ΑΠΕΡΓΙΑ ΓΣΕΕ

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
Ο Vincent Theunissen και η Θάλεια Παρασκευά, ιδιοκτήτες του Rizom. Φωτ.: Κατερίνα Παρασκευά

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις

0

Ένα new age φυτοπωλείο - γκαλερί

Ένας νέος χώρος τέχνης, αυτό ήταν το σχέδιο του Ολλανδού Vincent Theunissen όταν μετακόμισε στην Αθήνα μισό χρόνο πριν εμφανιστεί η πανδημία, μερικούς μήνες πριν επιστρέψει εδώ και η Θάλεια Παρασκευά, με την οποία πρωτοσυναντήθηκαν στο Βερολίνο, ενώ εργάζονταν για ένα art project space. Μέχρι εκείνος να πάρει τον χρόνο του στην πόλη και να περιηγηθεί σε αυτήν, ο κορωνοϊός εμφανίστηκε αναπάντεχα και ο χώρος για το πρώτο του προσωπικό εγχείρημα δεν είχε βρεθεί.

Μέσα στις καραντίνες άρχισαν να χτίζουν την προσωπική τους καταπράσινη συλλογή, ενώ είχαν τον χρόνο να συζητήσουν σχετικά με το αν θα μπορούσαν να συνδυάσουν την τέχνη που ήθελαν να αναδείξουν με ένα καθημερινό αντικείμενο, από τη στιγμή μάλιστα που η Θάλεια είχε ήδη σκεφτεί να φτιάξει ένα new age φυτοπωλείο, έστω και μόνη της.

«Αν ανοίγαμε μόνο μια γκαλερί, θα απευθυνόμασταν σε ένα κοινό το οποίο στην Αθήνα δεν το γνωρίζαμε καν. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο οτιδήποτε καλλιτεχνικό είχε παγώσει, αναρωτιόμασταν λοιπόν κατά πόσο ο κόσμος είχε τη διάθεση να δει και να αγοράσει τέχνη. Γι’ αυτό σκεφτήκαμε να την παντρέψουμε με ένα αντικείμενο που απευθύνεται σε ένα ευρύτερο, από οικονομικής άποψης, κοινό, τα φυτά, που μπορούν να επηρεάσουν θετικά την ψυχολογία εκείνων που θα τα αγοράσουν και θα τα φροντίσουν». 

«Ο κορωνοϊός δεν μας φόβισε, ίσα-ίσα μας έδωσε ώθηση να προχωρήσουμε στην υλοποίηση της ιδέας μας»

Λίγα βήματα από το μετρό της Ακρόπολης βρήκαν ένα μεγάλο ψηλοτάβανο μαγαζί που τους πήρε χρόνο να γεμίσει, αλλά χωράει και τις δυο αγάπες τους – εκεί πλέον συναντιούνται τόσο εκείνοι που ψάχνονται με τα εικαστικά όσο και οι plant parents αυτής της πόλης. Ούτε η Θάλεια Παρασκευά ούτε ο Vincent Theunissen είχαν επιχειρήσει ποτέ ξανά.

«Με όσους Έλληνες μιλούσαμε μας έλεγαν “είστε με τα καλά σας; Θα ανοίξετε επιχείρηση για να πληρώνετε τόσους φόρους;”. Ήταν ένα ρίσκο για εμάς, το επιχειρείν δεν το γνωρίζουμε καλά ακόμα, με τα λογιστικά και με τα οικονομικά δυσκολευόμαστε, εννοείται ότι προσπαθούμε πάντα να ακολουθούμε τις σωστές συμβουλές. Γίνονται και λάθη, αλλά κάναμε αυτό το βήμα γιατί θέλαμε πολύ να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας. Άλλωστε, κάποιος πρέπει να τις ανοίξει και αυτές τις επιχειρήσεις». 

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
Στόχος του Rizom, είναι να φιλοξενήσει νεαρούς, ανερχόμενους καλλιτέχνες που δεν εκπροσωπούνται κάπου αλλού και δεν τους δίνεται χώρος στις μεγάλες γκαλερί. Φωτ.: Κατερίνα Παρασκευά

Στη δική τους περίπτωση, η πανδημία βοήθησε. Η συλλογή φυτών είναι ένα χόμπι που διαδόθηκε κατά τη διάρκειά της. Από τη στιγμή που ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, ψάχναμε τρόπους για να κάνουμε την παραμονή μας σε αυτά πιο ευχάριστη, και τα φυτά μάς έδωσαν μια διέξοδο – αυτό το επιβεβαιώνουν οι νέες διευθύνσεις που εμφανίστηκαν τα τελευταία τρία χρόνια και είναι αφιερωμένες σε αυτά. «Ο κορωνοϊός δεν μας φόβισε, ίσα-ίσα μας έδωσε ώθηση να προχωρήσουμε στην υλοποίηση της ιδέας μας», θα μου πουν. 

Όσο για το κομμάτι της τέχνης του Rizom, μέσα στην καραντίνα παρατήρησαν ότι πολλοί ήταν εκείνοι οι καλοτεχνίτες που ξεκίνησαν να ασχολούνται με τον πηλό, φτιάχνοντας κεραμικά τα οποία φέρνουν περισσότερο σε γλυπτά παρά σε χρηστικά αντικείμενα. Στόχος τους, λοιπόν, είναι να φιλοξενούν νεαρούς, ανερχόμενους καλλιτέχνες που δεν εκπροσωπούνται κάπου αλλού και δεν τους δίνεται χώρος στις μεγάλες γκαλερί.

Ορισμένοι από αυτούς ήταν φίλοι τους, μερικούς τους γνώρισαν μέσω Instagram, κάποιοι περνούσαν έξω από το μαγαζί και είδαν το έργο ενός γνωστού τους, έτσι πήραν το θάρρος να περάσουν το κατώφλι του Rizom και να μιλήσουν με τους δημιουργούς του, με αποτέλεσμα ήδη από την επόμενη μέρα να φιλοξενείται εκεί και ένα δικό τους έργο.

Αγοράζει η Αθήνα τέχνη από πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες; «Μπορεί να ξέρουμε κόσμο που παρακολουθεί τα εικαστικά, αλλά το αγοραστικό κοινό της τέχνης δεν το ξέρουμε καθόλου, ούτε καν πώς να το πλησιάσουμε. Χρειαζόμαστε δουλειά ακόμα σε αυτό το κομμάτι, οπότε συνήθως θα μπει κάποιος για να δει την έκθεση και τελικά θα φύγει με ένα φυτό» το οποίο μπορεί να ανήκει στην κατηγορία των αλοειδών, που τους αρέσει ιδιαίτερα, να είναι τροπικό, σπάνιο και με διαφορετικές υφές, και το έχουν τοποθετήσει έτσι στον χώρο, ώστε να επικοινωνεί χρωματικά με έναν πίνακα που έχουν κρεμάσει δίπλα του. «Μπορεί, λοιπόν, να μη διαθέτει κανείς τα χρήματα να αγοράσει το έργο, αλλά θα βρει την ίδια παλέτα σε ένα φυτό ακριβώς δίπλα του, το οποίο είναι πολύ πιο προσιτό». Έξυπνα το σκέφτηκαν. 

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
«Η συλλογή φυτών είναι ένα χόμπι που διαδόθηκε κατά τη διάρκειά της πανδημίας. Από τη στιγμή που ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, ψάχναμε τρόπους για να κάνουμε την παραμονή μας σε αυτά πιο ευχάριστη, και τα φυτά μάς έδωσαν μια διέξοδο». Φωτ.: Κατερίνα Παρασκευά

Περιγράφουν την ενεργειακή κρίση ως το μεγαλύτερο εμπόδιο που έχουν συναντήσει μέχρι τώρα: «Μετά τις πρώτες γιορτές, κατά τη διάρκεια των οποίων ήμασταν ανοιχτά και πήγαμε πολύ καλά, πέρσι τον Φεβρουάριο είδαμε τον κόσμο να μαζεύεται, να δυσκολεύεται οικονομικά».

Τα φυτά αποτελούν αυτήν τη στιγμή πολυτέλεια ή συνώνυμο της καθημερινότητας για κάποιους Αθηναίους; «Σίγουρα υπάρχουν εκείνα που δεν απευθύνονται σε όλους, υπάρχουν όμως φυτά για κάθε τσέπη κι εμείς φιλοξενούμε μια μεγάλη γκάμα, από εκείνα που φτάνουν τα τρία μέτρα μέχρι εκείνα που είναι μόλις δέκα εκατοστά, έτσι ο καθένας θα προμηθευτεί εκείνο που τον βολεύει κάθε φορά. Η συμπεριφορά των πελατών διαφέρει μέσα στον μήνα: την πρώτη εβδομάδα όλοι κάνουν τα μεγάλα ψώνια και το τελευταίο Σαββατοκύριακο οι περισσότεροι ζορίζονται οικονομικά, αλλά όλο και κάτι μικρό θα πάρουν για το σπίτι». 

Rizom, Βούρβαχη 3, Νέος Κόσμος, 210 9229367

Ένα brand αφιερωμένο στις κάλτσες

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
Τη στιγμή που η Ξένια Βανικιώτη έκανε αυτό το βήμα, η στροφή του αγοραστικού κοινού στις μικρές επιχειρήσεις και τους νέους σχεδιαστές ήταν η νέα τάση. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Η Ξένια Βανικιώτη έχει περάσει από διάφορα επαγγέλματα, έχει υπάρξει γεωπόνος, γραμματέας, σερβιτόρα, «στυλίστρια με τεράστια αποτυχία», όπως μου είχε πει όταν την πρωτοσυνάντησα σε μια στοά της Παλλάδος, στην πρώτη έδρα του brand της που εμφανίστηκε το 2018 και είναι αφιερωμένο στις κάλτσες.

Ο κορωνοϊός εμφανίστηκε όταν ακόμα ήταν στην αρχή της η εταιρεία της, «ένιωσα ότι θα είναι ένα τεράστιο χαστούκι, αρχικά φοβήθηκα, αλλά τελικά ήμουν από τους τυχερούς, αφού τα online shops άνθησαν, οπότε όλη αυτή η κατάσταση έφερε τελικά χρήματα στο brand κι έτσι κατάφερα να ανοίξω το πρώτο μου φυσικό κατάστημα. Από τη μια είχαμε μια νέα κρίση, λόγω της οποίας όλοι ζορίστηκαμε και υποφέραμε, ενώ την ίδια στιγμή ο κόσμος ψώνιζε διαδικτυακά. Προσωπικά, είδα νούμερα που δεν είχα ξαναδεί στην εταιρεία». 

Το Ode to Socks έχει όνομα εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Πάμπλο Νερούδα, είναι ένα brand που προέκυψε τόσο για συναισθηματικούς λόγους όσο και για ρεαλιστικούς, επιχειρηματικούς. «Το έβλεπα ρομαντικά, ήθελα να μου αρέσει επιτέλους η δουλειά μου, με φανταζόμουν να έχω άπειρες ωραίες κάλτσες που θα αρέσουν πρώτα σε μένα, κάτι που μέχρι τότε έβρισκα μόνο στο εξωτερικό. Σκεφτόμουν ότι στην Αθήνα δεν υπήρχε ένα μαγαζί με πάρα πολλές επιλογές σε ποιοτικές και ιδιαίτερες ως προς τον σχεδιασμό τους κάλτσες, ότι θα κάλυπτα ένα κενό στην αγορά που θα έβρισκε το κοινό του». Πράγματι, το βρήκε. 

«Έχω συνειδητοποιήσει ότι από τότε που ενηλικιώθηκα συνεχώς αντιμετωπίζω κάποιο “τέρας”. Έτσι έχει μάθει η γενιά μας, οπότε προσπαθώ να μετατρέψω όλη αυτήν τη φοβία σε κάτι δημιουργικό, να ανοίξω έναν διάλογο με άλλους, νέους επιχειρηματίες. Απλώς προσπαθώ να μην το βάζω κάτω» 

Τη στιγμή που η Ξένια Βανικιώτη έκανε αυτό το βήμα, η στροφή του αγοραστικού κοινού στις μικρές επιχειρήσεις και τους νέους σχεδιαστές ήταν η νέα τάση. Παράλληλα, ήταν πολύ στα πάνω τους τα μη προβλέψιμα σουβενίρ, πόνταρε λοιπόν και στους τουρίστες από τη στιγμή που οι κάλτσες του Ode to Socks βγαίνουν σε σχέδια νοσταλγικά και με χιούμορ, τα οποία έχουν κάτι από Ελλάδα. Ξεκίνησε σχεδιάζοντας πάνω τους ναύτες και τσολιάδες, χρησιμοποιώντας εγχώριο βαμβάκι και φτιάχνοντας όλα της τα προϊόντα σε μια αθηναϊκή βιοτεχνία. 

Στα σεμινάρια επιχειρηματικότητας που παρακολούθησε βρέθηκε ανάμεσα σε κόσμο που ήθελε να ανοίξει τουριστικό γραφείο ή κατάστημα με ρούχα, «πίστευα ότι αν τους έλεγα πως ήθελα να πουλάω κάλτσες θα γελούσαν. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί που ερχόντουσαν ως μέντορες σε αυτά τα σεμινάρια, ακούγοντας την ιδέα μου μού έδωσαν θάρρος, με εμψύχωσαν λέγοντάς μου ότι υπάρχει μέλλον σε αυτό που σκεφτόμουν και ότι ήταν αρκετά εξειδικευμένο».  

Η κίνησή της να επιλέξει για την πρώτη της επαγγελματική φωτογράφιση την Έφη Γούση, που με τον φακό της δημιουργεί κόσμους βγαλμένους από σουρεαλιστικά όνειρα και ψευδαισθήσεις, αποδείχθηκε ματ, αφού οι εικόνες αυτές αναπαράχθηκαν και έφεραν το πολυπόθητο following στα social media του brand. Σιγά-σιγά δημιουργήθηκε και ένα δίκτυο καταστημάτων με το οποίο άρχισε να συνεργάζεται, «μια κοινότητα από εκείνους που έμαθαν τις κάλτσες, ξέρουν την ποιότητά τους, τις αγάπησαν και θα τις πάρουν είτε για τους ίδιους είτε θα τις κάνουν δώρο γιατί είναι κάτι σχετικά οικονομικό το οποίο έχει και ένα μήνυμα που μπορεί να ταιριάζει στον αποδέκτη του και μάλλον θα τον κάνει να γελάσει».

Γύρω από τον πρώτο της χώρο στην Παλλάδος υπήρχε μια άλλη κοινότητα, αφού στη στοά Ψυρρή είχαν συγκεντρωθεί ταυτόχρονα –και παραμένουν εκεί μέχρι σήμερα– πολλοί νέοι δημιουργοί με τα δικά τους ανεξάρτητα brands, οι οποίοι συνεργάζονταν και διοργάνωναν όλοι μαζί τα δικά τους μπαζάρ. 

Το ενοίκιο στο συγκεκριμένο σημείο ήταν πολύ χαμηλό, όμως εκεί το Ode to Socks δεν είχε βιτρίνα ούτε την ίδια περατζάδα που έχει ο δρόμος της Ζωοδόχου Πηγής στον οποίο βρίσκεται από το 2022. «Καθώς συνεργαζόμουν με καταστήματα που είχαν τις βιτρίνες τους και έβλεπα πόσο καλά πάει εκεί το προϊόν, κατάλαβα ότι ήταν απαραίτητο να κάνω αυτό το βήμα. Διάλεξα συνειδητά τα Εξάρχεια γιατί έχουν την αίσθηση της γειτονιάς και καταστήματα αντίστοιχης φιλοσοφίας που μου αρέσουν πολύ, όπως και επειδή ήταν η μόνη περιοχή στο κέντρο της Αθήνας όπου έβρισκα ρεαλιστικά ενοίκια, κάτι που, όπως μαθαίνω, άλλαξε μέσα σε μόλις έναν χρόνο».

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
«Το έβλεπα ρομαντικά, ήθελα να μου αρέσει επιτέλους η δουλειά μου, με φανταζόμουν να έχω άπειρες ωραίες κάλτσες που θα αρέσουν πρώτα σε μένα, κάτι που μέχρι τότε έβρισκα μόνο στο εξωτερικό». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Εκτός από το δικό της flagship κατάστημα, οι κάλτσες της βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε άλλα σαράντα καταστήματα σε Ελλάδα και εξωτερικό, σε Κύπρο, Αμερική, Γερμανία, Ιαπωνία. Το νούμερο αυτό μεταβάλλεται συνεχώς, βέβαια, τα τελευταία χρόνια, «στην αρχή, όταν είχα κάνει το μπαμ, με πλησίασαν πάρα πολλοί για να δοκιμάσουν να βάλουν στο μαγαζί τους τις κάλτσες, αλλά δεν έπιασαν σε όλα, είτε γιατί δεν ταίριαζαν με το concept κάποιων είτε γιατί το κοινό τους δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτές, οπότε, ενώ είχα φτάσει κάποια περίοδο να συνεργάζομαι με εξήντα-εβδομήντα καταστήματα, έγινε ένα ξεσκαρτάρισμα, ενώ με τον κορωνοϊό διακόπηκε η συνεργασία μου με κάποια μαγαζιά εκτός Ελλάδας, αφού αντιμετωπίσαμε μεγάλο θέμα με τις αποστολές και τα μεταφορικά αυξήθηκαν πολύ. Τώρα βρίσκω ξανά τον χρόνο να ενισχύσω αυτό το κομμάτι, αφού τα καταστήματα του εξωτερικού κάνουν πολύ μεγαλύτερες παραγγελίες σε σύγκριση με αυτά της Ελλάδας, αν ένα προϊόν τους πάει καλά». 

Η Ξένια Βανικιώτη είναι ακριβώς η περίπτωση του ανθρώπου που επιχείρησε ανάμεσα σε δύο κρίσεις, ακούγοντας μάλιστα και για μια επικείμενη, για έναν δύσκολο χειμώνα που έρχεται και για την ενεργειακή κρίση που δεν ξέρουμε πώς θα μεταφραστεί στους επερχόμενους λογαριασμούς μας.

«Έχω συνειδητοποιήσει ότι από τότε που ενηλικιώθηκα συνεχώς αντιμετωπίζω κάποιο “τέρας”. Έτσι έχει μάθει η γενιά μας, οπότε προσπαθώ να μετατρέψω όλη αυτήν τη φοβία σε κάτι δημιουργικό, να ανοίξω έναν διάλογο με άλλους, νέους επιχειρηματίες, να δούμε πώς μπορούμε να συσπειρωθούμε και να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Απλώς προσπαθώ να μην το βάζω κάτω».

Ode to Socks, Ζωοδόχου Πηγής 43, Εξάρχεια, 6938 984371

Ένα διαφορετικο wine bar

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
Τρεις φίλοι πήραν την απόφαση να δουν την αγάπη τους για το κρασί επαγγελματικά και να ανοίξουν το δικό τους wine bar το Πάσχα του 2020, το Junior Does Wine. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Ενώ η έξοδος και η νύχτα βρίσκονταν σε (δεύτερο) πολύμηνο lockdown, παρότι είχε περάσει ένας χρόνος κατά τον οποίο είχαμε ξεχάσει πώς είναι να πίνουμε ποτό ακουμπώντας σε μια μπάρα, αφού τα μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας δεν μας επέτρεπαν κάτι τέτοιο, σε μέρες που στέλναμε μηνύματα με κωδικούς για να μετακινηθούμε εκτός σπιτιού, κάποιοι που έμοιαζαν πολύ αισιόδοξοι έστηναν το νέο τους μαγαζί.

Τρεις φίλοι πήραν την απόφαση να δουν την αγάπη τους για το κρασί επαγγελματικά και να ανοίξουν το δικό τους wine bar το Πάσχα του 2020. Τον Ιούνιο νοίκιασαν τον χώρο τους, τον Σεπτέμβρη ξεκίνησαν τα πρώτα γκρεμίσματα σε ένα πρώην εκτυπωτάδικο για να στήσουν ένα μέρος με κατακόκκινη πρόσοψη, ρετρό αναφορές, ένα ζεστό πατάρι και μια καμπυλωμένη μπάρα. Όταν πλέον ήταν σχεδόν έτοιμοι να ανοίξουν τις πόρτες του Junior Does Wine στα Ιλίσια, η εστίαση είχε ξαναμπεί σε παύση.

«Μια ιδέα για κάτι νέο, που πιθανόν να μην έχουμε δει, ακόμα και αν έχει ρίσκο, αν την πιστέψεις, θα αποκτήσει το κοινό της». 

Ο Γιώργος Κατσαρός, ο Νίκος Δούσης και ο Χρήστος Σπυρόπουλος δεν είχαν ανοίξει ξανά κάτι παρόμοιο, οι δύο είχαν και πρωινή δουλειά, ενώ ο πρώτος ήταν αποφασισμένος πως θα τρέξει την πρώτη τους επιχείρηση. Με πανδημία ή χωρίς, από την εμπειρία μου θα πω ότι σχεδόν κανένα μπαρ και εστιατόριο δεν καταφέρνει να ξεκινήσει τη λειτουργία του κοντά στην ημερομηνία που έχει βάλει ως στόχο γιατί όσο καλά και αν έχουν προγραμματίσει τις εργασίες που πρέπει να γίνουν όλο και κάποιος μάστορας ή τεχνικός θα καθυστερήσει.

«Θα πω ότι είχε ενδιαφέρον ο συντονισμός των συνεργείων, το να είσαι εκεί και να προσπαθείς να καταλάβεις τι σου λένε, να σε στήνουν και εσύ να πρέπει να κάνεις υπομονή και να τους περιμένεις. Όσο για το ρεύμα, ενώ φάγαμε όλο τον Αύγουστο στα τηλέφωνα καλώντας από το κινητό μας σε πενταψήφιο αριθμό, κάτι που μας κόστισε αρκετά, τελικά ήρθαν να μας το συνδέσουν μια μέρα που δεν τους περιμέναμε. Μέσα σε όλα, από τη στιγμή που τα μαγαζιά ήταν κλειστά, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτε από κοντά, οπότε μπαίναμε στο ίντερνετ, πληκτρολογούσαμε “ξύλινες καρέκλες” και επιλέγαμε έπιπλα από φωτογραφίες», όπως περιγράφει ο Γιώργος Κατσαρός

Η ιδέα τους στηρίχθηκε σε δύο πυλώνες: ο πρώτος ήταν ότι ήθελαν ένα μαγαζί αφιερωμένο στο κρασί, που όμως θα είχε περισσότερο τη φιλοσοφία ενός μπαρ, θα ήταν χαλαρό, θα μπορούσε να γίνει ορθάδικο, θα είχε μουσική που δεν συναντάμε συνήθως σε wine bars και θα τα έκανε όλα λίγο πιο comfort. O δεύτερος ήταν ότι θα προσέφεραν ποιοτικά κρασιά από τον εγχώριο και τον διεθνή αμπελώνα, από τον παλαιό και τον νέο κόσμο, όχι όμως από τα μεγάλα κτήματα και όχι ακριβά – οι φιάλες τους ξεκινάνε από τα 18 ευρώ και δεν ξεπερνούν τα 40. Όλα αυτά όμως θα μας τα παρουσίαζαν αναγκαστικά σταδιακά. «Ανοίξαμε το μαγαζί πριν τελειώσει η δεύτερη καραντίνα γιατί ήταν έτοιμο, το ενοίκιο το πληρώναμε έτσι κι αλλιώς, ενώ εγώ είχα βαλτώσει».

Ξεκίνησαν να λειτουργούν προσφέροντας μετρημένες ετικέτες μικρών οινοπαραγωγών σε ποτηράκια οινογνωσίας, spritz veneziano, λίγες νόστιμες μπρουσκέτες και ένα kit με γραβιέρα, σαλάμι, ελιές, μέλι και κριτσίνια – όλα για take-away κατανάλωση. Μια και δεν μπορούσαν να βγάλουν τραπέζια, ο κόσμος μαζευόταν στο μικρό πάρκο που χωρίζει το Junior Does Wine από την κίνηση της Μιχαλακοπούλου.

«Προφανώς και είχαμε αγωνία και άγχος για το αν θα ανταποκρινόταν ο κόσμος ή αν θα βαράγαμε μύγες, αλλά είδαμε ότι όποιος μπορούσε να φτάσει μέχρι εμάς στέλνοντας μήνυμα προκειμένου να πάρει ένα κρασί και να καθίσει έξω, ήρθε». 

Μέχρι τώρα δεν έχουν έρθει αντιμέτωποι με κάποιον δυσβάσταχτο λογαριασμό ρεύματος, αλλά οι προμηθευτές τους στα ψωμιά, στα αλλαντικά και στα τυριά έκαναν αυξήσεις τις οποίες στην αρχή το μαγαζί απορρόφησε, μέχρι που αναγκάστηκε να τις μεταφέρει στον κατάλογο, αυξάνοντας τις τιμές του –οικονομικού βέβαια– φαγητού του κατά πενήντα λεπτά. «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα είναι οι επόμενοι λογαριασμοί, ωστόσο εδώ προσπαθούμε να προϋπολογίζουμε αυτά τα έξοδα. Το να κρατήσεις χίλια ευρώ στην άκρη, αντί για τα οκτακόσια που μπορεί να σου έρχεται το ρεύμα, είναι εφικτό».

Ζήτησα από τον Γιώργο κάτι που μπορεί να είναι κλισέ, μια συμβουλή για εκείνους που σκέφτονται να επιχειρήσουν τώρα, σε μία ακόμα αβέβαιη εποχή. «Δεν θέλω να δώσω συμβουλή γιατί δεν αισθάνομαι ότι μπορώ, αλλά η πρότασή μου είναι να σας αρέσει πάρα πολύ αυτό που θα κάνετε γιατί απαιτεί πολύ από τον χρόνο σας, θα πρέπει να είστε εκεί και να το στηρίζετε. Μια ιδέα για κάτι νέο, που πιθανόν να μην έχουμε δει, ακόμα και αν έχει ρίσκο, αν την πιστέψεις, θα αποκτήσει το κοινό της. Θεωρώ ότι όλους μας πια μας ενδιαφέρει να γνωρίσουμε καινούργια πράγματα». 

Eπιχειρώντας ανάμεσα σε δύο κρίσεις Facebook Twitter
«Προφανώς και είχαμε αγωνία και άγχος για το αν θα ανταποκρινόταν ο κόσμος ή αν θα βαράγαμε μύγες, αλλά είδαμε ότι όποιος μπορούσε να φτάσει μέχρι εμάς στέλνοντας μήνυμα προκειμένου να πάρει ένα κρασί και να καθίσει έξω, ήρθε».  Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Το κρασί είναι ένας είδος επένδυσης, μια κάβα δεν χαλάει τόσο εύκολα, όπως το φαγητό που, αν μείνει πολύ, πρέπει να το πετάξεις – αυτό αναγκάστηκαν να κάνουν τα συνοικιακά αλλά και τα πιο επιδραστικά εστιατόρια του κόσμου εξαιτίας της πανδημίας.

Μιλώντας πριν από μερικές μέρες με τον Δήμο Σαμουράκη, τον νεαρό σεφ που μόλις άνοιξε το δικό του fine dining εστιατόριο, δεν μπόρεσα να μην τον ρωτήσω πώς παίρνει κάποιος την απόφαση να κάνει το πρώτο του βήμα σε μια περίοδο που δισεκατομμυριούχοι σαν τον Τζεφ Μπέζος της Amazon προτρέπoυν τους καταναλωτές όχι απλώς να μην κάνουν κάποια μεγάλη επένδυση αλλά να μην αγοράσουν ούτε τηλεοράσεις ούτε καν ψυγείο, καθώς το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης είναι ορατό. «Έτσι είναι τα πράγματα, πάντα θα υπάρχει μια κρίση, αλλά αν δεν πάρεις τα ρίσκα σου, δεν αλλάζει κάτι στη ζωή», απάντησε ο σεφ τη δεύτερη μέρα λειτουργίας του εστιατορίου του, «θα δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα».  

Junior Does Wine, Μαιάνδρου 5, Ιλίσια, 210 7222883

Living
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΓΣΕΕ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Κι όμως, ανοίγουν νέα μπαρ στην Αθήνα

Γεύση / Κι όμως, ανοίγουν νέα μπαρ στην Αθήνα

Ο Λάλος στον Νέο Κόσμο θέλει να είναι κάτι παραπάνω από ένα ακόμα all-day bar, ενώ το Junior Does Wine φτιάχτηκε για να μας αποδείξει ότι η έξοδος για κρασί μπορεί να είναι χαλαρή και διασκεδαστική. Υπάρχουν κάποιοι αισιόδοξοι τύποι που ανυπομονούν να μας φιλοξενήσουν στα πρώτα μας ραντεβού για ποτό μετά από πολύ καιρό.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιατί τόσα μη διαβητικά άτομα φορούν μετρητές γλυκόζης;

Radio Lifo / Γιατί τόσα άτομα χωρίς διαβήτη φορούν μετρητές γλυκόζης αίματος;

Γιατί γίνεται τόσος ντόρος τελευταία με τις αιχμές γλυκόζης στο αίμα και γιατί όλο και περισσότερα άτομα που δεν έχουν διαβήτη φορούν cgm; Πρόκειται για ακόμα ένα διατροφικό trend; H Μερόπη Κοκκίνη συζητά με την κλινική διαιτολόγο-διατροφολόγο Μελίνα Καριπίδου.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
Πώς θα καταφέρετε να φωτογραφίσετε το κατοικίδιό σας σαν επαγγελματίας

Living / Πώς θα καταφέρετε να φωτογραφίσετε το κατοικίδιό σας σαν επαγγελματίας

Οι λειτουργίες του κινητού που θα σας βοηθήσουν, ο κατάλληλος φωτισμός, τα σωστά αξεσουάρ: 8 συμβουλές προκειμένου να καταφέρετε να απαθανατίσετε τις πιο ωραίες στιγμές του κατοικιδίου σας.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΤΖΙΝΙΩΛΗ
Βιοδυναμική καλλιέργεια: Οι νέοι αγρότες παρακολουθούν το φεγγάρι και τους πλανήτες και απλώνουν κοπριά μέσα σε θαμμένα κέρατα αγελάδας

Radio Lifo / Βιοδυναμική καλλιέργεια: Οι νέοι αγρότες παρακολουθούν το φεγγάρι και τους πλανήτες

Ένας «ακραίος» βιολογικός τρόπος καλλιέργειας που ακολουθούν λίγοι στη χώρα μας. Αν και δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν τις βιοδυναμικές πρακτικές, ωστόσο όσοι τις ακολουθούν ισχυρίζονται ότι καταφέρνουν να παραγάγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας και θρεπτικής αξίας. Η Μερόπη Κοκκίνη μιλά με τους βιοδυναμικούς καλλιέργητές Κώστα Βαρώτσο και Θοδωρή Κοντογιάννη.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
Η Δέσποινα Ισοπούλου μαθαίνει στους Αθηναίους τι πάει να πει floral design

Living / Η Δέσποινα Ισοπούλου μαθαίνει στους Αθηναίους τι πάει να πει floral design

Τρία χρόνια πριν, την άνοιξη του 2021, αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα της: άρχισε να ψάχνει τα διαθέσιμα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα γύρω από τα λουλούδια και έφτιαξε το δικό της Eiko Flowers. Έτσι γεμίζει την πόλη με συνθέσεις και μπουκέτα που μοιάζουν να αναπνέουν.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
20 χρόνια μετά την «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», υπάρχει πλέον η τεχνολογία διαγραφής αναμνήσεων;

Tech & Science / 20 χρόνια μετά την «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», υπάρχει πλέον η τεχνολογία διαγραφής αναμνήσεων;

Σίγουρα είμαστε πολύ πιο κοντά στο να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την επιστήμη για να αλλάξουμε τις αναμνήσεις μας, από ό,τι ήμασταν πριν από μια εικοσαετία.
NEWSROOM