ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ που προτείνεται για την εποχή που δεν [θα] διαχωρίζεται πλέον το «παραχθέν με AI» και το προσωπικό, ανθρώπινο κείμενο είναι η στροφή στη ζωντανή ομιλία: προφορικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια, διαλέξεις, άρθρα με μορφή podcast, επιμελημένες παραστάσεις. Εφόσον, όπως λέγεται με χαρακτηριστική επιμονή, στα όρια της νέας κατήχησης, το γραπτό κείμενο στις περισσότερες εκδοχές του –όχι, βεβαίως, σε όλες, αφού η Τοκάρτσουκ, ο Κρασναχορκάι, ο Κόρμακ ΜακΚάρθι και πολλοί από τους κλασικούς δεν φαίνεται να απειλούνται– πρόκειται να χάσει σε αξία και κύρος, η «αυθεντικότητα» μπορεί να διασωθεί μόνο σε άλλες μορφές, μη γραπτής επικοινωνίας.
Σκεφτόμουν την παραπάνω σύσταση και νομίζω ότι θα μπορούσε να προσελκύσει ακόμα και εκείνο το μέρος της διανόησης το οποίο ισχυρίζεται ότι η γραφή και μάλιστα η λογοτεχνία χάλασαν την αυθεντική γλώσσα, η οποία διαφυλασσόταν από στόμα σε στόμα μέσα από τη ζωντανή μετάδοση. Υπήρξαν πολλές κριτικές στη νεωτερικότητα, σύμφωνα με τις οποίες η αυθεντική ποίηση –και γενικά η αληθινή τέχνη– διαχωρίζεται από την εκζήτηση της λογοτεχνίας. Θα έλεγε κανείς –υιοθετώντας ένα τέτοιο σχήμα– ότι η επέκταση των αλγοριθμικών εφαρμογών θα καταπιεί δυνητικά το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών, όχι μόνο τα γραφειοκρατικά αλλά την τρέχουσα φιλοσοφική, επιστημονική και λογοτεχνική παραγωγή (εκτός, είπαμε, των λίγων εξαιρέσεων).
Η ιδέα του content creator είναι εμφανέστατα πιο μαζική και διάχυτη από τις πολιτισμικές φιγούρες του συγγραφέα, του καλλιτέχνη, του φιλοσόφου και άλλων κληρονομημένων μορφών πνευματικής ταυτότητας.
Μακριά επομένως από να σκανδαλίζει τους πάντες, η στροφή προς την προφορικότητα εξαιτίας της εισβολής της τεχνητής νοημοσύνης στην καρδιά της συγγραφής φαίνεται να γοητεύει τους πιο διαφορετικούς αποδέκτες. Για παράδειγμα, την έχουν επικαλεστεί ακόμα και ταξικά επιχειρήματα ή ανατρέχοντας σε μια αντιαποικιοκρατική, αντιδυτική ματιά για τον πολιτισμό και τις ιεραρχίες του. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί, ας πούμε, ότι η γραφή, και μάλιστα η γραφή όπως διαμορφώθηκε μέσα από τους κανόνες της δυτικής λογοτεχνίας και σκέψης, παραμέριζε ή υποβάθμιζε άλλες μορφές δημιουργικότητας και επικοινωνίας. Τώρα, επομένως, με τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης, έχει έρθει η στιγμή της άρσης αυτής της μακραίωνης πολιτισμικής αδικίας. Το ίδιο άλλωστε έχει ειπωθεί από χρήστες και σε σχέση με την κατασκευή μουσικής, το «παίξιμο οργάνων», τη δημιουργία ποπ κομματιών: ότι η υπέρβαση των φραγμών του ωδείου ή των εμποδίων που έθετε μια κουλτούρα κοπιώδους άσκησης (practicing) για την εκμάθηση ενός οργάνου, ότι τελικά η γρήγορη, άμεση πρόσβαση στην υλοποίηση μιας ιδέας, μιας παρόρμησης, μιας «έμπνευσης» της στιγμής, είναι μια εμπειρία απελευθέρωσης από την ειδημοσύνη και τον βραχνά της. Στο κάτω-κάτω, αν σε άλλα πεδία κάνουμε ριζική κριτική της αξιοκρατίας –βλέπε την κριτική του Μάικλ Σαντέλ και άλλων–, γιατί σε σχέση με τον πολιτισμό να υιοθετούμε τη σκοπιά του ταλέντου, της ικανότητας, της δεξιοτεχνίας;
Φυσικά και η επιμέλεια μιας ομιλίας και μάλιστα με όρους παράστασης έχει τις απαιτήσεις της. Για να στηθεί ή να υπάρξει πειστικά, είτε διασκεδάζοντας είτε μαθαίνοντας κάτι το κοινό της, η παράσταση έχει τεχνικούς και επικοινωνιακούς όρους. Όπως όμως έχουν δείξει οι πλατφόρμες στις οποίες βρίσκονται εκατομμύρια άτομα, από ανήλικα παιδιά μέχρι υπέργηρους, είναι πολλοί/-ές αυτοί/-ές που έχουν μάθει να σκηνοθετούν τον εαυτό τους για μια περφόρμανς. Η ιδέα του content creator είναι εμφανέστατα πιο μαζική και διάχυτη από τις πολιτισμικές φιγούρες του συγγραφέα, του καλλιτέχνη, του φιλοσόφου και άλλων κληρονομημένων μορφών πνευματικής ταυτότητας. Οι κανόνες μιας παράστασης/περφόρμανς που μπορεί να βρει ένα κοινό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τους όρους της συγγραφικής πρακτικής.
Και ποιος νοιάζεται για τον «θάνατο» του συγγραφέα;
Για να το πούμε αλλιώς, η προοπτική «θανάτου» του συγγραφέα, παρά τη δυσφορία και τις οργίλες αντιδράσεις ενός μέρους της παγκόσμιας κατηγορίας διανοουμένων, συγγραφέων και καλλιτεχνών, δεν προκαλεί κανένα κύμα θυμού ή ανησυχίας. Παρατηρεί κανείς μάλιστα ότι σεβαστή μερίδα καλλιτεχνών και συγγραφέων έχει σπεύσει ή τρέχει να προσαρμοστεί ασμένως σε αυτό που τους φαίνεται βολικό, υποβοηθητικό ή έστω αναπόδραστα επικείμενο, αποδεχόμενοι, κατά κάποιον τρόπο, την ετυμηγορία της Ιστορίας ή το κάρμα της τεχνολογίας (όπως το πάρει κανείς). Συγχρόνως, πολύ μεγάλα κοινά που δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη αγωνία για τη φιλαναγνωσία, την επαγγελματική συγγραφή, τον βιβλιακό πολιτισμό και ένα σωρό άλλα δεν νιώθουν πως «χάνουν» κάτι από τη ζωή τους. Αντιθέτως, δείχνουν να πιστεύουν ότι κερδίζουν, έχοντας μπει σε ένα παιχνίδι που τα διασκεδάζει, τα χαλαρώνει, τα ενθουσιάζει και μάλιστα με σχετικά φτηνό «εισιτήριο» ή και δωρεάν.
Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτή η μαζική προσχώρηση ενός μεγάλου αριθμού σε μια πορεία προς μια ριζική αλλαγή του δημιουργικού πολιτισμού, των επαγγελμάτων και των κανόνων του. Πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η εξοικείωση τεράστιων αριθμών με το ορατό τέλος διαφόρων μορφών ύπαρξης και πολιτισμού συνυπάρχει με την έλλειψη διάθεσης για κάποιον πολιτικό και οικονομικό πειραματισμό με κάπως πιο ανορθόδοξα σενάρια από τα κυρίαρχα. Ο τεχνολογικός απογειωτικός οίστρος μπορεί και συνυπάρχει πολύ καλά με τον ιδεολογικό συντηρητισμό ή με ένα «κεντρώο» πολιτικό σημειωτόν στα ίδια και στα ίδια διαχειριστικά μονοπάτια.
Σε ένα προηγούμενο κείμενο μιλήσαμε για την αποθέωση του «τελικού» αποτελέσματος ως αντίληψη που εκτοπίζει σταδιακά όλες τις άλλες αξίες και αναφορές. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ενδιαφέρει πλέον με ποιον τρόπο ή σε πόσο χρόνο ή μέσα από ποια παιδεία και δημιουργική μεσολάβηση δημιουργήθηκε αυτό το ποίημα, εκείνο το μυθιστόρημα, το τραγούδι ή ακόμα και το συμφωνικό έργο. Το μόνο που (θα) μετράει είναι η ύπαρξη ενός αποτελέσματος, το παραγόμενο αντικείμενο και η ικανότητά του να βρίσκει ανταπόκριση και να καταναλώνεται από ένα κοινό που το απολαμβάνει ή δείχνει να το χρειάζεται. Ας φανταστούμε κάτι αντίστοιχο με τα υπερ-επεξεργασμένα προϊόντα του σούπερ μάρκετ: δεν ενδιαφέρουν και τόσο (ή ενδιαφέρουν λίγους) τα συστατικά, η μέθοδος παρασκευής, η διαδικασία γένεσης του προϊόντος αλλά το αν είναι γευστικό, αν έχει το χρώμα, την υφή, τη λειτουργία εκείνων των φυσικών συστατικών που αναγράφονται (κεράσι, φράουλα, τυρί κ.λπ.).
Γυρίζοντας όμως στο αρχικό θέμα, στη σύσταση που μας απευθύνεται για προφορική αυθεντικότητα ώστε να προσπεράσουμε την κρίση αξιοπιστίας του προσωπικού γραπτού, πρέπει, νομίζω, να αναρωτηθούμε για την άλλη απώλεια: την απώλεια αυτού που αποκαλούμε δημιουργική δυσκολία. Δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα με τη στυφή, άχαρη και καταπιεστική δυσκολία κάποιων διαγωνισμών και διαδικασιών. Μιλάμε για μια άλλη τάξη δυσκολίας, αυτή που φέρνει μαζί της τη χαρά της ανταμοιβής, της σταδιακής κατάκτησης του υλικού, την ευφρόσυνη ανακάλυψη του τι μπορεί να «φτιάξει» κανείς, ακόμα και την πίκρα της προσωπικής αστοχίας και της τελικής αποτυχίας. Η προσωπική συγγραφή (δημιουργία) κουβαλά μαζί της έναν πολιτισμό της ευθύνης και της λογοδοσίας στον εαυτό μας και στους άλλους που μας κρίνουν. Δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε: «Δεν φταίω εγώ, ξέρετε, ο αλγόριθμος». Για κάθε αποτέλεσμα είχε και έχει μεγάλη σημασία και η διαδικασία της παραγωγής, ο τρόπος με τον οποίο δοκιμάζεις να φτάσεις κάπου μέσα από μια τέχνη και τη μαθητεία της. Γιατί, από μια άποψη, ένα κείμενο δεν είναι μόνο η τελική του ιδέα, η σύνοψη των βασικών του στοιχείων. Εκτός αν αναφερόμαστε στην έκθεση του προϋπολογισμού, σε ομιλίες πρωθυπουργών στη ΔΕΘ, σε ξερά ενημερωτικά σημειώματα, σε κείμενα διεκπεραίωσης σε κάποιο δικόγραφο ή σε κάποιο συμβόλαιο, εκτός αν μιλάμε για coaching και brainstorming όπου μπορούν να καταχωριστούν κάπου τα κύρια σημεία. Ακόμα και στις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, το πεντάλεπτο ή το δεκάλεπτο μιας προφορικής εξέτασης μπορεί μεν να σου δώσει μια εικόνα για την επάρκεια ή την ανεπάρκεια του/της φοιτητή/-τριας, εκεί όμως που καταλαβαίνεις πολύ περισσότερα για τη σχέση του φοιτητή με το πεδίο είναι όταν η εξέταση περιλαμβάνει και ερωτήσεις ανάπτυξης. Εκεί δηλαδή όπου αυτός ή αυτή έχει και τον χρόνο να σκεφτεί, να ξαναδιαβάσει, να διορθώσει, να πάρει την ευθύνη της γνώσης ή της άγνοιάς του.
Η εξαφάνιση μιας τελετουργίας
Βαδίζουμε πλέον στη σταδιακή έκλειψη των «ερωτήσεων ανάπτυξης» και στην υπονόμευση της αξιοπιστίας των γραπτών εργασιών. Τα πάντα καλούνται να γίνουν κουίζ, μικροατάκες, έξυπνες πατέντες ταχύρρυθμης απόκρισης. Δεν είναι πάντα κακό και έχει νόημα σε κάποιες περιπτώσεις. Ενώ όμως η προφορική επιτελεστικότητα απελευθερώνει κάποια πεδία έκφρασης, επικοινωνίας και γνώσης, ο πολιτισμός του γραπτού, του ανθρώπινου και με προσωπική ευθύνη κειμένου διατηρεί δεσμούς με τη δημιουργική δυσκολία, την εμβάθυνση, τον αναστοχασμό και τη μύηση. Το on demand μέλλον φέρνει πιο κοντά την εξαφάνιση μιας τελετουργίας –για να ανατρέξω στον Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν– που σχετίζεται με πολλές άλλες λειτουργίες ενός πολιτισμού της χειραφέτησης και της ευθύνης. Μιλάμε για απώλειες που δεν πλήττουν μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους και ενδιαφερόμενους αλλά έναν ολόκληρο πολιτισμό πειραματισμού, προσπάθειας και προσωπικής συμμετοχής, όπου το αποτέλεσμα δεν ήταν δεδομένο, ούτε το μόνο που είχε αξία.