχετου σεξουαλικού του παραληρήματος, είχε φτάσει να εξομολογηθεί τις περιπέτειές του στο Saintonge με μια πολύ νεαρή κοπέλα (γεγονός που δεν έχει αποδειχθεί) ή τις βραδιές ακολασίας του με παριζιάνους φοιτητές.
'Ετσι όπως παρουσιάζεται, η δημοσίευση αυτών των επιστολών υποβαθμίζει την ιστορία αυτής της έξυπνης παγίδας σε μια (ψεύτικη) ερωτική σχέση και αυτή την ανταλλαγή επιστολών στην πιο κοινότυπη πορνογραφία. Τόσο ο τίτλος του βιβλίου όσο και η απόδοσή του προδίδουν τη συναισθηματική, ευχάριστη οπτική που οι εκδότες του θέλησαν να του προσδώσουν. Η Αλληλογραφία με τη Ματθίλδη υποδηλώνει μια οικειότητα που δεν υπήρξε μεταξύ του ζωγράφου και της τυχοδιώκτριας. Η αναφορά του Γκυστάβ Κουρμπέ ως μοναδικού συγγραφέα παρακάμπτει τον ρόλο και το ταλέντο της Ματθίλδης Κάρλυ ντε Σβαζεμά, μιας επιδέξιας δολοπλόκου και προικισμένης επιστολογράφου, ικανής να ξυπνήσει την σβησμένη επιθυμία ενός πληγωμένου άνδρα και να τη μετουσιώσει σε λέξεις. Θα της άξιζαν τα εύσημα και η αναγνώριση της συν-συγγραφής. Όπως επισημαίνει η Laurence Madeline, η ιστορία αυτής της νεαρής γυναίκας, η οποία εν μέρει εξαναγκάστηκε στην απάτη και τη χειραγώγηση λόγω της έλλειψης χρημάτων και της κοινωνικής εγκατάλειψης, φανερώνει την ευθραυστότητα της γυναικείας κατάστασης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η παγίδα που είχε στήσει έκλεισε πάνω της, καθώς στη συνέχεια συνελήφθη και φυλακίστηκε. Γεγονός παραμένει ότι ανοίγονται νέες πηγές για ανανεωμένες μελέτες του Γκυστάβ Κουρμπέ, του ανθρώπου και του καλλιτέχνη, όπως και της κοινωνίας της εποχής του. Αυτό μας χαροποιεί.