Καθώς η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνεχιζόμενη ρωσική επιθετικότητα, το χάσμα ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ διευρύνεται. Η Ισπανία, αν και απολαμβάνει σταθερή οικονομική ανάπτυξη, βρίσκεται στο επίκεντρο κριτικής από τις βόρειες χώρες και την Ουάσιγκτον, καθώς αρνείται να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ και νυν υποψήφιος, Ντόναλντ Τραμπ, χαρακτήρισε τη στάση της Μαδρίτης «απίστευτα προσβλητική» και απείλησε να επιβάλει δασμούς στις ισπανικές εξαγωγές, προκειμένου να «τιμωρήσει» τη χώρα για τη στάση της απέναντι στο ΝΑΤΟ.
Την ίδια στιγμή, χώρες της πρώτης γραμμής όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, που συνορεύουν άμεσα ή έμμεσα με τη Ρωσία– πιέζουν την Ισπανία και άλλα κράτη του Νότου να συνεισφέρουν περισσότερα στη συλλογική άμυνα της Ευρώπης.
Το επίκεντρο της διαμάχης είναι η δέσμευση του ΝΑΤΟ για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, από το σημερινό 2%. Ενώ πολλές χώρες της Βόρειας Ευρώπης ζητούν επιτάχυνση, ο Πέδρο Σάντσεθ αρνήθηκε να υπογράψει τη νέα συμφωνία. Η άρνηση αυτή προκάλεσε οργή στην Ουάσιγκτον, ενώ αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ υπογράμμισαν πως «όλοι οι σύμμαχοι πρέπει να τηρούν τις δεσμεύσεις τους». Η Σουηδία, το νεότερο μέλος της Συμμαχίας, συντάχθηκε με την αμερικανική πλευρά, τονίζοντας πως «τώρα είναι η ώρα να επενδύσουμε στην άμυνα».
Η Ισπανία, με στρατιωτικές δαπάνες μόλις 1,28% του ΑΕΠ, παραμένει ο πιο αδύναμος κρίκος στο ΝΑΤΟ από πλευράς συνεισφοράς.
Η Ισπανίδα υπουργός Άμυνας, Μαργκαρίτα Ρόμπλες, απέρριψε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι η χώρα της «παραμένει αξιόπιστος σύμμαχος για 40 χρόνια». Παράλληλα, ο νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προσπάθησε να μετριάσει την ένταση, λέγοντας ότι «κάθε σύμμαχος συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του». Ωστόσο, στα παρασκήνια των Βρυξελλών επικρατεί ανησυχία. Κατά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 23 Οκτωβρίου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα κληθούν να αποφασίσουν πώς θα χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο της Ουκρανίας, με το βλέμμα στραμμένο στις χώρες που παραμένουν «απρόθυμες».
Η Ισπανία εμφανίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη 3,2% το 2024 και προβλεπόμενη αύξηση 2,6% το 2025, σύμφωνα με την Κομισιόν. Παρόλα αυτά, η στρατιωτική βοήθειά της προς την Ουκρανία ανέρχεται μόλις σε 790 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με 17,7 δισ. ευρώ της Γερμανίας και 13,3 δισ. της Βρετανίας. Η κυβέρνηση Σάντσεθ, πιεσμένη από την αριστερή της πτέρυγα Sumar, απορρίπτει περαιτέρω αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, φοβούμενη ότι θα θιγούν κοινωνικά προγράμματα. Ο πολιτικός αναλυτής Πάμπλο Σιμόν σημειώνει ότι «η στάση του Σάντσεθ είναι δημοφιλής στο εσωτερικό, καθώς οι Ισπανοί παραδοσιακά αντιτίθενται στην εμπλοκή σε διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις».
Η ιστορική ουδετερότητα της χώρας, αλλά και η τραυματική εμπειρία της συμμετοχής στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, έχουν διαμορφώσει μια κοινωνία που προτιμά τη διπλωματία από τη σύγκρουση. Παρά τις απειλές του Τραμπ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπενθύμισε ότι το εμπόριο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ, άρα οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιβάλουν δασμούς μόνο στην Ισπανία. Ωστόσο, αναλυτές προειδοποιούν ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να στοχεύσει ισπανικές εξαγωγές όπως το χαμόν ή το σέρι, προκαλώντας νέα εμπορική κρίση. Για τον Σάντσεθ, πάντως, η σύγκρουση με τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο ίσως να αποδειχθεί πολιτικά ωφέλιμη. Αν και το 67% των Ισπανών τον θεωρεί «αναξιόπιστο», οι περισσότεροι υποστηρίζουν τη στάση του στο θέμα των στρατιωτικών δαπανών. Ο Σιμόν συνοψίζει: «Η στάση του Σάντσεθ αντικατοπτρίζει την επιφυλακτικότητα των Ισπανών απέναντι στα ζητήματα άμυνας. Όσο ο Τραμπ παραμένει αντιδημοφιλής στη χώρα, ο πρωθυπουργός δεν έχει τίποτα να χάσει».
Η νέα αντιπαράθεση Ισπανίας – ΗΠΑ για τις στρατιωτικές δαπάνες αποκαλύπτει βαθύτερες ρωγμές εντός του ΝΑΤΟ. Ενώ οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης ζητούν επιμερισμό του κόστους, ο Νότος επικαλείται κοινωνικές ανάγκες και ιστορική επιφυλακτικότητα. Το αποτέλεσμα; Ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα που τρίζει την ώρα που η Ρωσία εντείνει την πίεση στα σύνορα.
Με πληροφορίες από Politico