Η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνειακής Επιβολής (ICE) των ΗΠΑ θα έχει πρόσβαση σε ένα από τα πιο εξελιγμένα εργαλεία χακαρίσματος στον κόσμο.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται μετά την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να προχωρήσει σε συνεργασία με την Paragon Solutions, μια εταιρεία που ιδρύθηκε στο Ισραήλ και κατασκευάζει λογισμικό κατασκοπείας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραβίαση οποιουδήποτε κινητού τηλεφώνου – ακόμη και εφαρμογών με κρυπτογράφηση.
Το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας υπέγραψε για πρώτη φορά σύμβαση με την Paragon, η οποία πλέον ανήκει σε αμερικανική εταιρεία, στα τέλη του 2024, επί κυβέρνησης Μπάιντεν. Όμως η σύμβαση ύψους 2 εκατ. δολαρίων τέθηκε σε αναμονή εν αναμονή ελέγχου συμμόρφωσης, ώστε να διασφαλιστεί ότι ακολουθείται προεδρικό διάταγμα που περιορίζει τη χρήση λογισμικού κατασκοπείας από την αμερικανική κυβέρνηση, σύμφωνα με το περιοδικό Wired.
Αυτή η παύση έχει πλέον αρθεί, σύμφωνα με δημόσια έγγραφα προμηθειών.
Αυτό σημαίνει ότι ένα από τα πιο ισχυρά μυστικά κυβερνο-όπλα που δημιουργήθηκαν ποτέ – και το οποίο παράχθηκε εκτός ΗΠΑ – βρίσκεται τώρα στα χέρια μιας υπηρεσίας που έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα από οργανώσεις για τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα για παραβιάσεις.
Η ιστορία αποκαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Jack Poulson στο ενημερωτικό του δελτίο All-Source Intelligence στη διαδικτυακή πλατφόρμα Substack.
Πώς λειτουργεί το λογισμικό
Όταν χρησιμοποιείται με επιτυχία εναντίον του στόχου, το λογισμικό χακαρίσματος – που ονομάζεται Graphite – μπορεί να παραβιάσει οποιοδήποτε τηλέφωνο. Παίρνοντας ουσιαστικά τον έλεγχο της συσκευής, ο χρήστης – σε αυτή την περίπτωση η ICE – μπορεί όχι μόνο να παρακολουθεί την τοποθεσία ενός ατόμου, να διαβάζει τα μηνύματά του, να βλέπει τις φωτογραφίες του, αλλά και να αποκτά πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε κρυπτογραφημένες εφαρμογές, όπως το WhatsApp ή το Signal.
Το λογισμικό κατασκοπείας όπως το Graphite μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως συσκευή παρακολούθησης, μέσω του μικροφώνου του τηλεφώνου.
Ένα προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε η κυβέρνηση Μπάιντεν επιχείρησε να θέσει όρια στη χρήση λογισμικού κατασκοπείας από την αμερικανική κυβέρνηση. Όριζε ότι οι ΗΠΑ «δεν θα κάνουν επιχειρησιακή χρήση εμπορικού λογισμικού κατασκοπείας που εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους αντικατασκοπείας ή ασφάλειας για την κυβέρνηση των ΗΠΑ ή σημαντικούς κινδύνους κακής χρήσης από ξένη κυβέρνηση ή ξένο πρόσωπο».
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε επίσης το ασυνήθιστο βήμα να εντάξει μία από τις ανταγωνίστριες εταιρείες της Paragon, την NSO Group, στη μαύρη λίστα του υπουργείου Εμπορίου, κατηγορώντας την ότι παρείχε σκόπιμα σε ξένες κυβερνήσεις τα μέσα για να «στοχοποιήσουν κακόβουλα» τα τηλέφωνα αντιφρονούντων, ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφων.
Η Paragon έχει προσπαθήσει να διαφοροποιηθεί από την NSO Group. Έχει δηλώσει ότι, σε αντίθεση με την NSO – η οποία στο παρελθόν πούλησε το λογισμικό της στη Σαουδική Αραβία και άλλα καθεστώτα – συνεργάζεται μόνο με δημοκρατίες. Έχει επίσης τονίσει ότι ακολουθεί πολιτική μηδενικής ανοχής και θα διακόπτει τη συνεργασία με κυβερνήσεις-πελάτες που χρησιμοποιούν το λογισμικό για να στοχοποιούν μέλη της κοινωνίας των πολιτών, όπως δημοσιογράφους. Η Paragon αρνείται να αποκαλύψει ποιοι είναι οι πελάτες της και έχει δηλώσει ότι δεν έχει εικόνα για το πώς οι πελάτες χρησιμοποιούν την τεχνολογία εναντίον στόχων.
Οι κατασκευαστές λογισμικού κατασκοπείας, όπως η Paragon και η NSO, υποστηρίζουν ότι τα προϊόντα τους προορίζονται για την πρόληψη εγκλημάτων και τρομοκρατικών επιθέσεων. Ωστόσο, και οι δύο εταιρείες έχουν στο παρελθόν χρησιμοποιηθεί για να στοχοποιήσουν αθώους ανθρώπους, μεταξύ αυτών άτομα που θεωρούνταν «εχθροί» της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η αμερικανική κυβέρνηση στο παρελθόν απέφευγε να χρησιμοποιεί λογισμικό κατασκοπείας που παράγεται εκτός ΗΠΑ, λόγω ανησυχιών ότι οποιαδήποτε εταιρεία που πουλάει τεχνολογία σε πολλαπλές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο ενέχει πιθανό κίνδυνο ασφαλείας.
Με πληροφορίες από Guardian