Έχω καταλάβει αυτά τα 46 χρόνια που περίπου περπατάω στη γη ότι οι άνθρωποι είμαστε μια ζωή μέσα στα διλήμματα. Διλήμματα απλά, σύνθετα, ερωτικά, γαστρονομικά, που δεν παύουν όμως να διαλύουν κυρίως την καρδιά μας!
Σας αναφέρω κάποια δικά μου και φίλων μου: να προλάβω το λεωφορείο τρέχοντας και να της πω «σ’ αγαπώ» ή να καθίσω να το κοιτάζω; Να περάσω στο πανεπιστήμιο ή να μάθω μια τέχνη; Να φύγω από το σπίτι των γονιών μου και να γίνω ανεξάρτητος ή να μου μαγειρεύει η μανούλα κάθε Κυριακή κοτόπουλο με ρύζι; Να παντρευτώ ή να γίνω ο θείος που στα τραπέζια μιλάει για τις ατέρμονες κατακτήσεις του; Να γίνω ένα καπιταλιστικό κάθαρμα ή ένας φλογερός επαναστάτης; Να βγάζω λεφτά και να πατάω επί πτωμάτων ή να βγάζω λιγότερα και να γλείφω ανόητους; Να κάνω παιδιά για να μου αλαφρύνουν οι αμαρτίες μου ή να γίνω γατομπαμπάς; Να γίνω λογιστής ή άτυχος άνεργος οραματιστής;
Δεν αναφέρω τα μη ρεαλιστικά διλήμματα που μπορεί να σε προβλημάτιζαν κάπου στα 17. Το δικό μου, όταν ήμουν έφηβος, ήταν αν θα γινόμουν ένας διορατικός σκηνοθέτης ή τενόρος.
Την ημέρα που αποφάσισα να γράφω για φαγητό μού δημιουργήθηκαν νέα διλήμματα ‒ όχι πως είχα λύσει τα προηγούμενα. Γαλακτομπούρεκο ή μπακλαβάς; Σουβλάκι με πατάτες ή σκέτο; Λέγεται σουβλάκι ή σάντουιτς; Κατσικάκι ή αρνί;
Αν επέλεγα να γίνω σκηνοθέτης εδώ, στην Ελλάδα, άντε να έκανα καμιά τηλεοπτική διαφήμιση και είναι σίγουρο με μαθηματική ακρίβεια ότι θα κατέληγα βιντεογράφος ινφλουένσερ και ότι κάθε εβδομάδα θα έκανα γύρισμα για το καλύτερο μπέργκερ που έφαγα στην Αθήνα.
Σκέφτομαι τι λάθος κάνω και με τόσα γαμάτα μπέργκερ που υπάρχουν στην πόλη, εγώ έχω φάει μόνο τέσσερα ‒ το ένα ήταν στο Gastone, που έκλεισε!
Την ημέρα που αποφάσισα να γράφω για φαγητό μού δημιουργήθηκαν νέα διλήμματα ‒ όχι πως είχα λύσει τα προηγούμενα. Φορτίο η ζωή και τα διλήμματα, έλεγε η συγχωρεμένη γιαγιά μου.
Γαλακτομπούρεκο ή μπακλαβάς; Σουβλάκι με πατάτες ή σκέτο; Λέγεται σουβλάκι ή σάντουιτς; Κατσικάκι ή αρνί; Καρμπονάρα Αθηνών της θείας Φώφης ή καρμπονάρα της Ρώμης; Μακαρόνια ή πατάτες τηγανητές; Οι καριόκες φτιάχνονται από μπαγιάτικα γλυκά ή κανονικά, από την αρχή; Εστιατόρια που σου πιάνουν χωρίς λόγο ξέρετε τι ή εστιατόρια που λένε ότι δεν σου πιάνουν ξέρετε τι, αλλά σ’ το πιάνουν; Τα σουτζουκάκια είναι με κόκκινη σάλτσα ή ψητά; Καναδέζικη η ναπολιτάνικη πίτσα;
Σήμερα λέω δημόσια ότι τέλος τα διλήμματα, τέλος οι αστικοί μύθοι. Η ζωή είναι μικρή και δεν θα υποβάλω άλλο τον εαυτό μου σε αυτήν τη διαδικασία.
Τακτοποίησα και τα επιθανάτια διλήμματα, βασικά έγραψα τις επιθυμίες που έχω για να ξέρουν τι θα κάνουν όταν φύγω από αυτόν τον μάταιο κόσμο ο γιος μου, η γυναίκα και οι γάτες μου. Σκέφτηκα ότι ωραίο θα ήταν να προσφέρουν σε όσους έρθουν να δακρύσουν για μένα μια καριόκα γι’ αρχή, για πρώτο πιάτο ένα γεύμα ζυμαρικά αλά βόνγκολε και μετά να έχουν μπουφέ με αρνί με πατάτες, σουτζουκάκια ‒τα ψητά όμως‒, κεφτεδάκια, λαχανοντολμάδες, κοτόπουλο με ρύζι, καναδέζικη πίτσα και γαλακτομπούρεκο.
Έπαιρνα παλιά από την αγορά Μοδιάνο κάτι καριόκες εξαιρετικές ‒ καμιά πενηνταριά για να τρώω μία κάθε μέρα επί πενήντα ημέρες. Στο τέλος έτρωγα μια κάθε ώρα και τελείωναν σε πενήντα ώρες. Είναι φανταστικό γλυκό, παθαίνω αμόκ, δεν μπορώ να κάνω κράτει.
Θα ήθελα να είχα ένα τεράστιο γραφείο, όχι επαγγελματικό, κι εκεί να είχα μια φοντανιέρα με καριόκες και να έκανα άσκοπα ραντεβού κάθε δίωρο. Και να μου λένε οι επισκέπτες που θα έρχονται στο γραφείο άνευ λόγου «α, κύριε Ρεμί, τι ωραίες καριόκες μάς προσφέρετε», να χαμογελώ και να τους απαντώ ότι τις έφερα από την Ξάνθη, τον τόπο όπου γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις, ο μαέστρος που δημιούργησε τον δεύτερο καλύτερο δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας.
Να βάζεις στο YouΤube ‒γιατί στο πικάπ μού χάλασε η βελόνα και βαριέμαι να την αλλάξω‒ τον «Μεγάλο Ερωτικό» ‒Μάνος, Φλέρυ Νταντωνάκη‒, να δακρύζεις με τους στίχους «σ’ αγαπώ, δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω, πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο» και να τρως μια καριόκα που να σε ταξιδεύει στις μέρες που ο Μάνος κάπνιζε κι έφτιαχνε μελωδίες στο πιάνο! Λες να πρόσφερε κι εκείνος καριόκες στους τραγουδιστές του;
Επίσης, κατέληξα ότι λατρεύω τα ζυμαρικά με θησαυρούς της θάλασσας. Θα φωνάξουν πολλοί ότι το ζυμαρικό αλλοιώνει τον χαρακτήρα του ψαριού και τι σόι ειδικός το παίζεις όταν αγαπάς κάτι τέτοιο. Θα φωνάξουν, επίσης, ότι το ψάρι πρέπει να τρώγεται μόνο με λίγο λάδι, αλάτι και πιπέρι και ο αστακός με λίγο βούτυρο.
Έτσι σκέτους αστακούς έτρωγαν μια κυρία κι ένας κύριος ένα καλοκαίρι πριν από τριάντα πέντε χρόνια σε μια ψαροταβέρνα στην Κάλυμνο, όταν οι υπόλοιποι έτρωγαν αστακομακαρονάδες. Βασικά, τι αστακομακαρονάδα θα φάτε όταν είστε πέντε άτομα; Ζυμαρικά θα φάτε, με εσάνς αστακού. Εγώ, πάντως, έβαζα και τυρί από πάνω και ήμουν διπλά χαρούμενος. Ο Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι ένα μεσημέρι στο εστιατόριό του μου είχε πει να μη βάζω τυρί στα ζυμαρικά. «Τα διαλύεις» μου έλεγε, αλλά δεν τον άκουσα ποτέ. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ εκείνο το μεσημέρι το ανοιξιάτικο που ήμασταν για ώρες εγώ, η Λου, ο Δαμιανός και ο τρελο-ιταλός.
Μια κουταλιά τυρί πάνω σε ζυμαρικά με θαλασσινά είναι η μικρή μου επανάσταση, μια σύνδεση που θέλω να υπάρχει και να μου θυμίζει ότι τις ημέρες της αφθονίας εγώ αγάπησα ένα λάθος πιάτο. Τελικά, τα διλήμματα έχουν άμεση σχέση με την καταγωγή μας.
Ένα βράδυ με κάλεσαν στο Moo Casa και φέρανε αστακούς με βούτυρο και αστακό Θερμιδώρ, αλλά εγώ ξετρελάθηκα με τα mac‘n’cheese που είχαν λίγο αστακό μέσα. Μια έπαιρνα μπουκιά από τον Θερμιδώρ, μια από τα mac‘n’cheese. Στην αρχή το έκανα κρυφά, μετά πιο φανερά. Ευτυχία!
Έχω λατρέψει πολλές μακαρονάδες με θαλασσινά. Την ιεροσυλία με καρμπονάρα καβούρι που κάνει η Μάγκυ Ταμπακάκη στο Μερκάτο, το γιουβέτσι με καβουρόψιχα από την Ταβέρνα της Ερμού ‒ θα ήθελα εδώ να αναφέρω ότι το καβούρι δεν με τρελαίνει σκέτο και ότι όταν πηγαίνω στα Καβουράκια τρώω τον επικό τηγανητό μπακαλιάρο τους και όχι αυτό για το οποίο φημίζονται.
Λατρεύω την απλοϊκή με όστρακα του Κώστα Παππά στον Παπαϊωάννου, το κάτι σαν cacio e pepe με ταρτάρ γαρίδας από τα Τρία Γουρουνάκια στη Θεσσαλονίκη, αγαπώ το πάκερι με το ψάρι που κάνει ο Μάτσας στη Striggla, το τορτέλι με τον αστακό του Osteria Mamma, τη φανταστική σαβόρο του Ovio. Μια ιδιαίτερη αναφορά θα κάνω στη spaghetti alle vongole γιατί είναι η πιο απλή του κόσμου: λάδι, σκόρδο, βούτυρο και vongole ή όστρακα! Την πρωτοέφαγα στο Nanninella του Μαρτσέλο στην Αγία Παρασκευή και πρόσθετα και μια κουταλιά παρμεζάνα, φέρνοντας σε απόγνωση τον Ναπολιτάνο. Λατρεύω αυτή στο Ιώδιο γιατί έχει φανταστικό ζωμό, και λατρεύω και του μπαμπά μου!
Τώρα που το σκέφτομαι, αγαπώ να τρώω μακαρονάδες με θαλασσινά σε μέρη που δεν βλέπεις θάλασσα. Λατρεύω και τη μακαρονάδα με μελάνι σουπιάς του Λάκη στην πλατεία Βικτωρίας και μετά να περπατάω λίγο πριν δύσει ο ήλιος στην Πατησίων, στο ύψος του Πολυτεχνείου, και να φαντάζομαι ότι εκεί υπάρχει μια μπάντα που παιανίζει το «Διώξε τη λύπη παλικάρι», ενώ εγώ μπαίνω σε ένα διαστημόπλοιο και απογειώνομαι από την Πατησίων, περνάω πάνω από την Ακρόπολη και πηγαίνω ταξίδι στο φεγγάρι με μόνη συντροφιά τις πενήντα καριόκες που έχω από την Ξάνθη, μία για κάθε αστροημέρα που θα βρίσκομαι σε τροχιά!